Εν όψει της νέας αναθεώρησης του ΕΣΕΚ το άρθρο αναφέρεται στη σκοπιμότητα συγκερασμού περιβαλλοντικών και οικονομικών στόχων. Η συνέχιση της πολυδιαφημισμένης προπορείας της Χώρας μας στη πράσινη μετάβαση στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, που είναι μια πραγματικότητα αλλά με μεγάλο κόστος στην εθνική οικονομία, δεν μπορεί να συνεχιστεί στους άλλους ενεργειακούς τομείς χωρίς θυσίες στην κοινωνική πολιτική. Από τη Γερμανική ενεργειακή πολιτική αντλούνται παραδείγματα που μπορούν να προσαρμοσθούν στη χάραξη ισορροπημένης εθνικής ενεργειακής πολιτικής στην Ελλάδα.
Εισαγωγή
Η ενεργειακή και κατ’ επέκταση η περιβαλλοντική πολιτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αδιαφανής διελκυστίνδα συμβιβασμού εθνικών συμφερόντων των Μελών και αποκαλύπτεται στη κοινή γνώμη με ωραιοποιημένα συνθήματα, όπως τα περί «δίκαιης μετάβασης», με διαρροές, όπως οι αποκαλύψεις για επιδότηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα στη Γερμανία, με μισές αλήθειες, όπως ότι όλα γίνονται για την κλιματική αλλαγή. Οι χώρες Μέλη επιχειρούν να συμμορφώνονται σε κάποιες γενικές κατευθυντήριες οδηγίες, αλλά κατά κανόνα προωθούν εθνική ενεργειακή πολιτική. Η Ελλάδα περιέργως και κατ’ εξαίρεση, με υπερβάλλοντα ζήλο και χωρίς προφανή αναγκαιότητα ή σκοπιμότητα, πασχίζει για τις δάφνες πρωτιάς στους περιβαλλοντικούς στόχους και ειδικότερα στην απολιγνιτοποίηση, εις βάρος όμως της εθνικής οικονομίας και ασφάλειας.
Η ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας
Επιβλήθηκε η ελεύθερη αγορά στην ηλεκτρική ενέργεια με την αφελή υπόσχεση μείωσης των τιμών μέσω του ανταγωνισμού. Στην Ελλάδα εφαρμόσθηκε χωρίς διασφαλίσεις και χωρίς περίοδο προσαρμογής και πέσαμε στα βράχια ολιγοπωλίου. Και δεν είμαστε η μόνη χώρα, όπου η ακριβή ηλεκτρική ενέργεια πλήττει τη βιομηχανία. Για την Ελλάδα η «απολιγνιτοποίηση» αποδείχθηκε μανδύας ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ και πολιτικής αποβιομηχάνισης. Αλλά και στη Γερμανία ακόμη διαμαρτύρονται για «τοξική ενεργειακή πολιτική», διάβρωση ανταγωνισμού και μείωση εξαγωγών.
Στην ουσία αυτό που χρειαζόμασταν και παραμένει αναγκαίο είναι η ενοποίηση των δικτύων, που έχει προχωρήσει και συνεχίζεται, αλλά με μεικτή οικονομία στην παραγωγή ενέργειας. Κρατική, στους τομείς όπου οι μεγάλες επενδύσεις αποθαρρύνουν τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως στη Γαλλία οι πυρηνικοί αντιδραστήρες και μεθαύριο η πυρηνική σύντηξη ή στην Ελλάδα ο λιγνίτης, και ιδιωτική παραγωγή, κατ’ εξοχήν στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Το φυσικό αέριο είναι μια παροδική λύση ανάγκης, αλλά και ευκαιρία πλουτισμού σε περιόδους κρίσεων στην Ευρώπη, και μάλιστα περισσότερο επιζήμια για το περιβάλλον από το λιγνίτη.
Οι στόχοι μείωσης εκπομπών θερμοκηπίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Οι στόχοι μείωσης των αερίων θερμοκηπίου επισπεύδονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση με κλιματικά επιχειρήματα, ενώ είναι πλέον σαφές ότι το χρονοδιάγραμμα δεν υπαγορεύεται από λόγους κλιματικούς, αλλά ουσιαστικά πρόκειται για τεχνολογικό ανταγωνισμό μεταξύ Ευρώπης, Αμερικής και Κίνας για την κατάργηση των ορυκτών καυσίμων και την κατάκτηση της νέας αγοράς οχημάτων και «ενεργειακά καθαρών προϊόντων». Ένας στόχος που εκτός των άλλων αποσκοπεί παράπλευρα στην οικονομική αποδυνάμωση της Ρωσίας με τα πλούσια αποθέματα ορυκτού πλούτου. Και βέβαια το τραπεζικό σύστημα επιχαίρει για τις ιλιγγιώδεις επενδύσεις που συνεπάγεται η ενεργειακή μετάβαση και την ευκαιρία να πάρει το πάνω χέρι από τους γίγαντες του πετρελαίου.
Και για να περάσουν όλα αυτά καταφεύγουν στο προπατορικό αμάρτημα, έστω σε παραλλαγή. Το επιχείρημα θεωρείται ακλόνητο, ο άνθρωπος φταίει για τη κλιματική αλλαγή και πρέπει ή να επανορθώσει ή να υποστεί το πυρ της κολάσεως. Εντούτοις, είναι ηλίου φαεινότερο ότι παράλληλα με τις επιπτώσεις από τα ορυκτά καύσιμα και την αλλαγή χρήσης γης που πράγματι υπάρχουν, συντρέχει και φυσική κλιματική μεταβολή που αποκρύπτεται και παραμένει σκόπιμα εκτός συζήτησης η κατάλληλη πολιτική για την προσαρμογή μας στην κλιματική μεταβολή. Και βέβαια αμάρτημα υπάρχει και παραμένει άρρητο και δεν είναι άλλο από τις πυρηνικές δοκιμές που άνοιξαν τους ασκούς του Αιόλου και διατάραξαν τα τεράστια αποθέματα διοξειδίου του άνθρακα των ωκεανών που έφεραν ακαριαία στην επιφάνεια από τα αβυσσικά βάθη, όπου χρειάστηκαν εκατοντάδες εκατομμύρια έτη για να αποθηκεύσει η φύση.
Μέσα στο ομιχλώδες αυτό και ανθυγιεινό τοπίο διαφαίνεται ότι σε μια με δυο δεκαετίες, ακόμη και μετά από ουσιαστική μείωση των εκπομπών, η ενεργειακή μετάβαση θα είναι ημίμετρο, το πρώτο βήμα απλά, και θα παραμείνει ως νέος στόχος η μείωση του αποθέματος διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα με γεωλογική αποθήκευση ή με μετασχηματισμό του σε χρήσιμη πρώτη ύλη. Και βέβαια η ατμόσφαιρα είναι σε δυναμική επικοινωνία και ισορροπία με τους ωκεανούς και το εγχείρημα δεν είναι καθόλου εύκολο. Δεν θα το αποφύγουν όμως οι επόμενες γενιές και καλό θα είναι να μην αφήσουμε να αιφνιδιαστούν. Χαίρομαι, λοιπόν γιατί και η Ελλάδα μπαίνει στην έρευνα στο τομέα αυτό και μάλιστα για δύο λόγους. Πρώτα γιατί ο στόχος αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα είναι επιτακτικός και μακρόπνοος και δεύτερον γιατί διαθέτουμε την βασική τεχνολογική υποδομή, το επιστημονικό δυναμικό, αλλά και ευνοϊκές γεωλογικές δομές στην Ελλάδα και οι έρευνες προωθούνται στη θάλασσα με το πρόγραμμα του Πρίνου, αλλά και στην ξηρά με την ΕΔΕΥΕΠ.
Νέα αναθεώρηση ΕΣΕΚ
Το σημαντικότερο όμως για την Ελλάδα είναι η διαφαινόμενη τολμηρή, νέα ενεργειακή πολιτική που ανήγγειλε ο Υπουργός Ενέργειας και προωθείται με την αναθεώρηση του ΕΣΕΚ. Έγινε επιτέλους αντιληπτό ότι η τήρηση του ΕΣΕΚ θα κατέληγε ασφυκτικά εις βάρος της ανάπτυξης. Το είχα περιγράψει πρόσφατα διαφορετικά, με κάποια αγανάκτηση ίσως, αλλά δεν απέχει πολύ στην ουσία. Σε άρθρο μου στις 7 Φεβρουαρίου 2024, και με την ευκαιρία ευχαριστώ για την τιμή να το φιλοξενήσουν το EnergyPress, η «ΑΜΑΡΥΣΙΑ», ο «ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ» και σύσσωμος ο τύπος της Κοζάνης, και αναφέρω για συντομία ενδεικτικά το «ΧΡΟΝΟ» της Κοζάνης, είχα γράψει τα παρακάτω.
«Στις ΗΠΑ η βιομηχανική επανάσταση (της εποχής μας) στηρίζεται οικονομικά κυρίως σε φορολογικές απαλλαγές και σε χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων, ενώ στην Ευρώπη σε υπερβολικούς ενεργειακούς φόρους που ενσωματώνονται στις τιμές προϊόντων και έμμεσα επιβαρύνουν τους καταναλωτές. Αποτέλεσμα της Ευρωπαϊκής επιλογής είναι η ασύμμετρη μεταφορά κοινωνικών πόρων στη βιομηχανία που οδηγεί τα τρακτέρ στις πρωτεύουσες. Δυστυχώς, η υπερβολική επιδότηση της βιομηχανίας με έμμεση φορολόγηση των πολιτών ενέχει κινδύνους λαϊκής στροφής σε ακραίες πολιτικές επιλογές. Και όλα αυτά σε σκηνικό ιδιότυπου ψυχρού πολέμου, όπου το σιδηρούν παραπέτασμα αναβιώνει ως ενεργειακό, αλλά από την πλευρά της Δύσης αυτή τη φορά. Βεβαίως, μετά από έναν ανιστόρητο και καταδικαστέο κατακτητικό πόλεμο, που όλοι περίμεναν, αλλά αφέθηκε να εξελιχθεί χωρίς προσπάθεια αποτροπής».
Ελπίζω με την αναθεώρηση του «αναθεωρημένου» ΕΣΕΚ να δοθεί εθνική λύση στο θέμα του λιγνίτη, εθνική με βάση την κοινή λογική, χωρίς να παραπέμπω σε «εθνικοπατριωτικά» συναισθήματα. Απλά προσπαθώ να συνεκτιμήσω ένα σημαντικό παράγοντα, την «γεωπολιτική αβεβαιότητα», που επισημαίνει ο κύριος Σκυλακάκης λέγοντας «Αν προστεθεί (στους άλλους παράγοντες) και η γεωπολιτική αβεβαιότητα, τότε προκύπτει μια δύσκολη πραγματικότητα για μια χώρα όπως η Ελλάδα».
Περιθώρια εθνικής ενεργειακής πολιτικής των Μελών της ΕΕ
Είναι δυνατόν να υπάρξει εθνική ενεργειακή λύση της Ελλάσας αγνοώντας το μοναδικό ασφαλές ορυκτό καύσιμο της χώρας, το λιγνίτη, όταν η Γερμανία παρατείνει τη χρήση του μέχρι το 2038; Όταν τα μηνύματα από τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης μιλάνε για πολεμικές προετοιμασίες; Όταν είναι γνωστές οι αβεβαιότητες στη διαθεσιμότητα και στις τιμές του LNG; Όταν έχει προηγηθεί το σαμποτάζ στους αγωγούς Nord Stream; Όταν οι σταθμοί αεριοποίησης LNG είναι πολύ πιο ευάλωτοι από τη Moskva, τη ναυαρχίδα του ρωσικού στόλου της Μαύρης Θάλασσας; Όταν τα drones είναι τόσο αποτελεσματικά και έχουν αλλάξει τις συνθήκες πολέμου στην Ουκρανία;
Και την κοινή λογική στην προκειμένη περίπτωση, αφήνοντας κατά μέρος τη γεωπολιτική αβεβαιότητα, εκφράζει ξεκάθαρα ο Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Christian Lindner ο οποίος απέρριψε την απολιγνιτοποίηση μέχρι το 2030, με την ίδια τόλμη που ο κύριος Σκυλακάκης παρέπεμψε σε αναθεώρηση το ΕΣΕΚ σε επιστημονικό φορέα αυτή τη φορά, στο ΚΕΠΕ, αποφεύγοντας την εύκολη λύση των συμβούλων της γραφειοκρατίας.
Είπε ο Γερμανός Υπουργός: “As long as it is not clear that energy will be available and affordable, we should end the dreams of phasing out coal power in 2030”. Εφόσον δεν είναι σαφές ότι η ενέργεια θα είναι διαθέσιμη και προσιτή, θα πρέπει να τερματίσουμε τα όνειρα της σταδιακής κατάργησης της ενέργειας από άνθρακα το 2030». Και πρόσθεσε: «Αυτή η ημερομηνία δεν κάνει τίποτα για το κλίμα ούτως ή άλλως, καθώς, λόγω των ευρωπαϊκών κανόνων, οι εκπομπές CO2 που εξοικονομούνται στη Γερμανία επιτρέπεται να συγκεντρωθούν επιπλέον στην Πολωνία, για παράδειγμα». Λογική που συμμερίζεται και ο κύριος Σκυλακάκης με ισχυρότερη διατύπωση, ίσως διπλωματικότερη και ορθότερη, γιατί έθεσε το θέμα σε παγκόσμια κλίμακα, λέγοντας: «Ανεξαρτήτως του πως θα εξελιχθούν οι ρύποι στις επόμενες δεκαετίες, οι κλιματικές επιπτώσεις θα συνεχίσουν να είναι πλήρως αισθητές στο εν λόγω διάστημα. Ως εκ τούτου, χρειάζεται έμφαση στην πρόληψη, την προσαρμογή και τις σχετικές δαπάνες».
«Μάθημα» εθνικής ενεργειακής πολιτικής που μας αφορά άμεσα έρχεται και πάλι από τη Γερμανία. Είναι ταυτόχρονα και μάθημα άμεσης δημοκρατίας, όπου οι τοπικές κοινωνίες εισακούονται και διαμορφώνουν το μέλλον τους. Η λιγνιτοπαραγωγός Λουσατία, της πρώην Ανατολικής Γερμανίας στα σύνορα με την Πολωνία, με πολυκύμαντο ιστορικό παρελθόν, έχει περίοδο χάριτος για απολιγνιτοποίηση μέχρι το 2038 για κυριολεκτικά δίκαιη μετάβαση με υποστήριξη από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, μικρή έστω. Εφαρμόζει το μοντέλο μετάβασης που προτείναμε για τα ελληνικά λιγνιτικά κέντρα και μας ταιριάζει με την απαραίτητη προσαρμογή.
Στη Γερμανία βέβαια η απολιγνιτοποίηση εφαρμόσθηκε κατ’ όνομα μόνο, αφού το ένα τρίτο της ηλεκτρικής παραγωγής εξακολουθεί να προέρχεται από άνθρακα. Στην πραγματικότητα η πολιτική «ο ρυπαίνων πληρώνει» αντιστράφηκε με κρυφές δωρεάν άδειες εκπομπών στους λιγνιτικούς σταθμούς, όπως επισημάναμε. Αλλά ουδέν κρυπτόν και έγινε γνωστό πρόσφατα ότι ακυρώθηκαν άδειες εκπομπών που είχαν διατεθεί δωρεάν σε λιγνιτικούς σταθμούς και που εντωμεταξύ είχαν καταργηθεί, για να μη πωληθούν στην ελεύθερη αγορά. Ήταν λοιπόν διπλή η επιδότηση με δωρεάν παροχή αδειών που υπερκάλυπταν τις ανάγκες παραγωγής και με πλεονάζουσες που μπορούσαν να διατεθούν στην ελεύθερη αγορά.
Και εμείς εδώ πως βοηθήσαμε το λιγνίτη; Που δόθηκαν δωρεάν άδειες εκπομπών και ποιος ωφελήθηκε; Απλά κατηγορήθηκε ο λιγνίτης ότι είναι βαρίδι και αρκεσθήκαμε στα εύσημα της πρωτιάς στην απολιγνιτοποίηση, αλλά ήταν μεγάλο το κόστος καταναλωτών, συνεπακόλουθη η αποβιομηχάνιση και τα ουρανοκατέβατα κέρδη ολίγων.
Τι να πει κανείς; Ο Όμηρος τα έχει πει όλα: «αἰδώς Ἀργεῖοι».
Ο Ευστάθιος Χιώτης είναι Δρ. Μεταλλειολόγος Μηχανικός ΕΜΠ, Μηχανικός Πετρελαίων Imperial College, πρώην διευθυντής στη Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίων και στο Ινστιτούτο Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους.
https://independent.academia.edu/Chiotis
https://www.researchgate.net/profile/Eustathios_Chiotis
https://energypress.gr/search-content?keys=%CE%A7%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B7%CF%82