Ο δημόσιος διάλογος της προηγούμενης εβδομάδας αφορούσε το ταξίδι του πρωθυπουργού στην Ευρωπαϊκή Σύνοδο της Λετονίας, με στρατιωτικό αεροσκάφος C-130. Ο πρωθυπουργός αναγκάστηκε να ταξιδέψει με το εν λόγω στρατιωτικό αεροσκάφος, διότι τα τρία ελληνικά αεροσκάφη που χρησιμοποιούνται για τον συγκεκριμένο σκοπό, ήταν εκτός λειτουργίας. Το συγκεκριμένο ζήτημα ήταν μια πολύ καλή αφορμή ώστε να διαπιστώσει η ελληνική κοινωνία το τεράστιο πρόβλημα που υπάρχει με την διαθεσιμότητα των ελληνικών αεροσκαφών, λόγω έλλειψης ανταλλακτικών. Ας πάρω τα πράγματα από την αρχή…
Μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1990, όλοι οι Έλληνες κυβερνητικοί αξιωματούχοι μεταφέρονταν σε διεθνείς προορισμούς αποκλειστικά με στρατιωτικά μεταφορικά αεροσκάφη. Συνήθως με το C-130, το οποίο η Ελλάδα διαθέτει σε επαρκείς αριθμούς. Είναι γεγονός ότι η συγκεκριμένη λύση είναι σχετικώς προβληματική, για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι πως οι συνθήκες μέσα στα συγκεκριμένα αεροσκάφη είναι δύσκολες ώστε να ταξιδέψει κάποιος ηγέτης ή πολιτικός με το επιτελείο του. Ο θόρυβος που παράγουν είναι εκκωφαντικός, ενώ οι θέσεις έχουν διαμορφωθεί για οπλισμένους στρατιώτες και όχι για «κουστουμαρισμένους» πολιτικούς (ακόμα και χωρίς γραβάτα…). Ο δεύτερος λόγος είναι πως είναι πλήρως αντιοικονομικά. Κάθε ώρα πτήσης για ένα C-130 κοστίζει 10000 ευρώ, αντίθετα με το κόστος ενός ελαφρού πολιτικού αεροσκάφους που δεν ξεπερνά τα 2-3 χιλιάδες ευρώ. Αυτό σήμαινε πως ένα «απλό» ταξίδι 40 ωρών με C-130 για την Αμερική, κόστιζε στο ελληνικό κράτος 400 χιλιάδες ευρώ, μόνο για τα καύσιμά του!
Οι παραπάνω δύο λόγοι, μαζί με την εξοπλιστική φρενίτιδα που ακολούθησε την κρίση των Ιμίων το 1996, οδήγησαν το ελληνικό κράτος στην αγορά 3 αεροσκαφών για τις μετακινήσεις κυβερνητικών αξιωματούχων. 2 μέσης μεταφορικής δυνατότητας τύπου Embraer και ενός πανάκριβου δικινητήριου αμερικανικού Gulfstream, που τότε κόστισε στην Ελλάδα 55 εκ ευρώ. Το τελευταίο αεροσκάφος χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για τις μετακινήσεις του πρωθυπουργού, και αποκαλούνταν ως το ελληνικό «Air Force One», στα πρότυπα του αντίστοιχου αμερικανικού πρωθυπουργικού αεροσκάφους.
Αυτά βέβαια ίσχυαν στην εποχή προ-κρίσης, όπου το ελληνικό κράτος μαζί με την ελληνική κοινωνία ζούσαν στην «νιρβάνα» του υψηλού βιοτικού επιπέδου, με δανεικά χρήματα. Φτάσαμε λοιπόν στην κρίση, και το σύνολο των τριών αεροσκαφών καθηλώθηκε. Και καθηλώθηκε λόγω έλλειψης συντήρησης, που προκύπτει από την έλλειψη χρημάτων. Να σημειώσω πως και τα τρία συγκεκριμένα αεροσκάφη υπάγονται στην ελληνική Πολεμική Αεροπορία (ΠΑ), η οποία και έχει αναλάβει την συντήρησή τους. Πιο συγκεκριμένα, τα δύο Embraer βρίσκονται καθηλωμένα στις εγκαταστάσεις της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας (ΕΑΒ), ενώ το Gulfstream έχει «εγκλωβιστεί» εδώ και χρόνια στην Ισπανία, όπου η εταιρεία συντήρησής του απαιτεί από την ελληνική κυβέρνηση την καταβολή του ποσού που απαιτείται για να ολοκληρώσει την συντήρηση και να το παραδώσει.
Προσωπικά σε όλα τα παραπάνω, δεν θα έδινα ιδιαίτερη σημασία. Έτσι και αλλιώς η αγορά τριών αεροσκαφών για μετακινήσεις κυβερνητικών αξιωματούχων υπήρξε εξ’αρχής υπερβολή. Δυστυχώς και αυτή εντάσσονταν στις προσπάθειες του ελληνικού κράτους να το «παίξει ανεπτυγμένο και πλούσιο» με δανεικά λεφτά. Ιδίως η αγορά του πανάκριβου Gulfstream υπήρξε περιττή. Ωστόσο το πρόβλημα έγκειται αλλού.
Στο ότι τα παραπάνω αεροσκάφη ακολουθούν τον «δρόμο» των υπόλοιπων πτητικών μέσων της Πολεμικής Αεροπορίας που αντιμετωπίζουν τεράστιο πρόβλημα διαθεσιμότητας λόγω έλλειψης καυσίμων και ανταλλακτικών. Και αν τα Embraer και το Gulfstream μπορούν να αντικατασταθούν με ένα C-130, τα F-16 και Mirage-2000 δεν μπορούν. Η Τουρκία ακόμα και την προηγούμενη εβδομάδα προχώρησε σε μαζικές παραβιάσεις του ελληνικού Εθνικού Εναερίου Χώρου, που σε κάποιες περιπτώσεις οδήγησαν σε σκληρές εμπλοκές (επειδή τα τουρκικά αεροσκάφη αρνήθηκαν να αποσυρθούν ), ενώ είχαμε και υπερπτήσεις επάνω από ελληνικά νησιά. Δυστυχώς, η Τουρκία γνωρίζει πολύ καλά τι συμβαίνει με την διαθεσιμότητα της ελληνικής ΠΑ, και οι μαζικές παραβιάσεις της τον τελευταίο καιρό, εντάσσονται στο σχεδιασμό της να αγγίξει τα όρια διαθεσιμότητάς της ελληνικής ΠΑ. Με απλά λόγια, «δοκιμάζουν» την ελληνική ΠΑ ώστε να φθείρουν τους ελάχιστους πόρους της και να διαπιστώσουν πόσα ελληνικά αεροσκάφη μπορούν να πετάξουν…
Η προηγούμενη κυβέρνηση – μέσα σε καθεστώς οικονομικής ένδειας – έκανε κάποια σοβαρά βήματα για να ενισχύσει την ΠΑ με ανταλλακτικά. Πιο συγκεκριμένα, το 2013 υλοποίησε μια σύμβαση 250 εκ δολαρίων για την συντήρηση των κινητήρων των F-16, ενώ το Νοέμβριο του 2014 αιτήθηκε από τις ΗΠΑ την αγορά ανταλλακτικών για τα F-16, κόστους 150 εκ ευρώ. Δυστυχώς αυτή η αγορά δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί, καθώς 2 μήνες αργότερα η κυβέρνηση άλλαξε. Εύχομαι η νέα ελληνική κυβέρνηση να αντιληφθεί την κρισιμότητα των περιστάσεων, και να προχωρήσει στην στοιχειώδη συντήρηση των μέσων της ΠΑ και των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων συνολικά. Και ας αφήσει τα VIP εκεί που βρίσκονται…