Το σύνολο, σχεδόν, των οικογενειών που ασχολούνταν με την γεωργία, καλλιεργούσαν και αμπέλι, από ένα μέχρι και τέσσερα στρέμματα, με σκοπό, όχι τόσο για τα έσοδα, από την πώληση των σταφυλιών, όσο για τη χρήση τους από την οικογένεια, τους συγγενείς και τους φίλους, καθώς και για τα υποπροϊόντα που προέκυπταν από αυτά, όπως, το κρασί, το τσίπουρο, το πετμέζι, το ρετσέλι, το παστέλι και άλλα.
Οι αμπελώνες του Ανατολικού βρίσκονταν, αριστερά από την είσοδο του χωριού σε κοντινή απόσταση από αυτό με συνέπεια να ήταν εύκολη η μεταφορά τους για την καθημερινή, σχεδόν, χρήση τους.
Το σύνολο, σχεδόν, της παραγωγής ήταν “τύπου” μαύρο- το ονομαζόμενο, Βουλγάρικο με καλή απόδοση για κρασί και για όλα τα αναφερόμενα υποπροϊόντα του, χωρίς να υστερεί και σε γεύση, αλλά και κολατσιό με τυρί και ψωμί, υπήρχε ακόμα η ποικιλία, “πατίκι” σε χρώμα άσπρο (αν μπορούμε να το προσδιορίσουμε έτσι) που ήταν κάτι το διαφορετικό σε γεύση και το ακριβότερο στην αγορά, όπως και το “Ροζέ” και διάφορες άλλες ποικιλίες σε πολύ μικρή ποσότητα.
Ο τρύγος, ή, το μάζεμα των σταφυλιών γίνονταν το μήνα Οκτώβριο με πανηγυρικό, θα λέγαμε τρόπο, αφού σε αυτό συμμετείχαν συγγενείς και φίλοι.
Στη φώτο μας, από αριστερά, την συγγενική – φιλική παρέα αποτελούν: Τα δύο πανέμορφα μικρά κοριτσάκια Τασούλα και η Παναγιώτα Μιμικάρη στην πρώτη γραμμή και ακολουθούν, η Μιμικάρη Κωνσταντίνα (Κωστούλα), ο Καπλανίδης Ευστράτιος (Στράτος), ο Κάβουρας Κώστας, η Μιμικάρη Μαίρη-Γκουνάγια- δασκάλα του χωριού και ο γαμπρός του χωριού και δάσκαλος Γκουνάγιας Μανώλης με καταγωγή από την Θεσσαλονίκη.