Μεγάλη μερίδα καταναλωτών που φέρουν την ειδικότερη ιδιότητα του δανειολήπτη αντιμετωπίζουν ένα επιπρόσθετο πρόβλημα κατά την στιγμή που εξοφλούν την δανειακή τους υποχρέωση.
Ειδικότερα, κατά την υποβολή αίτησης προς την πιστώτρια τράπεζα για την χορήγηση εξοφλητικής απόδειξης ζητείται από τους καταναλωτές – δανειολήπτες η καταβολή χρηματικού ποσού για την διεκπεραίωση της εν λόγω ενέργειας, το οποίο κυμαίνεται ανάλογα με το πιστωτικό ίδρυμα με το οποίο εκείνοι συναλλάσσονται από 50 έως 100 ευρώ.
Η ως άνω, ωστόσο, οικονομική επιβάρυνση, αφενός δεν προβλεπόταν στους αρχικώς συμφωνηθέντες συμβατικούς όρους, αφετέρου, δε, δεν δικαιολογείται ούτε εδράζεται σε κάποια νομική διάταξη, ενώ ταυτόχρονα προσκρούει ευθέως σε όσα ειδικώς προβλέπονται στον Αστικό Κώδικα για το συγκεκριμένο ζήτημα.
Συγκεκριμένα, στην υπ’ αριθμόν 424 διάταξη του Αστικού Κώδικα ορίζονται επακριβώς τα εξής: « Ο οφειλέτης καταβάλλοντας έχει το δικαίωμα να απαιτήσει έγγραφη εξοφλητική απόδειξη και, αν εξοφλήσει ολοσχερώς, απόδοση του χρεωστικού εγγράφου. Από την απόδοση του χρεωστικού εγγράφου τεκμαίρεται η εξόφληση του χρέους. Από το ανωτέρω νομικό πλαίσιο συνάγεται εναργώς το δικαίωμα για απαίτηση χορήγησης εξοφλητικής απόδειξης που διατηρεί ο εκάστοτε δανειολήπτης όταν εξοφλεί το δάνειο του. Το δικαίωμα του αυτό δεν δύναται να εξαρτάται από όρους και προϋποθέσεις οι οποίοι κρίνονται εκ προοιμίου παράνομοι και καταχρηστικοί ούτε να δικαιολογούνται επί τη βάση της τιμολογιακής πολιτικής της Τράπεζας, η οποία όπως προελέχθη, είναι υπόχρεη εκ του νόμου να χορηγεί εξοφλητική απόδειξη με την ολοσχερή εξόφληση της δανειακής οφειλής εκ μέρους του δανειολήπτη. Τονίζεται, λοιπόν, σε αυτό το σημείο ότι πάγια θέση του ΚΕ.Π.Κ.Α Δυτικής Μακεδονίας είναι ότι η ως άνω συναλλακτική πρακτική των πιστωτικών ιδρυμάτων ελέγχεται ως καταχρηστική και ως εκ τούτου πρέπει να αναδειχτεί και εν συνεχεία να απαλειφθεί.
Για το ΚΕΠΚΑ Δυτικής Μακεδονίας
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ