Χθες, στο Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών του Βερολίνου (DIW Berlin), παρουσιάστηκε εκ μέρους της Διευθύντριας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, κας Christine Lagarde, ο νέος Μηχανισμός Δημοσιονομικής Σταθερότητας για την Ευρώπη. Ο νέος αυτός μηχανισμός, στόχο έχει την προσωρινή στήριξη όσων οικονομιών αντιμετωπίσουν δημοσιονομικής φύσεως προβλήματα, με τρόπο ώστε να τους παρέχεται η τεχνική και χρηματοδοτική βοήθεια που απαιτείται για την επίτευξη της δημοσιονομικής τους προσαρμογής και της αποκατάστασης της μακροοικονομικής τους σταθερότητας. Ο μηχανισμός αυτός, (Central Fiscal Stabilization Capacity- CFC, (βλ. εδώ) όπως ονομάζεται, ουσιαστικά θα αποτελέσει το «Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» της Ευρώπης. Οι πόροι του ταμείου αυτού θα προέλθουν από την τακτική συνεισφορά των κρατών-μελών και σε περίπτωση κρίσεων, σαν αυτή που βίωσαν οι περιφερειακές οικονομίες της Ευρωζώνης την τελευταία δεκαετία, θα ενεργοποιείται μια χρηματοδοτικής φύσεως συνδρομή, κατόπιν υιοθέτησης πολιτικών δημοσιονομικής προσαρμογής- αιρεσιμότητας (Μνημόνιο) εκ μέρους των ληπτών της βοήθειας.
Τα θέματα που αναφύονται από την πρόταση ίδρυσης του εν λόγω μηχανισμού είναι εξαιρετικά κρίσιμα και ουσιαστικά αφορούν τη χώρα μας ενώ τους επόμενους μήνες οι εξελίξεις που θα ακολουθήσουν σε πολιτικό επίπεδο θα μας ξαφνιάσουν, εύχομαι όχι δυσάρεστα.
Το πρώτο ζήτημα που ανακύπτει είναι αυτό της μελλοντικής μας παραμονής στην Ευρωζώνη. Καθώς στόχοι του μηχανισμού θα είναι:
α) Η διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και η αποφυγή του ζητήματος του «ηθικού κινδύνου», ο CFC θα απαιτεί την αυστηρή συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς κανόνες.
β) Η διασφάλιση της αρχής της μη διάκρισης, η χρηματοδοτική συνδρομή θα ενεργοποιείται αυτόματα βάσει ενός αμερόληπτου κυκλικού δείκτη.
γ) Η διασφάλιση του προσωρινού της χρηματοδοτικής συνδρομής, η χώρα που θα λαμβάνει βοήθεια στις δύσκολες εποχές θα πρέπει όταν ανακτά την μακροοικονομικής της σταθερότητα να πληρώνει ένα επιπλέον «ασφάλιστρο χρήσης»!, τίθεται το ερώτημα: Αν χρειαστεί η Ελλάδα στο κοντινό μέλλον να κάνει χρήση της χρηματοδοτικής συνδρομής από τον εν λόγω μηχανισμό, της διασφαλίζεται η μακροπρόθεσμη παραμονή στην Ευρωζώνη στην περίπτωση που αδυνατεί να πιάσει τους δημοσιονομικούς στόχους που υποχρεούται βάσει του Δημοσιονομικού Συμφώνου και που θα συμφωνηθούν στο πλαίσιο παροχής συνδρομής από τον εν λόγω μηχανισμό;
Για να το πω πιο απλά, σήμερα κατά «παρέκκλιση» των Ευρωπαϊκών Συνθηκών, η Ελλάδα έχει λάβει χρηματοδοτική στήριξη με τη μορφή Μνημονίου, αρχικά από τον ad hoc μηχανισμό στήριξης του 2010, και στη συνέχεια από τα ταμεία-μηχανισμούς που δημιουργήθηκαν για το σκοπό αυτό (EFSF και ESM) το 2012 και το 2015 αντίστοιχα. Αυτή η στήριξη όμως δεν ήταν ασυμβίβαστη με την παραμονή μας στην Ευρωζώνη καθώς είχε εξαιρετικό χαρακτήρα αφενός και αφετέρου επιλέχθηκε πολιτικά (σε επίπεδο Ευρωζώνης- και όχι μόνο) η παραμονή μας στην τελευταία. Παρότι φλερτάραμε, ιδίως τον Ιούνιο του 2015, με την έξοδο από την Ευρωζώνη, επιλέχθηκε τελικά να μας παρασχεθεί ένα τελευταίο (το έχω γράψει δεκάδες φορές) Μνημόνιο για την παραμονή μας στο Ευρώ. Άλλο Μνημόνιο για την παραμονή μας στην Ευρωζώνη, από αυτά που αναφέρονται σ την πρόταση για το νέο μηχανισμό, δεν θα υπάρξει. Δηλαδή, εάν δεν κατορθώσουμε, έστω με τη βοήθεια μιας προληπτικής γραμμής (που εκ των πραγμάτων θα την πάρουμε, είτε μ’ αυτή είτε με μια άλλη κυβέρνηση) να βγούμε στις αγορές σύντομα, μια πιθανή είσοδό μας στον εν λόγω μηχανισμό εκτός του ότι δεν διασφαλίζει την παραμονή μας στο Ευρώ, ενδέχεται να λειτουργήσει για αυτόν ακριβός το λόγο: Για να εγκαταλείψουμε την Ευρωζώνη δίχως να μεταφερθεί πιθανός οικονομικός κίνδυνος στις υπόλοιπες οικονομίες της. Κι αυτό διότι ο μηχανισμός αυτός, δημιουργείται για αυτόν ακριβός το λόγο: Για να στηρίξει οικονομίες που αδυνατώντας να ακολουθήσουν τους κανόνες μιας αυστηρότερης δημοσιονομικής πειθαρχίας, και προκειμένου να διασφαλίσει τις υπόλοιπες που καλούνται να συνδράμουν εξαιρετικά, κατανέμει τα ρίσκα αναλόγως, στεγανοποιώντας την Ευρωζώνη από μετάδοση κρίσεων. Τούτο σημαίνει πως εάν μια οικονομία της Ευρωζώνης, που ζητώντας τη συνδρομή του μηχανισμού, δεν κατορθώσει να ανταπεξέλθει στην δημοσιονομική προσαρμογή που θα της επιβάλλεται, θα εξαναγκάζεται να εγκαταλείπει την Ευρωζώνη δίχως να δημιουργεί κίνδυνο για τις υπόλοιπες οικονομίες, αφού αφενός η χρηματοδοτική συνδρομή που θα λαμβάνει δεν θα είναι ανεξάντλητη (όπως τώρα που πάμε από Μνημόνιο σε Μνημόνιο) και αφετέρου, οι αιρεσιμότητες για την μακροοικονομική σταθερότητα δεν θα είναι αντικείμενο πολιτικών αποφάσεων, ώστε να φέρουν το πολιτικό κόστος οι εκάστοτε δανειστές.
Το δεύτερο ζήτημα που ανακύπτει είναι η ανησυχία των Ευρωπαίων για τις αλλαγές που παρατηρούνται στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον που από τη μία αφορούν τις πολιτικές προστατευτισμού, ιδίως της μεγαλύτερης οικονομικής δύναμης όπως είναι οι ΗΠΑ, αλλά και τα αποτελέσματα των περιοριστικών πολιτικών που ασκήθηκαν, ιδίως από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (αρνητικά επιτόκια, αποπληθωρισμός). Για να το πω πιο απλά, οι οικονομικές δυνατότητες είτε των ισχυρότερων κρατών είτε των χρηματοπιστωτικών φορέων εξαντλούνται. Συνεπώς σε μια ενδεχόμενη ύφεση που μπορεί να επέλθει ως αποτέλεσμα των ανωτέρω αναφερομένων πολιτικών (προστατευτισμός) να προκύψει μεγάλη δυσκολία αντιμετώπισής της. Η δυσκολία αυτή θα σήμαινε αυξημένα ελλείμματα για την ανάκαμψη των οικονομιών και ως εκ τούτου αυξημένες δανειακές ανάγκες και συνεπώς κόστος δανεισμού. Ο μηχανισμός λοιπόν, έρχεται για το λόγο αυτό, καθώς όπως αναφέρεται στην πρόταση, όταν σε μια χώρα με υψηλό δημόσιο χρέος ασκούνται προκυκλικές περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές τούτο μπορεί να εγείρει τις ανησυχίες των αγορών για τη δημοσιονομικής της σταθερότητα και ανάπτυξη. Και καθώς αυτό μεταφράζεται σε αυξημένο κόστος δανεισμού, ο μηχανισμός θα λειτουργεί με τρόπο ώστε εξασφαλίζοντας τις δανειακές ανάγκες της χώρας αυτής να μειώνει την ανάγκη για προκυκλικές δημοσιονομικές αντιδράσεις, έτσι ώστε να μην επιδρά η όποια προσαρμογή στην ανάπτυξη, πράγμα που με τη σειρά του θα βοηθήσει ώστε να μειώνεται το ρίσκο εξάπλωσης της κρίσης σε άλλες οικονομίες με αυξημένο χρέος, αφού το κόστος δανεισμού θεωρητικά δεν θα αυξάνεται όπως παρατηρήθηκε το 2010 και η πρόσβαση των υπολοίπων οικονομιών στις αγορές ομολόγων δεν θα επηρεάζεται.
Ο παραπάνω στόχος φωτογραφίζει τη χώρα μας, αφού εξαιτίας της Ελληνικής κρίσης του 2010 επηρεάστηκαν οι αποδόσεις των ομολόγων και των υπολοίπων κρατών της Ευρωζώνης. Τώρα με το μηχανισμό αυτό δημιουργούνται «στεγανά διαμερίσματα» με όρους ναυπηγικής, έτσι ώστε η μετάδοση πιθανής κρίσης σε κάποια από τις αδύναμες οικονομίες της Ευρωζώνης να μην επηρεάσει ποτέ ξανά το οικοδόμημα.
Η σοβαρότητα με την οποία η κυβέρνηση καθώς και οι επόμενες Ελληνικές κυβερνήσεις θα πρέπει να περιβάλουν το ζήτημα αφενός της «καθαρής» εξόδου της Ελλάδος στις αγορές και την αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία μακροπρόθεσμα και αφετέρου της δημιουργίας προϋποθέσεων ανάπτυξης και ανάκτησης της ανταγωνιστικότητάς μας, θα πρέπει να αποτελούν το διακύβευμα της πολιτικής τους ατζέντας. Θυσία της Ελληνικής οικονομίας και των Ελλήνων στο βωμό της κομματικής πολιτικής θα μας οδηγήσει, πέρα από το στάδιο της στασιμοχρεωκοπίας στο οποίο βρισκόμαστε σήμερα, στο στάδιο της εξόδου από την Ευρωζώνη. «Καθαρή έξοδος» δεν μπορεί να υπάρξει. Απόπειρα «καθαρής εξόδου», έστω και ολιγόμηνη, σημαίνει θυσία κόπων 10 ετών στο βωμό μιας παρατεταμένης προεκλογικής τακτικής, που θα κληροδοτήσει στους επόμενους το δίλλημα αυστηρότερων δημοσιονομικών μέτρων ή την υπαγωγή στον εν λόγω μηχανισμό που θα δημιουργηθεί, η έξοδος από τον οποίο δεν αποκλείεται να συνοδεύεται και με έξοδο από την Ευρωζώνη.
Μπροστά στο ενδεχόμενο αυτό, δεν είναι ντροπή (αν και αποκαλύπτεται και η τελευταία πράξη του δράματος της ιστορικής πολιτικής απάτης του 2015 και της χαμένης τριετίας) να παραδεχθούμε ότι δεν μπορούμε να βγούμε στις αγορές τον Αύγουστο δίχως τη λήψη μιας ενισχυμένης προληπτικής γραμμής αφενός και την δέσμευση για μακροπρόθεσμη αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία αφετέρου. Εύχομαι να μην γίνει η επικείμενη λήξη του τρίτου προγράμματος και η περιβόητη έξοδος στις αγορές αντικείμενο προεκλογικής πολιτικής στο βαθμό που θα ριψοκινδυνέψει την είσοδο της χώρας μας στο νέο αυτό μηχανισμό που πάει να στηθεί. Αν η υπαγωγή μας στα τρία Μνημόνια ήταν για να διασφαλιστεί η παραμονή μας αφενός στην Ευρωζώνη αλλά και η βιωσιμότητα της τελευταίας (καθώς ακόμη και το καλοκαίρι του 2015 ένα Grexit θα δημιουργούσε ένα κάποιο θέμα στην ισχνή ανάπτυξη η οποία χαρακτήριζε ΗΠΑ και Ε.Ε.), πιθανή είσοδό μας στον νέο αυτό μηχανισμό διασφαλίζει μόνο το τελευταίο, δηλαδή την θωράκιση της Ευρωζώνης και όχι την παραμονή μας στο Ευρώ! Ας αναρωτηθούμε λοιπόν σαν εκλογικό σώμα και κοινωνία τι θέλουμε.
Η δημιουργία του μηχανισμού αυτού, για τον οποίο θα επανέλθω ξανά και ο οποίος θα είναι τμήμα του διακυβεύματος των επομένων Ευρωεκλογών (και εμμέσως και των εθνικών εκλογών), θα μεταμορφώσει την οικονομική ολοκλήρωση της Ευρωζώνης αλλά και την ίδια την Ε.Ε.. Οι Ελληνικές κυβερνήσεις των επομένων δύο ετών οφείλουν να δώσουν τη δέουσα προσοχή στη δημιουργία του μηχανισμού αυτού καθώς δυστυχώς η καμπάνα χτύπησε για εμάς, χωρίς εμάς, με ό,τι αυτό σημαίνει όπως εξήγησα παραπάνω. Το σενάριο της προληπτικής γραμμής έως το 2021, είναι αυτή τη στιγμή το «best case scenario», το ορθολογικό παρά τον παραλογισμό των τελευταίων ετών, ενώ η όποια απόπειρα εξόδου σε περιβάλλον στασιμοχρεωκοπίας, θα φέρει το Grexit στις πραγματικές του διαστάσεις αφού στο μεταξύ θα έχει δημιουργηθεί και (θεσμοθετηθεί) και το ειδικό καθεστώς σχέσης μεταξύ Ε.Ε. και Ηνωμένου Βασιλείου.
του Γιάννη Τζιουρά,
Διεθνολόγος- Πολιτικός επιστήμονας
Υπ. Δρ. Νομικής ΑΠΘ