Ποιες αλλαγές σχεδιάζει το υπουργείο Υγείας για την αποσυμφόρηση των νοσοκομείων από τα ράντζα, την ενίσχυση των ΜΕΘ με νοσηλευτικό προσωπικό και την ολοήμερη λειτουργία των ακτινοθεραπευτικών μηχανημάτων
Οι ανατροπές στον χώρο της δημόσιας περίθαλψης που ξεδιπλώνονται στο σχέδιο της ηγεσίας του υπουργείου Υγείας για την ενίσχυση των νοσοκομείων συμπεριλαμβάνουν μέτρα που αναμένεται να ανακουφίσουν αφενός την καθημερινότητα των ασθενών και αφετέρου τους λειτουργούς του Ιπποκράτη.
Η αποσυμφόρηση των νοσοκομείων από τα ράντζα, η δημιουργία αυτοτελών Τμημάτων Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ), η ενίσχυση των κλινικών και των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) με νοσηλευτές αλλά και η ολοήμερη λειτουργία των ακτινοθεραπευτικών μηχανημάτων, ώστε να καταργηθούν οι λίστες της ντροπής των καρκινοπαθών, είναι η πρώτη κατά σειρά δεσμίδα μέτρων.
Και παρότι οι παραπάνω παρεμβάσεις αποτελούν πάγια αιτήματα των γιατρών του ΕΣΥ, οι συνδικαλιστές εμφανίζονται συγκρατημένα αισιόδοξοι, δεδομένου ότι οι υποσχέσεις των προηγούμενων ετών και συνεπακόλουθα οι προσδοκίες για τόνωση των νοσοκομείων χάθηκαν σε επικοινωνιακά τεχνάσματα και στην κυβερνητική… ατονία.
Γκρίζες ζώνες
Κυρίως όμως αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό τα σχέδια που μελετώνται στην οδό Αριστοτέλους για σύμπραξη του ιδιωτικού με τον δημόσιο τομέα, εκτός αλλά και εντός του ΕΣΥ.
Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που το προεδρείο της Ενωσης Ιατρών Νοσοκομείων Αθήνας και Πειραιά (ΕΙΝΑΠ) έχει αιτηθεί συνάντηση με τον υπουργό Υγείας ώστε να αποσαφηνιστούν οι… γκρίζες ζώνες.
Σε επιστολή που έχει αποστείλει περιέχεται και η ατζέντα με όλα τα θέματα που απασχολούν τους νοσοκομειακούς γιατρούς, όπως είναι οι προσλήψεις προσωπικού, η χρηματοδότηση των νοσοκομείων και η επάνδρωση των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ).
Ανάμεσα στις προτεραιότητες που θέτει το ιατρικό σώμα είναι και η ταχύτερη εξυπηρέτηση των καρκινοπαθών, οι οποίοι παραμένουν έως και σήμερα όμηροι των πολύμηνων καθυστερήσεων για ακτινοθεραπεία παρά την εξοπλιστική ανάπτυξη.
Ειδικότερα, μέσω του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, το ΕΣΥ έχει αποκτήσει 12 μηχανήματα, εκ των οποίων τα 11 έχουν τοποθετηθεί και λειτουργούν σε ισάριθμα νοσοκομεία. Για την ιστορία, εκκρεμεί η τοποθέτηση του τελευταίου στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο 401.
Το παράδοξο όμως είναι ότι, παρότι τα δημόσια νοσοκομεία έχουν πλέον δυνατότητα εφαρμογής των πιο εξελιγμένων θεραπειών, εκατοντάδες πολίτες αντιμετωπίζονται ως ασθενείς «β’ κατηγορίας».
Η ηγεσία του υπουργείου Υγείας υπόσχεται να δώσει λύση στο πρόβλημα των αναμονών επιχειρώντας το αυτονόητο: δηλαδή, την πρόσληψη περίπου 25 τεχνολόγων πανελλαδικά ώστε να επεκταθεί το ωράριο των ακτινοθεραπευτικών μηχανημάτων και το απόγευμα. Αντίστοιχα, στην οδό Αριστοτέλους εξετάζουν όλα τα πιθανά σενάρια για την αποσυμφόρηση των νοσοκομείων τις ημέρες γενικών εφημεριών – π.χ. μέσω της ανακατανομής των νοσοκομείων που εφημερεύουν τις ίδιες ημέρες -, ενώ ιδιαίτερη έμφαση δίνεται και στην (ανα)συγκρότηση των ΤΕΠ.
Αξίζει πάντως να υπογραμμιστεί ότι η προηγούμενη κυβέρνηση είχε προκηρύξει 500 θέσεις ιατρών – και συγκεκριμένα επειγοντολόγων – που βρίσκονται ήδη στο στάδιο του διορισμού, αποτελώντας μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις που η προηγούμενη ηγεσία έχει στρώσει το έδαφος για την αλλαγή σελίδας στο ΕΣΥ.
Κομβικό ρόλο θα παίξει και η διασύνδεση των ΤΕΠ με το ΕΚΑΒ, με στόχο τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου δικτύου επείγουσας προνοσοκομειακής φροντίδας.
Σε κάθε περίπτωση τα παραπάνω μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης για 2.500 άμεσες προσλήψεις στον χώρο της Υγείας με έμφαση στο νοσηλευτικό προσωπικό – και ειδικότερα στα νοσοκομεία, στις κλινικές και στους φορείς όπου προκύπτουν οι μεγαλύτερες λειτουργικές παθογένειες -, αποδεικνύουν ότι η ηγεσία του υπουργείου Υγείας γνωρίζει σε βάθος τη βαριά… συμπτωματολογία του ΕΣΥ.
Μεταρρύθμιση
Δεδομένου όμως ότι οι δημόσιοι πόροι για την ανάνηψη των νοσοκομείων είναι περιορισμένοι, στην οδό Αριστοτέλους «επενδύουν» και στη σύμπραξη με τον ιδιωτικό τομέα, μεταρρύθμιση που προμηνύει εντούτοις νέο κύμα αναταραχών και πιθανόν ρήξεων με το ιατρικό σώμα.
«Ακόμη δεν έχει αποσαφηνιστεί ο τρόπος. Πάντως, η ανάμειξη ιδιωτικού και δημόσιου τομέα στο ΕΣΥ, στις ελάχιστες περιπτώσεις που υλοποιηθεί, όχι μόνο δεν έχει διευκολύνει την καθημερινότητα γιατρών και ασθενών, αλλά αντιθέτως την έχει περιπλέξει. Για παράδειγμα, σε περίπτωση βλάβης ενός μηχανήματος ή για εξειδικευμένες εξετάσεις, ακόμη και σήμερα νοσηλευόμενοι ασθενείς κατευθύνονται στον ιδιωτικό τομέα. Στην πράξη όμως έχει αποδειχτεί ότι η διαδικασία δεν είναι καθόλου εύκολη» σημειώνει στα «ΝΕΑ» η συντονίστρια – διευθύντρια της Γ’ Παθολογικής του Γ. Γεννηματάς και πρόεδρος της Ενωσης Ιατρών Νοσοκομείων Αθήνας – Πειραιά (ΕΙΝΑΠ) Ματίνα Παγώνη.
Στην οδό Αριστοτέλους, από την άλλη, βλέποντας ότι οι ασθενείς «ασφυκτιούν» σε ένα ατελές, δημόσιο σύστημα Υγείας λόγω (και) των κενών σε ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό, έχουν βάλει στο μικροσκόπιο και το παράδειγμα του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Καρολίνσκα στη Σουηδία, που προσπέρασε τον σκόπελο του ρίσκου μιας δαπανηρής επένδυσης. Ειδικότερα, το 2014 προχώρησε στην αγορά υπηρεσιών ακτινοδιαγνωστικών εξετάσεων, με σύμβαση – 14ετούς διάρκειας – που προβλέπει αφενός την εγκατάσταση εξοπλισμού στο νοσηλευτικό ίδρυμα και αφετέρου τη διαρκή συντήρηση και αναβάθμισή του.
«Είμαστε κάθετοι. Δεν θα επιτρέψουμε σε ιδιώτες να εισχωρήσουν στα νοσοκομεία. Επιμένουμε στον δημόσιο χαρακτήρα των νοσοκομείων με επαρκές προσωπικό και χρηματοδότηση και σύγχρονο εξοπλισμό ώστε να παρέχονται υπηρεσίες υψηλής ποιότητας στους ασθενείς» καταλήγει η Ματίνα Παγώνη, δίνοντας το στίγμα της επόμενης ημέρας.
Ασφαλιστική αγορά
Εν τω μεταξύ σε δεύτερη φάση, το υπουργείο Υγείας σχεδιάζει να αξιοποιήσει το δυναμικό των δημόσιων νοσοκομείων, μέσω της σύναψης συμβολαίων για την παροχή, επ’ αμοιβή, υπηρεσιών στην ιδιωτική ασφάλιση υγείας.
Μάλιστα και σύμφωνα με τα όσα ανακοίνωσε ο υφυπουργός, Βασίλης Κοντοζαμάνης, κατά τις προγραμματικές δηλώσεις, «τα ποσά που μπορούν να προέλθουν από την ασφαλιστική αγορά θα ανέλθουν σε πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ (ο κύκλος εργασιών της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας σύντομα θα προσεγγίσει το 1 δισεκατομμύριο ευρώ).
Με τον τρόπο αυτό, δημιουργούνται ισχυρά κίνητρα για αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας και βελτίωσης του εισοδήματος των εργαζομένων στο δημόσιο σύστημα υγείας».
Πηγή: In.gr