Από τον Ιανουάριο του 2015 και μέχρι σήμερα, λόγω των αλλεπάλληλων σφαλμάτων, των άλογων διακινδυνεύσεων και της διαχειριστικής ανικανότητας της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η χώρα περιήλθε, «εξ οικείου πταίσματος», σε δραματικά δυσκολότερη θέση. Σημείο τομής αποτέλεσε το δημοψήφισμα του καλοκαιριού του 2015, η κυβερνητική κρίση που προκλήθηκε εξαιτίας του τρόπου που το ερμήνευσε ο πρωθυπουργός αλλά και του εξαναγκασμού του σε ταπεινωτική υπαναχώρηση, που προκάλεσε ένα ανυπολόγιστα υψηλό κόστος διάσωσης της χώρας.
Ακολούθησαν νέοι, σκληρότεροι όροι χρηματοδότησης, ευρεία εκχώρηση περιουσιακών δικαιωμάτων του ελληνικού Δημοσίου και ταυτόχρονα το ελληνικό κράτος εξαναγκάστηκε, στο πλαίσιο μιας ιδιότυπης «τιμωρίας», στην επιδίωξη πρωτογενών πλεονασμάτων, η επίτευξη των οποίων προϋπέθετε την αποστράγγιση του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, με καταστροφικές συνέπειες τόσο τη διόγκωση της πραγματικής ανεργίας όσο και την αποδυνάμωση του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος. Η χώρα, σε λίγους μήνες από σήμερα, θα πρέπει να ξαναβρεί χρήματα για να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες, αφού το τρέχον πρόγραμμα λήγει το καλοκαίρι του 2018, οπότε και σύμφωνα με τη μισή αλήθεια του πρωθυπουργού «βγαίνουμε από τα μνημόνια».
Στο μεταξύ, η διαφαινόμενη ποσοτική σύγκλιση προς τους προκαθορισμένους δημοσιονομικούς στόχους δεν συνιστά πραγματική εξυγίανση ή τακτοποίηση των δημόσιων οικονομικών, αφού δεν οφείλεται στην περιστολή των κρατικών δαπανών, ούτε και στην απόδοση των πλεονασμάτων που προέκυψαν από την πραγματική οικονομία. Οφείλεται, όπως προανέφερα, στη βίαιη, ανορθολογική και απολύτως άδικη φορολογική επιδρομή σε βάρος του ιδιωτικού τομέα. Επομένως μεσοπρόθεσμα θα υπάρξουν παράπλευρες αλλά εξίσου οδυνηρές συνέπειες και σε βάρος των απασχολούμενων στο Δημόσιο και των συνταξιούχων, αφού τα χρέη του ιδιωτικού τομέα (αυτό που λέμε ανείσπρακτες απαιτήσεις του κράτους) θα βαίνουν διαρκώς αυξανόμενα και τα αντίστοιχα έσοδα (που συντηρούν το κράτος και τις δαπάνες του) θα είναι πενιχρά.
Το δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας εγκαταλείπει την χώρα
Την ίδια στιγμή, τμήμα του σημαντικότερου και δυναμικότερου κομματιού της κοινωνίας, νέοι άνθρωποι, επιστήμονες και εξειδικευμένοι τεχνίτες, εγκαταλείπουν τη χώρα και αναζητούν εργασία, αξιοπρέπεια και αξιοκρατική μεταχείριση στο εξωτερικό. Η ιθύνουσα τάξη δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να τους κρατήσει, αφού με τα έργα και τις ημέρες της εκπέμπει σε κάθε κατεύθυνση μηνύματα ευνοιοκρατίας και μετριοκρατίας. Εμπεδώνει σε αυτούς τους ανθρώπους με την πολιτική της την πεποίθηση ότι σε αυτή τη χώρα δεν θα υπάρξουν ευκαιρίες για δημιουργική δουλειά, ότι δεν μπορούν να ανθίσουν πρωτότυπες και δημιουργικές επιχειρηματικές ιδέες (γιατί μόλις ανθίσουν, θα τις εκδικηθούν και θα τις ακυρώσουν με νόμους που προστατεύουν την ακινησία των συντεχνιών), ότι αυτοί που ξεχωρίζουν δεν θα κληθούν ποτέ να κάνουν τη διαφορά. Ότι η χώρα όσο πάει θα φτωχαίνει, ο μέσος όρος θα χαμηλώνει, οι αντοχές των πολιτών θα μειώνονται και μαζί με αυτές και οι αντιστάσεις τους.
Για τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το επιχειρηματικό ρίσκο, η επιδίωξη του κέρδους, η δυναμική της οικονομίας της αγοράς και οι αυτοματισμοί της συνιστούν ανηθικότητα. Αυτά δεν είναι αυθαίρετες διαπιστώσεις. Τα συναντά κανείς στον δημόσιο λόγο από επίσημα κυβερνητικά χείλη, διδάσκονται ακόμη και στα σχολεία μας και, το χειρότερο απ’ όλα, μετουσιώνονται εκδικητικά σε πολιτική πράξη, ματαιώνοντας κάθε πιθανότητα παραγωγικών, μικρών και μεγάλων, επενδύσεων, παρά την ευμενή διεθνή συγκυρία και την προνομιακή γεωπολιτική θέση της Ελλάδας.
Δεν θέλουμε αυτην την κυβέρνηση
Αυτή είναι η χώρα σήμερα. Και αυτή τη χώρα δεν τη θέλουμε. Όπως δεν θέλουμε και αυτή την κυβέρνηση που ευθύνεται αποκλειστικά για τη δραματική επιδείνωση των τριών τελευταίων ετών. Η κυβέρνηση το γνωρίζει αυτό. Γνωρίζει επίσης ότι το πολιτικό της απόθεμα εξαντλήθηκε και ότι δεν μπορεί πλέον να διεκδικεί την εμπιστοσύνη των πολιτών. Θα προσπαθήσει να εξαντλήσει τον πολιτικό της χρόνο στην εξουσία, αφού δεν υπάρχει γι’ αυτήν τίποτα καλύτερο να κάνει, και ταυτόχρονα θα επιδιώξει να διανύσει όσο πιο ανώδυνα γι’ αυτήν τη διαδρομή προς το πολιτικό της τέλος, ελπίζοντας ότι αυτό δεν θα είναι οριστικό και ότι θα έχει την ευκαιρία να επανακάμψει σε εύθετο χρόνο.
Εδώ ακριβώς οφείλεται και η διαρκής προσπάθεια αποπροσανατολισμού των πολιτών από τα μεγάλα προβλήματα. Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτής της στρατηγικής, της «στρατηγικής του επουσιώδους», αναλαμβάνει νομοθετικές πρωτοβουλίες δευτερεύουσας σημασίας σε σχέση με τα μεγάλα ζητήματα στα οποία παταγωδώς απέτυχε αλλά με συμβολικές αναγωγές στα ανθρώπινα δικαιώματα και στη φιλελευθεροποίηση της πολιτείας (νομοσχέδια για την αλλαγή φύλου, τη νομιμοποίηση των ναρκωτικών κ.λπ.), προκειμένου να περιαγάγει σε αμηχανία τους πολιτικούς της αντιπάλους, να μεταθέσει το κέντρο βάρους της δημόσιας συζήτησης σε μια εκ νέου μανιχαϊστική αντιπαράθεση μεταξύ «προοδευτικού» και συντηρητικού και να δημιουργήσει νέες κάθετες διαιρέσεις στην κοινωνία, επιδιώκοντας ηγεμονικό ρόλο στην αριστερή πλευρά της διαχωριστικής γραμμής. Μόνο που το πρόβλημα του τόπου δεν είναι αυτό αλλά ποιος μπορεί, σε δεδομένο χρόνο, με ρεαλισμό, διορατικότητα και συναινετική μαεστρία, να πάρει τις σωστές αποφάσεις ώστε να βγούμε γρήγορα και οριστικά από τον κύκλο της ύφεσης και να οικοδομηθεί μια σταθερή κατασκευή γενικευμένης εμπιστοσύνης: εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στο κράτος, του κράτους απέναντι στους ιδιώτες, των διεθνών μας εταίρων απέναντι στην Ελληνική Δημοκρατία, των μεγάλων οικονομικών επενδυτών απέναντι στο γραφειοκρατικό και δικαιοδοτικό μας σύστημα.
Απέναντι, λοιπόν, στη στρατηγική αυτή βρίσκονται οι πολίτες και τα προβλήματα. Την αντιπολιτεύονται με επιχειρήματα και προτάσεις, πιο μυαλωμένα και ώριμα, τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης. Κυρίως, όμως, απέναντι βρίσκεται η ίδια η πραγματικότητα. Το τίμημα που καταβάλλει η χώρα είναι ιδιαίτερα σκληρό και όποιος υποτιμά τη νοημοσύνη του λαού θεωρώντας ότι μπορεί να τον χειραγωγεί ή να τον αιχμαλωτίζει στο επουσιώδες θα αντιμετωπίσει την περιφρόνηση και την τιμωρία του.