Σήμιρα τοὺ προυΐ μ’Πέφτ’, π΄δγιαβάζν οἱ παπᾶδις τοὺν Τρανὸ τοὺν Κανόνα στς Ἰκκλησιές, βγῆκα κι ‘γὼ νὰ σιργιανίσου λίγου σιαὄξου ἀπ’ τοὺ Μαναστήρ’, ἀφοῦ δγιάβασα μαναχόζμ’ τοὺν Κανόνα. Εἶχι κι ἕναν ἥλιου, χαρὰ τ’Θιοῦ! Νὰ κι ἀκούου ἕναν κούκου νὰ λαλάη. Ἔχ παλιὰ μιράκια. Ἴβλιπνα κι καταῆς στὰ χουρτάργια τ’κούκου κι τς χιλιδόνας τοὺ ψουμί. Παίρου τ’ μάνναμ’ στοὺ τηλέφουνου κι τ’λέου, «Μάννα, ἀκούου τοὺν κούκου νὰ λαλάη. Τὶ ἴλιγέτι κάναν κιρὸ στοὺ χουργιό, ἅμα προυτουἄκουγέτι νὰ λαλάη ἡ κούκους;» Κι αὐτὴν μ’εἶπι καμπόσα.
Πρῶτα πρῶτα χαίρουμάσταν, ἀλλὰ τοὔχαμι κι ξέταγμα. Δηλαδή. Ἔπριπι νὰ εἴχαμι φάη μνιὰ χαψιὰ ψουμί, προυτοῦ νὰ ἀκούσουμι τοὺν κούκου νὰ λαλάη. Ἅμα τοὺν προυλάβισκνάμι κι εἴχαμι φάει ψουμί, ἴλιγάμι, «τσάκσα τοὺν κούκου, Δὲ μὶ πρόλαβι». Ἅμα ὅμους δὲν εἴχαμι φάει καντίπουτας, τότις ἴλιγάμι, «Ἄει, μὶ τσάκσι ἡ κούκους. Μὶ πρόλαβι».
Ὕστιρα ἴλιγάμι κι ‘νἄλλ’ ‘μπαροιμία. «Μουτάθκι ἡ κούκους τ’ἉηΓιαννιοῦ». Δηλαδή. Ἅμα ἄναβι στὰ γιρὰ ἡ ζέστα στοὺ Γινέθλιου τ’ἉηΓιαννιοῦ κα’στς 24 τ’Ἰουνίου, τότι ἡ κούκους σταματοῦσι νὰ λαλάη. Ἡ κούκους γιὰ νὰ λαλάη ἤθιλνι δρουσιά, ὅπους φκιάν’ κι τ’ἀηδόνια. Κιαὐτὰ πάλι τὰ βλουημένα ἅμα πάρν οἱ ζέστις κι ἀνάψ’ ἡ ἅμπουρας-ζάμπουρας σταματοῦν νὰ λαλοῦν.
Αὐτὴν ὅμους ‘μπαροιμία, μ’εἶπι ἡ μάνναμ,’ ‘νἴλιγαν κι ἅμα καένας ἦταν ἀζμπόρστους κι δὲν ἴλιγι ναὶ καλημέρα ναὶ καληνύχτα. Πιρνοῦσι ἀποὺ ἀμπρουστὰ ἀποὺ ‘μπαρέα σὰ μούτους κι δὲν τς ἴλιγι μνιὰ καλημέρα. Ἰτότι ἴλιγαν ὅλ’ μαζί, «Ἄει ἰτούτους μάνναμ’, Μουτάθκι ἡ κούκους τ’ἉηΓιαννιοῦ…».
Ἀ ρά, τὶ σουφοὶ ἀνθρώπ’ ἦταν αὐτοὶ οἱ παλιοί μας!
Τρανὸς Κανόνας Πέφτ’ 11ἀπ’τοὺν ἀπρίλ’2019
παπαδγιὰ Ἀφρουδίτ’
κι ἡ γιός τς ἡ ἀρ.νι.μα.