-Κάτι αναπολείς Χάμπο. Σε καταλαβαίνω πια…
-Ναι Κάκκο. Ανοιχτό βιβλίο είμαι πια! Ούτε η γυναίκα μου,η Θάλη, δε με διαβάζει τόσο εύκολα όσο εσύ!
-Λοιπόν; Για πες…
-Να πω Κάκκο. Δεν είν’ και κανένα μυστικό. Όμως, τι λες, να πίναμε καμία μπίρα;
-Φαίνεται το σηκώνει η ιστορία που θα πεις…
-Κάνει ζεστή. Μία παγωμένη μπίρα είναι ότι πρέπει! Πετράκη, φέρε μας μια μπίρα τώρα και μιαν ακόμα σε λίγο, να μη ζεσταίνεται. Δύο καθαρά…
-Μεζέ, κασεράκι;
-Το καλύτερο! Κασεράκι…
-Λοιπόν, Κάκκο. Παιδί ακόμα, στο Ριζάρι. Γύρω στα δέκα ήμουν πάνω – κάτω. Κάθε καλοκαίρι, κάψα, υγρασία και από πάνω να πρέπει να μαζευτούν τα ροδάκινα.
-Και πόσο βαστούσε αυτό Χάμπο. Καμιά βδομάδα;
-Όχι, Κάκκο. Μήνες βαστούσε η συγκομιδή. Ανάλογα τα χωράφια είχαμε διάφορες ποικιλίες. Αυτές ωρίμαζαν από τον Ιούνιο, τα πρώιμα, μέχρι το Σεπτέμβρη, τα όψιμα.
-Τόση διαφορά, Χάμπο; Τι ποικιλίες ήταν αυτές;
-Μετά τα πρώιμα τον Ιούνιο, σαν τέτοιες μέρες, μέσα Ιουλίου δηλαδή, μαζεύαμε τα Ρεντ Χέιβεν, μετά, αρχές Αυγούστου τα Αλμπέρτα και μετά, μέσα Αυγούστου, τα καλύτερα, για μένα τουλάχιστον, τα Χαλ!
-Τα Χαλ σ’ αρέσανε πιο πολύ ε, Χάμπο;
-Ξες γιατί, Κάκκο. Όταν ήταν καλά ώριμα, έπιανες τη φλούδα από μιαν άκρη και ξεφλουδίζει όλο το ροδάκινο με τη μία. Με μια κίνηση, φραααπ! Γυμνή η σάρκα. Άρωμα Κάκκο. Το έχω ακόμα…
-Στην μύτη σου ε;
-Στην μνήμη μου Κάκκο. Μία δαγκωνιά έκανες, μέλι το ζουμί του, γέμιζε άρωμα το στόμα. Πλούσια σαρκωμένο!
-Και πως μαζεύετε, Χάμπο;
-Με το χέρι, από τη γη, ή πάνω από σκάλες τα ψηλά κλαδιά.
-Δύσκολο!
-Το πιο δύσκολο δεν ήταν η ζέστη και η υγρασία. Το πιο δύσκολο, Κάκκο, ήταν το χνούδι.
-Άαα, το χνούδι, Χάμπο!
-Σ’ έτρωγε το άτιμο. Σ’ ερχόταν να ματώσεις στο ξύσιμο! Αλλά δεν έπρεπε να κάνεις αρχή.
-Και τι έκανες Χάμπο;
-Υπομονή έκανες, Κάκκο. Υπομονή!
-Και μετά πλενόσουνα στη σκάφη, Χάμπο, στο σπίτι; Ή μήπως με το λάστιχο,έξω, στη βρύση. Νερά είχατε άφθονα στο Ριζάρι, απ’ ότι ξέρω.
-Ούτε το ένα, ούτε το άλλο, Κάκκο. Άλλη ήταν η λύση. Δηλαδή, τι λύση. Εδώ μιλάμε για απόλαυση.
-Τι, βρε Κάκκο; Τι ήταν που έδινε τόση απόλαυση;
-Το μπάνιο στο ποτάμι Χάμπο. Το ’65, το ποτάμι ήταν ακόμα καθαρό. Μόλυνση δεν υπήρχε. Αυτό, δυστυχώς, έγινε αργότερα. Με την πρόοδο!
-Και ήταν βαθύ; Μπορούσες να κολυμπήσεις;
-Ανάλογα τη μέρα, την ώρα και το σημείο, μπορεί να είχε και δύο μέτρα βάθος σε σημεία! Υπήρχε σημείο που είχε ένα μικρό καταρράκτη. Έπεφτε από ύψος δύο μέτρα και πάνω το νερό στο κεφάλι σου αν έμπαινες από κάτω. Εκεί κάναμε βουτιές απ’ τα πλατάνια! Τι να σου λέω…
-Τι λες τώρα, Χάμπο. Βουτιές απ’ τα πλατάνια. Καταρράκτες, κρύο νερό και γύρω – γύρω κάψα…Κι η τσακαλοπαρέα να κολυμπάτε. Χαλάλι το χνούδι, ε Χάμπο;
-Χαλάλι, Κάκκο. Έκανες υπομονή στο μάζεμα και περίμενες τη στιγμή της πρώτης βουτιάς στο ποτάμι….