Στις πρόσφατες ιταλικές εκλογές οι μεγάλοι χαμένοι ήταν τα κόμματα της Κεντροαριστεράς, που επωμίστηκαν τις πολιτικές λιτότητας των τελευταίων ετών. Στους νικητές αντιθέτως συγκαταλέγονται πέραν του Κινήματος των 5 Αστέρων και τα κόμματα της Κεντροδεξιάς, μεταξύ των οποίων ακόμη και ο 83χρονος πρώην Πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Πολλοί αναλυτές πέφτουν στην παγίδα να μεταφέρουν πολιτικά συμπεράσματα που προκύπτουν από μια χώρα αυτούσια σε μια άλλη, παραγνωρίζοντας τις διαφορές στην πολιτική γεωγραφία, την πολιτική κουλτούρα και το εκλογικό σύστημα. Συχνά, προσπαθούν να εντάξουν αυτά τα συμπεράσματα σε μια υπάρχουσα στρατηγική. Έτσι μετά τις Αμερικανικές Προεδρικές Εκλογές, πολλοί αναζήτησαν τον Ντόναλντ Τραμπ της χώρας τους, ενώ μετά τις Γαλλικές Εκλογές στην ελληνική Κεντροαριστερά γεμίσαμε επίδοξους Μακρόν.
Υπάρχουν όμως αναλογίες με την Ιταλία, που μας επιτρέπουν να επισημάνουμε κοινά σημεία με τη χώρα μας, όπως η γεωγραφική γειτνίαση στον ευρωπαϊκό νότο, η αντιμετώπιση του μεταναστευτικού ζητήματος, αλλά και οι αναμφισβήτητες πολιτιστικές συγγένειες, ιδίως με το νότιο τμήμα της χώρας. Δεν είναι τυχαίο ότι η χώρα τριχοτομήθηκε γεωγραφικά στις πρόσφατες εκλογές, με την Κεντροδεξιά να επικρατεί στον Βορρά, την Κεντροαριστερά στις παλιές παπικές περιοχές, στην Τοσκάνη και στο Τιρόλο, ενώ το Κίνημα των 5 Αστέρων στη Νότια Ιταλία και στη Σικελία, όπου επιβιώνει η κληρονομιά του Βυζαντίου.
Το σπουδαιότερο, όμως, είναι οι πολιτικές λιτότητας και μεταρρυθμίσεων που κλήθηκαν να εφαρμόσουν τα τελευταία χρόνια οι ιταλικές Κυβερνήσεις με επικεφαλής τους φιλοευρωπαίους Μόντι, Λέτα, Ρέντσι και Τζεντιλόνι από τον Νοέμβριο του 2011, όταν ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι παραιτήθηκε από την Πρωθυπουργία, μέχρι τις εκλογές. Αυτές οι πολιτικές και η ταύτισή τους με τη βούληση των Βρυξελλών και της Γερμανίας ήταν αυτές που τροφοδότησαν την αντι-συστημική ψήφο.
Την ίδια περίοδο, στην Ελλάδα είχαμε την Κυβέρνηση του Έλληνα Μόντι, δηλαδή του Λουκά Παπαδήμου για ένα εξάμηνο και στη συνέχεια την Κυβέρνηση Σαμαρά που στηρίχθηκε από τις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις της χώρας, όπως είχε συμβεί με την Κυβέρνηση Λέτα. Τα κόμματα που στήριξαν την Κυβέρνηση Σαμαρά αποδοκιμάστηκαν στις εκλογές του Ιανουαρίου και του Σεπτεμβρίου του 2015 και αυτή είναι η βασική διαφορά των δύο χωρών, καθώς στην Ιταλία οι εκλογές έγιναν εφέτος για πρώτη φορά μετά το 2013.
Έτσι, ο Ματέο Ρέντσι που εμφανίστηκε ως το “νέο” στην κεντρική Ιταλική πολιτική σκηνή το 2013, και βρέθηκε στην ηγεσία της Ιταλικής Κεντροαριστεράς και στην Πρωθυπουργία σε ηλικία 38 ετών, είδε τις φιλοδοξίες του να σκοντάφτουν στη λαϊκή αποδοχή, πρώτα στο δημοψήφισμα και μετά στις πρόσφατες κοινοβουλευτικές εκλογές. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα το νέο καταχωρήθηκε στη σύναξη των συστημικών Κυβερνήσεων και είδε τους νεοεμφανιζόμενους ηγέτες Σαλβίνι και Ντι Μάιο να τον προσπερνούν.
Ο σχεδόν συνομήλικος του Ρέντσι, Αλέξης Τσίπρας αφού προσπέρασε το ΠΑΣΟΚ το 2012 και ηγήθηκε της “Αντιδεξιάς”, βρέθηκε στην Πρωθυπουργία αργότερα από τον Ιταλό Κεντροαριστερό ηγέτη, εκμεταλλευόμενος την Προεδρική Εκλογή. Από κοινού, προσπάθησαν να ηγηθούν μιας Συμμαχίας του Νότου και να εξασφαλίσουν την ανοχή αν όχι τη στήριξη της Γερμανίας.
Ο Αλέξης Τσίπρας είχε την τύχη να μην έχει εκλογές μπροστά του από τον Σεπτέμβριο του 2015 και μετά. Η ρητορική του όλο το χρονικό διάστημα της Πρωθυπουργίας του συνέχισε να κατακεραυνώνει το παλιό πολιτικό σύστημα. Το ίδιο ξαναέκανε με το σκάνδαλο της Novartis, από το οποίο, ωστόσο, εξαίρεσε τους δικούς του υπουργούς.
Ο χρόνος όμως κυλά πολύ γρήγορα στη μνημονιακή εποχή, οι πολίτες πλέον τον κατατάσσουν στη χορεία των μνημονιακών Πρωθυπουργών και του παλιού πολιτικού συστήματος, μετά από 3 χρόνια και ας θεωρεί τον εαυτό του εκπρόσωπο του νέου. Το ίδιο, άλλωστε, νόμιζε και ο Ρέντσι…
* Ο κ. Δημήτρης Σ. Παπαγγελόπουλος είναι Σύμβουλος Στρατηγικής & Επικοινωνίας και μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Νέας Δημοκρατίας.
ΠΗΓΗ: capital.gr