Οι μηνίσκοι είναι δύο, ο έσω και ο έξω. Πρόκειται για ινοχόνδρινες ανατομικές δομές σε σχήμα μισοφέγγαρου που εντοπίζονται στην άρθρωση του γόνατος, μεταξύ μηρού και κνήμης. Έχουν σημαντικό ρόλο στο να προσδίδουν σταθερότητα, στην απορρόφηση φορτίων και στην ομοιομερή κατανομή τους και στη διάχυση του αρθρικού υγρού.
Οι ρήξεις των μηνίσκων μπορούν να διακριθούν σε δυο τύπους, στις εκφυλιστικές και στις τραυματικές ρήξεις. Η πρώτη κατηγορία αφορά άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, συνήθως άνω των 50 ετών στα οποία οι μηνίσκοι έχουν υποστεί φυσιολογική φθορά με αποτέλεσμα να εμφανίζουν μικρές ή και μεγαλύτερες ρήξεις. Η δεύτερη κατηγορία αφορά άτομα νεότερης ηλικίας που αθλούνται με τον οιοδήποτε τρόπο στα οποία κάποια κάκωση του γόνατος έχει ως αποτέλεσμα τη μηνισκική ρήξη. Αυτό που ενδιαφέρει τις περισσότερες φορές είναι οι τραυματικές ρήξεις αφού αυτές είναι συμπτωματικές σε αυτές θα αναφερθούμε.
Ο συνήθης μηχανισμός κάκωσης είναι η στροφική δύναμη που ενεργεί στον γόνατο καθώς αυτό μεταβαίνει από την κάμψη στην έκταση. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να τραυματιστεί ο έσω μηνίσκος αν υπάρχει έσω στροφή του μηρού επί της κνήμης ή ο έξω μηνίσκος στην έξω στροφή. Οι ρήξεις ανάλογα της μορφολογίας τους ή την εντόπισή τους μπορεί να διακριθούν σε οριζόντιες, επιμήκεις, εγκάρσιες , γλωσσοειδείς και ρήξεις του σώματος ή της περιφέρειας του μηνίσκου.
Η συγκεκριμένη κάκωση εκδηλώνεται με πόνο, ύδραρθρο του γόνατος και σπανίως αίμαρθρο, αδυναμία έκτασης ή κάμψης και κλείδωμα της άρθρωσης. Σε περιπτώσεις που η ρήξη έχει αμεληθεί και δεν έχει αντιμετωπιστεί μπορεί να παρατηρηθεί ατροφία του τετρακεφάλου μυός, αίσθημα αστάθειας και σε βάθος χρόνου πρώιμες εκφυλιστικές βλάβες του γόνατος.
Η διάγνωση τίθεται με βάση το ιστορικό, τον μηχανισμό της κάκωσης, τη συμπτωματολογία και την κλινική εξέταση του ορθοπαιδικού. Η μαγνητική τομογραφία θα μας επιβεβαιώσει τη διάγνωση, όμως πρέπει να γνωρίζουμε ότι δεν είναι μια εξέταση με 100% ευαισθησία σε ότι σε αφορά τις ρήξεις του μηνίσκου. Έτσι σε ελάχιστες περιπτώσεις περίπου 3% οι ρήξεις του μηνίσκου δεν μπορούν να απεικονισθούν.
Η θεραπεία των ρήξεων μηνίσκου είναι χειρουργική και συγκεκριμένα αρθροσκοπική. Σε περιπτώσεις που η ρήξη είναι στην περιφέρεια του μηνίσκου , η οποία αιματώνεται τότε γίνεται συρραφή του μηνίσκου. Σε περιπτώσεις που η ρήξη είναι κεντρική τότε γίνεται μερική μηνισκεκτομή, δηλαδή αφαιρείται το τμήμα του μηνίσκου που έχει ραγεί. Στην πρώτη περίπτωση η μετεγχειρητική αποκατάσταση είναι δυσκολότερη και απαιτείται αποφόρτιση του σκέλους ενώ στην δεύτερη ο ασθενής δύναται να φορτίσει άμεσα μετεγχειρητικά. Πρέπει να τονίσουμε ότι η μηνισκεκτομή πρέπει να αφορά όσο το δυνατό μικρότερο τμήμα του μηνίσκου, ούτως ώστε να μην διαταράσσεται ο ανατομικός του ρόλος.
Εν κατακλείδι, η ρήξη του μηνίσκου ενδέχεται να είναι τραυματικής ή εκφυλιστικής αιτιολογίας. Στην πρώτη περίπτωση έχει εντονότερη συμπτωματολογία και πρέπει να αντιμετωπίζεται χειρουργικά είτε με συρραφή είτε με μηνισκεκτομή.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΕΡΖΙΔΗΣ
ΟΡΘΟΠΑΙΔΙΚΟΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ