‘-Όλα είναι σχετικά Χάμπο.
-Δηλαδή, τι θα πει αυτο, Γιάννε; Εγώ έλεγα για τη φτώχεια.
-Για το ίδιο λέμε. Και σου λέω πως όλα είναι σχετικά! Δε λέω…φτώχεια και σήμερα…Φτώχεια και ζόρι! Αλλά εκεί γύρω στο 1960…Εκείνη ήταν φτώχεια! Φτώχεια καταραμένη.
-Εντάξει, εμείς τότε ήμασταν παιδάκια…Μη μου πεις πως θυμάσαι;
-Εγώ Χάμπο, γεννήθηκα το 1950. Άρα το 1960 ήμουν δέκα χρονών παιδί. Φυσικά και θυμάμαι! Κι εσύ θυμάσαι κι ας λες πως δε θυμάσαι! Και Αλτσχάιμερ να ‘χαμε πάλι θα θυμόμασταν. Τα παλιά, λένε, τα θυμάσαι. Τα χθεσινά ξεχνάς! Έτσι λένε…
-Καλά! Κι εγώ το ’54 γεννήθηκα Γιάννε. Κι αν δεν θυμάμαι το ’60 θυμάμαι το εξήντα λίγο.
-Κι αν δε θυμάσαι το ’60, ελληνικές ταινίες του ’60 βλέπεις στα κανάλια. Σ’ αυτές τις ελληνικές ταινίες λοιπόν, αποτυπώνεται η φτώχεια της ελληνικής κοινωνίας του τότε. Φτώχεια καταραμένη, Χάμπο!
-Έεε ναι. Αν το πας εκεί, Γιάννε. Τότε σίγουρα είμαστε ελαφρώς καλύτερα!
-Εκεί το πάω για. Θυμάμαι εκεί γύρω στο ’60 που λες, που έρχονταν στο σχολείο, στα διαλείμματα, πλανώδιοι πωλητές με σάντουϊτς η παγωτά, ανάλογα την εποχή! Τότε δεν υπήρχε θέμα όπως τώρα και πουλούσαν απ’ τα τρίκυκλα. Θυμάσαι;
-Ναι! Αυτό το θυμάμαι. Λοιπόν;
Λοιπόν, Χάμπο, προχθές περνούσα από το παλιό το πάρκο και λιμπίστικα τα σάντουϊτς του Τάσου. Ξέρεις, “ο κουμπάρος”. Με το τρίκυκλο. Και που λες, με ένα ευρώ και ογδόντα λεπτά έφαγα ένα σάντουϊτς Με δύο λουκάνικα…τόσα με το συμπάθειο.
-Έ, ναι! Ο Τάσος, ” ο κούμπαρον” ντο λέμε εμείς οι Πόντιοι, τα κάνει πολύ νόστιμα και χορταστικά. Και βάζει και σαλάτα και λάχανο και απ’ όλα. Νταούλι τα κάνει, Γιάννε.
-Τούμπανο το λένε τωρα, Χάμπο.
-Ωραία, τούμπανο. Και λοιπόν;
-Λοιπόν θυμήθηκα τα σάντουιτς με λουκάνικο που μας πουλούσε ο πλανώδιος με το τρίκυκλο, το ’60, στα διαλείμματα.
-Έ, λοιπόν τι έτρεχε μ’ αυτά;
-Αυτός, λόγω φτώχειας, που λες Χάμπο, είχε τρεις κατηγορίες σάντουϊτς. Για να καλύπτει όλα τα βαλάντια.
-Σοβαρά; Και είχε κατηγορία τούμπανο, σα του Τάσου;
-Ούτε κατά διανοια, Χάμπο. Γι’ αυτό σου λέω. Όλα είναι σχετικά! Και για να μη το ξεχάσω, θα κάνω μια παρένθεση. Πριν καμία εικοσαριά χρόνια, ήμουν περίπου πενήντα, με προξένεψαν την Πατούλα. Ήταν νέα, με είπαν. Ήταν κοντά εξήντα χρόνων. “Νέα”, με είπαν, “είναι ακόμα. Πάρε την.
-Έ και νέα δεν την έλεγες, βρε Γιάννε;
-Νέα ηταν, Χάμπο, μέσα στη σχετικότητα του χρόνου…
-Ασ’ τα αυτά, Γιάννε. Πες για τα σάντουιτς…
-Σωστά! Ξέφυγα. Είχε λοιπόν το “σπέσιαλ”, με μονό τρικαλινό λουκάνικο, μουστάρδα, αλάτι, ρίγανη. Είχε το μισό. Με λουκάνικο κομμένο σε ροδέλες, πάχους μισού εκατοστού. Καταλαβαίνεις; Τις σούβλιζε Ούτε μισό λουκάνικο στο σύνολο, σε καλαμάκι από σουβλάκι και τις έβγαζε μέσα στο ψωμάκι τραβώντας το καλαμάκι. Μετά έβαζε και τα σχετικά…
Μισή τιμή;
-Ναι! Και στο ένα τρίτο της τιμής έκανε το άνευ!
-Το άνευ; Δηλαδή;
-Δηλαδή, Χάμπο. Έπαιρνε το σουβλάκι με τις ροδέλες το λουκάνικο, τις πατούσε μέσα στο κομμένο το ψωμάκι, μέχρι να βγάλουν ζουμί και μυρωδιά λουκάνικου!
-Και μετά;
-Μετά έβγαζε το σουβλάκι και έβαζε στο ψωμάκι μόνο αλάτι, ρίγανη, μουστάρδα και έτοιμος!
-Και ποια πουλούσαν πιο πολύ;
-Μα φυσικά τα άνευ, Χάμπο. Φυσικά τα άνευ. Φτώχεια καταραμένη για!