Αυτό που λέμε «αριστερά» στην Ελλάδα ή αυτό που υφίσταται πλέον, όσο κι αν είναι φορτισμένο με μπόλικη -στα μυαλά ορισμένων μόνο- «ηθική ανωτερότητα» και μπόλικη μεταφυσική, ένα είναι το σίγουρο: ότι δεν μπορεί να ξεφύγει απ’ αυτό που πραγματικά είναι: σαρξ εκ της σαρκός του διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος που η ίδια καταγγέλλει. Δυστυχώς, οι διαχρονικές πολιτικές της παρεμβάσεις, εκμηδενίζουν κάθε τι από τα ιδεώδη της.
Τρία είναι τα δομικά προβλήματά της: το τεράστιο πλήθος των ιδεοληψιών και των ψευδαισθήσεων, ο ολικός μηδενισμός του έργου των υπολοίπων και ο εγκλωβισμός της στον αμιγώς καταγγελτικό λόγο, ο οποίος, επειδή είναι τέτοιος, είναι κενός περιεχομένου και νοήματος.
Όπως φάνηκε κι από τα τελευταία γεγονότα, η «αριστερά», όχι μόνο δεν έχει απαντήσεις για τα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας, αλλά ακόμη χειρότερα, δεν είναι πλέον καλή και στον τομέα που θεωρούνταν φαβορί: τη θεωρία.
Οι νέοι, οι μεταμοντέρνοι αριστεροί, τα γνωστά παρδαλά παιδάκια με τα σταράκια, δεν έχουν καμία σχέση με τους παλαιότερους. Η σημερινή «αριστερά», έχει ξεμείνει (και) από πνεύμα. Είναι ζήτημα αν έχουν διαβάσει από 5 – 10 σελίδες του Μαρξ, και σίγουρα, ο Αξελός, ο Παπαγιώργης και ο Καστοριάδης, δεν ξέρουν ούτε κατά που πέφτουν. Τι πιο χρήσιμο (αλλά και κοπιώδες!) για έναν πολιτικό αναλυτή και στοχαστή να μάθει πως δουλεύουν οι δομές και οι σχέσεις εξουσίας από τον Μαρξ.
Κι όχι μόνο δεν έχει πνεύμα, αλλά, η ρητορική της είναι ακραία υλιστική εδώ και δεκαετίες: κόπτεται μανιωδώς για την κατοχή των μέσων παραγωγής και του χρήματος. Κι άλλος δείκτης: από τα νέα συγγράμματα των αριστερών συγγραφέων μέχρι τις πιο πρόσφατες ομιλίες των βουλευτών της, ένα πράγμα είναι εμφανές: η επανάληψη, η αέναη ανακύκλωση, το «αναμάσημα» των ίδιων πράγματων: οι ομιλίες τους μοιάζουν με κασέτες του ‘80 παίζουν μέχρι και σήμερα. Καμία καινοτομία, καμία πρωτοτυπία: ο ίδιος καταγγελτικός και αντιδραστικός λόγος (σύμφωνα με την «αριστερά» πάντα φταίνε οι άλλοι), η ίδια νευρόσπαστη κλάψα, η ίδια ακατάσχετη συνθηματολογία. Συνολικά, η «αριστερά», έχει καταντήσει να είναι η ηθική, η αισθητική και η πνευματική -εδώ με δική της ορολογία- πλέμπα της χώρας.
Μια πραγματική «αριστερά», θα όφειλε να κάνει αυτά που η ελληνική δεν τόλμησε ποτέ: να μεταρρυθμιστεί, ώστε να αποκτήσει μια νέα (μη απολιθωμένη) ταυτότητα. Να αποκτήσει ευρωπαϊκό προσανατολισμό, όχι μόνο για να μοιράζει τα δανεικά «στο λαό» αλλά και για να εκσυγχρονίσει τους θεσμούς της. Να μάθει να μην επιμένει μόνο στα δικαιώματα αλλά να ανταπεξέρχεται και στις υποχρεώσεις του ευρωπαϊκού πλαισίου. Να συνειδητοποιήσει ότι ο κοσμοπολιτισμός και ο ιδεοληπτικός διεθνισμός, είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα, ότι έχει νόημα η εθνική κλίμακα, η εθνική ανάπτυξη και η κρατική ενδυνάμωση, καθώς, μόνο αυτή (και όχι ο παρασιτισμός στο όνομα των δήθεν δικαιωμάτων), προσφέρει την πιο ισχυρή μορφή ελευθερίας για την οποία κόπτεται: την ανεξαρτησία. Να καταλάβει ότι η επιχειρηματικότητα (η ελληνική μικροεπιχειρηματικότητα) δεν είναι εχθρός της «αριστεράς», ότι δεν έχει και τόσο μεγάλο «κέρδος» και ότι είναι η μόνη βιώσιμη λύση για να πληρωθούν οι «μισθοί των εργατών». Να πάψει να ‘χει μονόπατη ρητορική αύξησης της κατανάλωσης των «λαϊκών στρωμάτων», αλλά να δει και την προϋπόθεση αυτού: την παραγωγή. Να πάψει να είναι «κομματικός σωλήνας» που ξερνά ότι πιο αξιόλογο υπάρχει στο ανθρώπινο δυναμικό της. Υπάρχουν στους χώρους της, αλλά εκτός πολιτικής, άτομα που σκέφτονται και προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες, που δεν καταπίνουν αμάσητες όλες τις ιδεολογικές πλάνες και τα κομματικά συνθήματα. Που ξέρουν να ξεχωρίζουν την αλληλεγγύη από την τρομοκρατία και τον τραμπουκισμό (στα οποία η σημερινή «αριστερά» έχει το μονοπώλιο) αλλά και την αθρόα λαθρομετανάστευση. Τα άτομα αυτά να είναι το συμβολικό κεφάλαιο, το παράδειγμα προς μίμηση, κάτι που λείπει τόσο πολύ από τη σημερινή «αριστερά» (η οποία ανέχεται πάμπλουτους υπουργούς με εκατομμύρια καταθέσεων στο εξωτερικό).
Και το πιο σημαντικό: θα πρέπει να καταλάβει, ότι οι ουτοπίες, μόνο με συνθήματα δεν υλοποιούνται× άπαξ και δεν υπάρχουν άλλα «όπλα», απαιτείται στρατηγική, ικανότητα πειθούς κι ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο», τα οποία, λόγω εμμονικών ιδεοληψιών και μικρής επαφής με την πραγματικότητα, δεν έχει.
Δ. Κ. Μίμης