‘-Σκεφτικό σε βλέπω, Κάκκο, ή είν’ η ιδέα μου;
-Έεε Χάμπο, συ με ξέρεις σα τη τσέπη σου. Τι να σε πω; Πράματι κάτι σκεφτόμουν…
-Καλά, βρε Κάκκο, αν δε θε να πεις μη λες. Δε θα επιμείνω. Έτσι ρώτησα. Κουτουρού.
-Όχι, βρε Χάμπο. Θα σε πω. Τι; Ξένοι είμαστε; Αλλά να, έτσι, ξέρεις, είν’ κάτι φορές που σε πιάνει…να θες πράματα.
-Να θες, έεε;
-Ναι για. Πράματα!
-Εννοείς, πράματα που σου λείπουν. Που δε τα ‘χεις;
-Ναι για. Η αλήθεια είναι, κάνεις πια δεν έχει και τόσα πολλά. Μας λείπουν πολλά. Γι’ αυτό…
-Καταλαβαίνω, Κάκκο, όπως το λες είναι. Δεν έχεις άδικο. Θες πράματα!
-Θα ‘θελα, ας πούμε, να μπορώ να πάω δέκα μέρες διακοπές σ’ ένα ενοικιαζόμενο στη θάλασσα.
-Πρώτα απ’ όλα, ένσταση. Εμείς συνταξιούχοι είμαστε. Διακοπές από τι;
-Σωστά. Να το πω αλλιώς. Να πάρω τη Θεγοδοσία και την κόρη μου τη Διαλεχτή και να πάμε σα τον καλό τον κόσμο, παραθέριση, στη θάλασσα. Να νοικιάσουμε ένα δωματιάκι…
-Έεε, Βε Κάκκο. Και στα όνειρα φρένο μας βάλανε!
-Γιατί το λες αυτό, Χάμπο.
-Το λέω γιατί, αφού στα ψέματα λες τι θα ‘ θελες. Τζάμπα είν’,βρε Χάμπο. Πες κάτι παραπάνω. Βάλε κάτι…
-Είδες, Χάμπο. Μιζέρια. Και στα όνειρα φτωχοί γίναμε. Και τι να πω; Για πε εσύ. Τι να πω;
-Πες, να ‘χει δικό σου ένα όμορφο, μοντέρνο εξοχικό, δίπλα στη θάλασσα. Σ’ ένα ωραίο νησί στις Κυκλάδες, πες… Πες! Τζάμπα είναι. Όνειρο είναι.
Ναι, Χάμπο. Ένα ωραίο σπίτι, μιαν ανάσα απ’ τη θάλασσα. Έτσι να κάνεις, να χαϊδεύεις το κύμα. -Και ξέρω πόσο σ’ αρέσει το ψάρεμα. Ψέματα, Κάκκο;
-Όχι, Χάμπο. Πολύ Μ’ αρέσει. Πολύ! Γι’ αυτό θα πω…ας υπήρχε και ένα σκάφος. Να μπορώ να ανοίγομαι χωρίς κίνδυνο, στα βαθειά, για τα μεγάλα τα ψάρια…
Ας υπήρχε, Κάκκο. Μη λογοκρίνεις τα όνειρα σου…
-Κι αν είναι έτσι, ας υπήρχε, βρε Χάμπο, και μια πισίνα. Άμα ήταν αέρας πολύς και κύμα στη θάλασσα, να μη χάνω το μπάνιο μου…Έεε; Μήπως ζητάω πολλά;
-Ας υπήρχε, Κάκκο. Όνειρο είναι. Ζητά πράματα!
-Τότε, ας υπήρχε και μια μαγείρισσα, να ξεκουραστεί και η δόλια η Θεγοδοσία, που μας μαγειρεύει από παιδί, ασταμάτητα για να τρώμε εμείς.
-Ας υπήρχε, Κάκκο. Μια καλή μαγείρισσα. Να σας κάνει φαγητά, να γλύφεις τα δάχτυλα σου…
-Κι ας υπήρχε και ένας κηπουρός να κόβει το χορταρι. Εξήντα τέσσερα έγινα, Χάμπο, βαρύ μ’ έρχεται το ξεβοτάνισμα. Μάνα – μάνα κουράστηκα και που το είπα. Ας υπήρχε και μια υπηρεσία, να ξεκουράζει τη Θεγοδοσία.
-Ας υπήρχε, Κάκκο να ξεκουραστείτε, εσύ και η Θεγοδοσία.
-Κι ας υπήρχε και ένας οδηγός να μας πηγαίνει με τ’ αμάξι στις ταβέρνες. Εγώ δεν έχω δίπλωμα για.
-Ας υπήρχε, Κάκκο. Χαλάλι σου. Ας υπήρχε. Άλλους θες;
-Μάνα – μάνα. Πόσοι μαζεύτηκαμε, βρε Χάμπο, μέσα σ’ αυτό το σπίτι. Συνωστισμός έγινε, ξαφνικά. Μπουκώθκα. Θα να τους διώξω! Μήπως να το ξανασκεφτώ;