‘-Γεια σου Γιάννε. Να σου πω κάτι;
-Γεια σου Χάμπο. Να μου πεις. Γιατί να μη μου πεις;
-Γιάννε, ήθελα να σε ρωτήσω…Κάτι ήθελα να σε ρωτήσω βρε Γιάννε…
-Ρώτα Χάμπο. Τι είναι;
-Αυτό παθαίνω τελευταία. Ξεχνάω. Πολύ ξεχνάω. Μέχρι να σου πω γεια, ξεχνάω τι ήθελα να πω…
-Ε, δεν πειράζει Χάμπο. Θα σου ΄ρθει αργότερα.
-Μπα Γιάννε. Πάει πια. Κόπηκε το σύρμα. Δε θα το θυμηθώ. Αλτσχάϊμερ Γιάννε.
-Έλα πια Χάμπο. Συ θυμάσαι τι έκανες πριν πενήντα χρόνια. Τι Αλτσχάϊμερ μου λες;
-Έτσι είναι αυτό Γιάννε. Το διάβασα. Ξεχνάς τι έφαγες χθες και θυμάσαι το μάθημα της πέμπτης δημοτικού. Θες να σου πω για το νομό Πέλλας τώρα. Όχι θες να στο πω να δεις;
-Μπα Χάμπο. Δε θέλω για το νομό Πέλλας. Κάτι άλλο αν είναι πες. Κάτι πιο νόστιμο.
-Τότε Γιάννε θα σου πω κάτι που μου ‘ρχεται συνέχεια στο μυαλό τελευταία.
-Για πες το Χάμπο. Πες κάτι καλό.
-Στο πατρικό μου. Θυμάμαι που έρχονταν επίσκεψη τα αδέλφια της μάνας μου σε μας.
-Έρχονταν συχνά;
-Έρχονταν για. Μάνα μου έφτιανε με το τίποτα μεζεδάκια. Όλοι του ούζου ήταν Γιάννε.
-Και πίναν κάμποσο Χάμπο;
-Σαν άρχιζαν, δε σταματούσαν Γιάννε.
-Και ήσασταν πολλοί νοματ’;
-Μπα. Η μάνα, μου, ο πατέρας μου, ο θειος μου, η θεια μου, ίσως κανένας γείτονας, κι εγώ. Καρέκλες δε ήτανε πολλές στο σαλόνι κι έτσι δυο – τρεις καθόμασταν στον καναπέ και φέρναμε εκεί το τραπέζι, μπροστά μας.
-Καθόσουν και συ Χάμπο με τους μεγάλους;
-Γιάννε…εμείς οι Πόντιοι δε βάζουμε τα παιδιά χώρια. Πάντα κάθονται με τους μεγάλους. Ίσα κι όμοια.
-Σωστά Χάμπο. Σωστά. Και μετά;
-Μετά, Γιάννε, τρώγανε τα μεζεδάκια με ρέγουλα και πίναν το ούζο δίχως.
-Ούζο δίχως γλυκάνισο Χάμπο γίνεται;
-Όχι ρε. Δίχως ρέγουλα. Κι οι ώρες περνούσαν. Κι έρχονταν και κάποιο ακόμα μεζεδάκι, που η μάνα μου κάπως το σκαρφίζονταν. Απ’ το τίποτα.
-Κάθονταν και τα πίνανε ώρες δηλαδή!
-Ναι Γιάννε. Μέχρι τη μία μετά τα μεσάνυχτα. Μη σε πω και παραπάνω.
-Και συ, μικρό παιδί έμενες ξύπνιος τέτοια ώρα.
-Γω, έβαζα ένα μαξιλάρι στον καναπέ για να φτάνω να φάω. Σα πήγαινε έντεκα έγερνα πίσω από τις πλάτες των μεγάλων, είχα και το μαξιλάρι πρόχειρο…
-Κι εκείνοι τα πίνανε και κάνανε το “παρακάθ”.
-Ναι Γιάννε. Και φώναζαν, και γέλαγαν, και κτυπούσαν και το χέρι στο τραπέζι απ΄ τα γέλια.
-Και συ τι έκανες μες το χαλασμό αυτό Χάμπο;
-Γω , με νανούριζαν γλυκά όλ’ αυτά και κοιμόμουν όμορφα – όμορφα και ‘κείνοι μιλούσαν…