«Ἦταν δέφτιρ’ ἀξαδέρφ’ τς μάνναζμ’. Οἱ μάννις τις ἦταν πρῶτις ἀξαδέρφις ἀπ’ τοὺ Δέλνου. Στοὺ χουργιό μας εἶχαν κια οἱ δγυό τς θχειάκου ‘μΠαδημητρουβασίληνα. Ἡ ἄντρας τς πέθανι νέους κι χήρηψι πουλὺ νουρίς. ‘Νἄφκι ἕξ πιδγιά κι κουρίτσια. Ἡ Γκουτσιουνουθύμνιους 1918 ἀπ’ πῆρι ‘νΤσαμουϊάννου, ἡ Θουδώρα 1920 ἀπ’ πῆρι τοὺν Ξινουγκουντῆ, ἡ Βασιλκὴ π’ παντρέφκι τοὺν Βασίλ’ τ’ΤζιουνουβασιλουΓιώρ’, ἡ Βάϊους 1923 ἀπ’ πῆρι ‘νΤασιούλα 1927 τ’Καρανάτσ’, ἡ Βασίλτς ἀπ’ πῆρι ν’Οὐλουγούλα 1923 κι ἡ Θανάσου 1930 ἀπ’ πῆρι τοὺν Ζιακαντρέα. Τ’ἀνάστσι ὅλα μαναχιὰ κι ἀπόχτσαν οἰκουγένιις, κι κουπάδγια γίδγια κι ἄλλου βγιός! Ὅλα πρόκουψαν μαναχάτα. Πῶς γένιτι κι αὐτό; Ὀ ρα ἅμα θέλ’ ἡ Θιός!!!
Τώραϊας ‘νΤρανὴ τ’Σαρακουστὴ ἅμα ἔφκιαναν καμνιὰ κατσιαμάκα, ἀποὺ καλαμκίσιου ἀλέβρ’, γιὰ νὰ ψυχουπχιάσν’ ψίτσα, ἔρχουνταν ἡ θχειάκου μας ἡ Γκουτσιουνουβαγγέλινα στ’ μάνναμ’ κι τ’φώναζι, «Μὸ Στέργινα, ἄει πᾶμι σν ἰκκλησιὰ μὰ νὰ φκιάσουμι τς μιτάνις». Πάηναν στοὺν παλιὸ τοὺν ἁηΓιώρ’ ἀπ’ ἦταν στρουμένους μὶ ντόπχις πλᾶκις καταῆς, ναὶ χαλιά, ναὶ μουκέτις, ναὶ καλουριφέργια, ναὶ μουρέλα, ναὶ καντίπουτας. Ἔβγαναν τὰ κουρδέλλια τς σν ἄκρια κι ἔφκιαναν ἀποὺ κάνα σαρανταριὰ στρουτὲς μιτάνις καταῆς στς πλᾶκις. Αὐτόϊας γένουνταν ὅλ’ ‘νΤρανὴ τ’Σαρακουστὴ μέχρι ‘μΠασκαλιά.
Παλιὸς κουσμάκς, μάνναμ’, κι τιμουρζμένους, σὰν τοὺ τσιμπούρ’ σμ προυβγιά.
Θιὸς σχουρέστς ὅλ’. Κι νὰ μᾶς καρτιροῦν».
Ἄει δόξα Τουν,
τ’Βαϊοῦ σήμιρα 12.4.2020 κι ἱτοιμαζουμέστι γιὰ ‘μΠασχαλιά,
ἀλλὰ ὅλ’ ἀπουκλειζμέν’ ντὶπ μέσα
ἀπ’ τοὺν βλουημένου τοὺν κουρουνουιό. Ἔχ’ ἡ Θιός.
παπαδγιὰ Ἀφρουδίτ’
ἀ κι ἡ γιός τς ἀρ.νι.μα.