Δύο άρθρα με διηγήματα των μαθητριών του Γυμνασίου Ανατολικού βραβεύτηκαν στον Β΄ Πανελλήνιο Μαθητικό Λογοτεχνικό & Καλλιτεχνικό Διαγωνισμό της ΕΠΟΚ Ελλάδας, ο οποίος τελεί υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων Ελλάδας και την υποστήριξη του Σπιτιού της Κύπρου.
Το 1ο διήγημα είναι το παρακάτω:
«Αϊσά» – Ένα βραβευμένο μαθητικό διήγημα για τον ρατσισμό
Το παρακάτω διήγημα ανήκει στη μαθήτρια της Γ΄ τάξης του Γυμνασίου Ανατολικού Εορδαίας, Δαλάκα Ζωή και βραβεύτηκε στον Β΄ Πανελλήνιο Μαθητικό Λογοτεχνικό & Καλλιτεχνικό Διαγωνισμού της ΕΠΟΚ Ελλάδας, ο οποίος τελεί υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων Ελλάδας και την υποστήριξη του Σπιτιού της Κύπρου.
Αϊσά
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Σήμερα ήταν μία πολύ περίεργη ημέρα. Το πρωί που πήγα στο σχολείο ο καθηγητής μάς ενημέρωσε πως ήρθε ένα καινούριο παιδί στην τάξη μας. Όλοι είχανε χαρεί και ζητούσαν να το γνωρίσουν, όμως όταν μπήκε μέσα στην τάξη, είχαν απογοητευτεί. Κάποιοι άρχισαν να γελάνε, άλλοι να σχολιάζουν και άλλοι να την κοιτούν από πάνω μέχρι κάτω. Μπόρεσα να καταλάβω πόσο άσχημα ένιωσε, όταν είδε όλους τους συμμαθητές μου να την κοροϊδεύουν, επειδή χαμήλωσε το κεφάλι της και πήγε να κάνει ένα βήμα για να γυρίσει πίσω και να φύγει. Όμως ο καθηγητής μας εκείνη τη στιγμή μας μάλωσε για τη στάση μας απέναντι στο νέο μέλος του σχολείου μας, χωρίς καν να ξέρουμε τι άνθρωπος είναι.
Την πήρε από το χέρι και την έφερε μπροστά στον πίνακα, για να την βλέπουμε όλοι. Όταν της ζήτησε να μας συστηθεί και να μας πει δύο λόγια για τον εαυτό της, δείλιασε και φοβήθηκε. Στην αρχή η φωνή της έτρεμε και το κλίμα παρέμενε ψυχρό, πράγμα που την έκανε να ντρέπεται και να φοβάται ακόμα πιο πολύ. Έτσι ο καθηγητής μας, για να τη βοηθήσει, μας είπε να την κάνουμε εμείς κάποιες ερωτήσεις, ώστε να την βγάλουμε από αυτήν την άβολη θέση που βρισκόταν.
Το όνομα της είναι Αϊσά. Κατάγεται από τη Νιγηρία και έχει άλλα τέσσερα αδέρφια. Δε θέλησε να μας πει τον λόγο, για τον οποίο ήρθε με την οικογένειά της από την πατρίδα της εδώ, όμως το μόνο που μας είπε είναι πως είχε από μικρή το όνειρο να πάει σχολείο, να μορφωθεί και να γίνει γιατρός, ώστε να μπορέσει να βοηθήσει τους ανθρώπους στην πατρίδα της που υποφέρουν από διάφορες αρρώστιες και από τις αντίξοες συνθήκες εργασίας. Αυτά τα λόγια της μου δημιούργησαν ένα χαμόγελο στα χείλη και απόρησα. Πώς γίνεται ένα μικρό παιδί να έχει βάλει ένα τόσο μεγάλο στόχο και να προσπαθεί να τον κάνει πραγματικότητα! Πώς γίνεται ένα μικρό παιδί να έχει μία τόσο μεγάλη καρδιά και να νοιάζεται για τις ζωές όλων των ανθρώπων της πατρίδας της!
Όταν χτύπησε το κουδούνι για διάλειμμα, έγινε αυτό ακριβώς που περίμενα. Μία ομάδα αγοριών που νομίζουν πως είναι οι ανώτεροι του σχολείου, όταν την είδαν άρχισαν να την σχολιάζουν, να την φωνάζουν και να γελάνε ασταμάτητα. Εκείνη άρχισε να κλαίει και να τρέχει προς το προαύλιο του σχολείου. Σε όλο το σχολείο αντηχούσαν γέλια, υβριστικά σχόλια και κοροϊδίες σε βάρος της. Ήταν πάρα πολύ άβολο όλο αυτό και με έκανε και εμένα να αισθανθώ άσχημα.
Βγήκα έξω και άρχισα να την ψάχνω, όμως δεν μπορούσα να τη βρω πουθενά. Σαν να άνοιξε η γη και την κατάπιε. Φοβήθηκα μήπως έφυγε και χάθηκε, χωρίς να ξέρει τους δρόμους. Ξαφνικά, άκουσα κλάματα και είδα μία σκιά πίσω από ένα δέντρο. Την πλησίασα και έκατσα δίπλα της. Στην αρχή νομίζω πως φοβήθηκε μήπως την πειράξω, όμως αργότερα της χαμογέλασα και της έπιασα το χέρι. Την είπα πως δε χρειάζεται να τρομάζει και να στεναχωριέται, δε χρειάζεται να ντρέπεται ούτε για την καταγωγή της ούτε για το χρώμα του δέρματός της ούτε και για τη θρησκεία της. Ο κάθε άνθρωπος είναι όμορφος έτσι ακριβώς όπως είναι και δε χρειάζεται να αλλάξει για κανέναν. Οι μόνοι που έπρεπε να ντρέπονται είναι εκείνοι που με τα γέλια τους και τα ανόητα σχόλιά τους συμπεριφέρονται σαν πέντε χρονών παιδιά και κάνουν πράγματα, τα οποία φέρνουν τους άλλους σε δύσκολη θέση.
Σταμάτησε να κλαίει, μου χαμογέλασε και μ’ ευχαρίστησε. Είχε πολύ γλυκά χαρακτηριστικά, δύο μεγάλα πράσινα μάτια κι ένα τεράστιο και όμορφο χαμόγελο.
Συστηθήκαμε κι αρχίσαμε να μιλάμε για εμάς. Ήταν πραγματικά ένα πολύ καλό κορίτσι και της είπα πως θα τη βοηθήσω και θα είμαι δίπλα της σε ό,τι χρειαστεί. Το όνομα της -Αϊσά- σημαίνει ευτυχισμένη ζωή. Αυτή τη ζωή ψάχνει στη χώρα και το σχολείο μας. Δεν μπόρεσε να τη βρει στην πατρίδα της. Εύχομαι να κάνει όλα τα όνειρα της πραγματικότητα και να έχει μία ήρεμη και όμορφη ζωή, έτσι ακριβώς όπως τη φαντάζεται.
Και το 2ο διήγημα είναι το παρακάτω:
«Κανένα παιδί να μη νιώσει τόσο άσχημα»
Ένα βραβευμένο μαθητικό διήγημα για τον ρατσισμό
Το παρακάτω διήγημα ανήκει στη μαθήτρια της Γ΄ τάξης του Γυμνασίου Ανατολικού Εορδαίας, Μπακάλη Δήμητρα και βραβεύτηκε στον Β΄ Πανελλήνιο Μαθητικό Λογοτεχνικό & Καλλιτεχνικό Διαγωνισμού της ΕΠΟΚ Ελλάδας, ο οποίος τελεί υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων Ελλάδας και την υποστήριξη του Σπιτιού της Κύπρου.
Κανένα παιδί να μη νιώσει τόσο άσχημα
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Πριν αρκετό καιρό –όταν ήμουν ακόμη στο γυμνάσιο- στο σχολείο ήρθε ένα αγόρι από τη Σερβία. Το όνομα του ήταν Γκόραν. Απ’ ό,τι είχα ακούσει από τους άλλους συμμαθητές μου, αυτός και η οικογένειά του είχαν άσχημη οικονομική κατάσταση και ζούσαν σε άθλιες συνθήκες. Παρόλα αυτά ο ίδιος είχε προβλήματα και στο σχολείο.
Στην αρχή σχεδόν κανείς δεν του φέρθηκε καλά. Κανείς δε σκέφτηκε πώς αισθανόταν. Η ζωή του στην Ελλάδα ήταν φριχτή. Ένα περιστατικό, το οποίο γινόταν περίπου κάθε μέρα, ήταν ότι κάποιοι μαθητές του έπαιρναν τα χρήματα και τον έδερναν, απειλώντας τον πως αν το πει στους γονείς ή στους καθηγητές, θα έτρωγε το ξύλο της ζωής του. Κάθε μέρα γυρνούσε με μελανιές στο σπίτι του.
Τα βάσανά του δε σταμάτησαν εκεί. Κάποιοι τον αποκαλούσαν φτωχό, άσχημο, ξένο και πολλές άλλες βρισιές για τη χώρα και την πατρίδα του. Ανακαλώ στη μνήμη μου ότι στα διαλείμματα καθόταν μόνος του. Όλοι τον έδειχναν με το δάχτυλο. Αυτός ξεσπούσε κλαίγοντας.
Η κατάσταση άρχισε να χειροτερεύει. Υπήρχαν μέχρι και συνθήματα πάνω στους τοίχους, στα θρανία, στις τουαλέτες, παντού! Το όνομά του έγινε μέρος μιας απαράδεκτης γελοιοποίησης σχεδόν απ’ όλο το σχολείο.
Θυμάμαι ότι μετά από δύο μήνες ταλαιπωρίας, οι γονείς του χτύπησαν την πόρτα του σπιτιού μου, ρωτώντας εμένα και τη μαμά μου αν ξέρουμε γιατί το παιδί τους γυρνάει κάθε μέρα από το σχολείο σε τόσο άσχημη κατάσταση. Ο Γκόραν γύρισε και με κοίταξε. Ανατρίχιασα και φοβήθηκα. Αμέσως, για να ξεμπλέξω, απάντησα πως δεν ξέρω τίποτα κι έτρεξα στο δωμάτιο μου κλαίγοντας.
Οι μέρες στο σχολείο περνούσαν αργά και βασανιστικά. Ο Γκόραν ήταν στην τάξη μου. Κάθε ώρα έμοιαζε με αιώνα. Με κοιτούσε συνέχεια. Διέκρινα στο βλέμμα του μία απορία. Γιατί; Γιατί δεν είπες την αλήθεια; Γιατί με άφησες να σαπίσω; Ένιωθα τόσο ένοχη όσο δεν είχα ξανανιώσει ποτέ στη ζωή μου. Χτυπιόμουν μέσα μου. Με έτρωγε ο φόβος για το τι θα μπορούσε να ακολουθήσει. Το είχα πάρει απόφαση. Θα μιλούσα. Όμως ποτέ δεν το έκανα. Φοβόμουν την αντίδραση όλων των άλλων.
Βέβαια, και οι καθηγητές δεν του φερόντουσαν καλά. Δεν ασχολούνταν μαζί του. Μάλιστα, μία φορά που είχα πάει στο γραφείο των καθηγητών, άκουσα λόγια για τον Γκόραν τόσο άσχημα και τόσο υβριστικά που δεν ήξερα τι να κάνω. Επιπλέον, μόλις μου έδωσαν αυτό που ζητούσα, ένας καθηγητής μου το είπε ξεκάθαρα: «Μην ασχολείσαι μ’ αυτόν τον άθλιο Σέρβο». Έφυγα από το γραφείο με αυτά τα λόγια κολλημένα στο κεφάλι μου.
Έτσι περνούσαν οι μέρες στο σχολείο. Με τον Γκόραν να δέχεται φυλετικό ρατσισμό και bullying, με τα παιδιά να τον δείχνουν με το δάχτυλο και να τον κοροϊδεύουν, με τους καθηγητές να τον αγνοούν και μ’ εμένα να κάθομαι και να αναρωτιέμαι τι πρέπει να κάνω.
Βέβαια μετά από ένα χρόνο τα πράγματα είχαν ξεφύγει εντελώς από τον έλεγχο. Ο Γκόραν και η οικογένειά του έμειναν άστεγοι, διότι ο πατέρας του έχασε τη δουλειά του. Η μητέρα του αγωνιούσε κάθε μέρα για να βρει έστω και μία φέτα ψωμί, να ταΐσει τα παιδιά της. Μα…. πάνω από όλα ο γιος τους ήταν κάθε μέρα στη χειρότερη ψυχολογική κατάσταση.
Στο σχολείο, τα παιδιά –κυρίως τα αγόρια- τον αποκαλούσαν άστεγο και φτωχό. Δεν είχε πλέον χρήματα μαζί του, ούτε φαγητό και γι’ αυτό το λόγο άρχισαν να του φέρονται σαν ζώο.
Τελικά, αυτό το αγόρι έφυγε από το σχολείο και τη χώρα. Δεν άντεχε άλλο την κοροϊδία και τον εξευτελισμό. Από την Ελλάδα δεν πήρε τη φιλοξενία της. Πήρε μόνο στιγμές λύπης και πόνου. Σήμερα είναι ένας πλούσιος επιχειρηματίας της Γερμανίας και προσπαθεί με κάθε τρόπο να αναδείξει το πρόβλημα του ρατσισμού και του σχολικού εκφοβισμού. Επισκέπτεται κάθε μέρα σχολεία, μιλώντας για όλα αυτά που έζησε.
Πώς τα ξέρω εγώ αυτά; Μέτα τις σπουδές μου αποφάσισα να πάω να βρω δουλειά στη Γερμανία. Έτσι τον ξαναείδα εκεί. Τώρα είμαστε φίλοι και ζούμε στην ίδια περιοχή. Προσπαθούμε ακριβώς για τον ίδιο σκοπό. Κανένα παιδί να μη νιώσει τόσο άσχημα.