Πολλά ερωτηματικά κυρίως στην διεθνή επιχειρηματική κοινότητα, που έχει εμπιστευτεί ξανά την χώρα μας, έχουν δημιουργήσει τόσο οι συνεχείς αλλαγές στους ισχύοντες νόμους και διατάξεις που διέπουν τις ΑΠΕ όσο και οι ανακοινώσεις των πολιτικών ηγεσιών στην ΔΕΘ.
Ειδικότερα, ο τελευταίος νόμος περί προτεραιοτήτων για την έκδοση όρων σύνδεσης αλλά και η εφαρμογή απευθείας φόρου στην παραγωγή (2ευρώ ανά MWh) για τα έργα που συνάπτουν διμερή συμβόλαια έχει δημιουργήσει έντονο κλίμα δυσαρέσκειας και ανησυχίας.
Μπορεί οι αρχικές προθέσεις και η ανάγκη να μπουν όρια στην προτεραιότητα στον ηλεκτρικό χώρο να ήταν σωστές, παρόλα αυτά το αποτέλεσμα δεν ήταν το αναμενόμενο από την αγορά.
Ξεκάθαρα προτεραιότητες θα πρέπει να παίρνουν έργα με υπογεγραμμένα διμερή συμβόλαια (PPAs). Τα έργα αυτά είναι μη επιδοτούμενα, άρα δεν επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό αλλά και βοηθούν άμεσα την βιομηχανία και τους καταναλωτές με χαμηλές σταθερές χρεώσεις σε βάθος δεκαετίας.
Για να ενταχθεί ένα έργο στην παρούσα κατηγορία πρέπει ο επενδυτής να είναι σε θέση να εκδώσει 3+1 διαφορετικές εγγυητικές επιστολές ή εγγυήσεις σε σύντομα χρονικά διαστήματα και να διαπραγματευτεί / διαμορφώσει τους όρους του διμερούς συμβολαίου με τον τελικό καταναλωτή. Η διαδικασία αυτή είναι ταυτόχρονα χρονοβόρα και ιδιαίτερα απαιτητική, δεδομένου ότι δεν υπάρχει η ανάλογη εμπειρία σύναψης αντίστοιχων συμβολαίων στην εγχώρια αγορά, επομένως οι επενδυτές καλούνται να κινηθούν σε αχαρτογράφητα νερά στον ελάχιστο χρόνο των δύο μηνών.
Αλλά ας εξετάσουμε τα παραπάνω ζητήματα με λεπτομέρεια.
Η κάθε εταιρεία ανά MWp καλείται να εκδώσει:
- Εγγυητική Προτεραιότητας
- Εγγυητική Δικτύου
- Εγγυητική διμερούς σύμβασης (PPA)
- Και εγγύηση για την υπογραφή του PPA με τον τελικό καταναλωτή (offtaker).
Το ύψος των παραπάνω εγγυητικών ανέρχεται χονδρικά σε 350.000 ευρώ ανά ΜWp, ανάλογα με το μέγεθος του έργου υπό συζήτηση.
Σίγουρα οι εταιρείες που θα καταφέρουν να εκτελέσουν αυτόν τον άθλο και να πάρουν αυτό το επενδυτικό ρίσκο, δεν θα έπρεπε να δικαιούνται και ηλεκτρικό χώρο;
Τα ερωτηματικά όμως δεν τελειώνουν εδώ. Ας αποδεχτούμε ότι η ελληνική βιομηχανία απαιτεί έναν συγκεκριμένο αριθμό MW πράσινης ενέργειας για να καλύψει τις ανάγκες της. Έχει αναρωτηθεί ή υπολογίσει κανείς από τους ιθύνοντες ποιες από τις ελληνικές βιομηχανίες στις οποίες καλούνται οι παραγωγοί να πουλήσουν ρεύμα έχουν την οικονομική φερεγγυότητα (credit worthiness) που απαιτείται από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και έχουν επαρκή βαθμολογία πιστοληπτικής ικανότητας (credit rating);
Άρα καλώς η υποχρέωση στην εγχώρια κατανάλωση σε ποσοστό τουλάχιστον 80% και στους εγχώριους καταναλωτές, αλλά μήπως τελικώς η εγχώρια αγορά είναι πολύ μικρότερη από την αναμενόμενη; Και γιατί εάν μία ελληνική επιχείρηση που παράγει στην Ελλάδα, με έδρα την Ελλάδα να μην μπορεί να εξάγει και να πουλήσει ρεύμα σε μεγάλες πολυεθνικές όπως η Google ή η Amazon για παράδειγμα; Δεν αποφέρει αυτό σημαντική προστιθέμενη αξία στην ελληνική αγορά ενέργειας;
Διερωτόμαστε λοιπόν εάν οι παρακάτω περιορισμοί, χρονικοί, οικονομικοί, και πρακτικοί τελικώς ευνοούν αποκλειστικά συγκεκριμένους καθετοποιημένους ομίλους που ελέγχουν όλο το φάσμα, από την παραγωγή μέχρι και την κατανάλωση. Κοινώς: Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει.
Επιστρέφοντας στο ζήτημα των PPAs, αφού κάποιος έχει ξεπεράσει όλους τους παραπάνω σκοπέλους, έχει βρει credit worthy εγχώριους τελικούς καταναλωτές, αφού έχει διαπραγματευτεί τους εμπορικούς όρους ενός διμερούς συμβολαίου, αφού έχει διαπραγματευτεί και πληρώσει τις σχετικές τραπεζικές εγγυήσεις, του εγγυάται κανείς όρους σύνδεσης το κόστος των οποίων θα επιτρέπει την εκτέλεση και κατασκευή του έργου; Μεγάλο και αναπάντητο το ερώτημα.
Τέλος για λόγους διαφάνειας δεν θα έπρεπε με την ανακοίνωση και εφαρμογή του νόμου να λειτουργήσει και διαδικτυακή βάση καταχώρησης και απεικόνισης της σειράς των αιτημάτων και της ισχύος που παραμένει διαθέσιμη προς διάθεση ανά κατηγορία; Ιδιαίτερα στην κατηγορία B, όπου αντίθετα με τις υπόλοιπες, προτεραιότητα λαμβάνουν οι αιτήσεις με βάση την ημερομηνία κατάθεσης πλήρους φακέλου με τα επιπλέον έγγραφα που απαιτούνται στον διαχειριστή (εγγυητική επιστολή και προσχέδιο PPA) και όχι με βάση την ημερομηνία πληρότητας του αιτήματος.
Άρα έχουμε ένα πιθανό σενάριο επενδυτής να εκτελέσει όλα τα παραπάνω, να βρει αγοραστές να συνάψει προσχέδιο PPA, να πληρώσει τις εγγυητικές έως τις 12 Οκτωβρίου και είτε η κατηγορία να έχει ήδη κλείσει από άλλα αιτήματα, είτε να πάρει προτεραιότητα και μερικούς μήνες αργότερα να του έρθει μία προσφορά σύνδεσης με τόσο δυσμενείς όρους και ασύμφορο κόστος ανά MW την οποία δεν θα μπορέσει τελικά να κάνει αποδεκτή
Εδώ λοιπόν εντοπίζεται και το πρόβλημα.
- Η πρόταση μας λοιπόν είναι η αύξηση των διαθέσιμων MW της κατηγορίας Β σε επίπεδα που θα εξυπηρετήσει όλους όσους έχουν επενδύσει τον χρόνο και τα χρήματα για να ακολουθήσουν κατά γράμμα την διαδικασία.
- Η δημιουργία ενός διαφανούς συστήματος παρακολούθησης των αιτημάτων.
- Η δυνατότητα σύναψης διμερών συμβολαίων και με εταιρείες του εξωτερικού.
- Η δυνατότητα, σε συνεργασία με τον Διαχειριστή, εκτέλεσης ιδιωτικών υποσταθμών και δικτύων στα οποία ο επενδυτής που θα αναλαμβάνει το αρχικό κόστος κατασκευής θα εξασφαλίζει και την υπολειπόμενη ισχύ για έργα δικά του ακόμη και με μεταγενέστερο χρόνο ωρίμανσης. Το μοντέλο αυτό εφαρμόζεται με επιτυχία σε ώριμες αγορές του εξωτερικού όπως η Μεγάλη Βρετανία.
Νομίζω ότι η άμεση εγκατάσταση επιπλέον ΑΠΕ είναι το κύριο θέλημα και η προτεραιότητα όλων. Ας επιτρέψουμε λοιπόν σε αυτούς που θέλουν και μπορούν να το κάνουν, αφήνοντας το παθογενές περιβάλλον εμπορευματοποίησης του χώρου ισχύος από αεριτζήδες και μεσάζοντες.
EnergyPress – Υπάτιος Μωυσιάδης – Managing Partner Wattcrop