Ύστερα από την ανακοίνωση των 10 υποψηφιοτήτων για Όσκαρ-μεταξύ των οποίων και της καλύτερης ταινίας- ο Γιώργος Λάνθιμοςδεν είναι απλώς το πιο δημοφιλές ελληνικό όνομα στο εξωτερικό, αλλά σίγουρα και The Favourite, ο ευνοούμενος, του δυσπρόσιτου πλανήτη Χόλιγουντ.
Αυτός είναι, άλλωστε, ο τίτλος της νέας του ταινίας, μιας από τις καλύτερες της χρονιάς σύμφωνα με τους «New York Times», τον «Guardian», τους κριτικούς ακόμα και τους φανατικούς αντι-λανθιμικούς, η οποία τον βάζει για τα καλά στα μεγάλα σαλόνια του Χόλιγουντ όχι πλέον ως αουτσάιντερ, αλλά ως ισότιμο συνομιλητή και ως τον αγαπημένο των σούπερ αστέρων.
Οι όμορφες σταρ και η ευαισθησία
Η αρχή των ευνοϊκών δηλώσεων από πλευράς Χόλιγουντ ξεκίνησαν με μια γυναίκα πρώτης γραμμής όπως η Ρέιτσελ Βάις, η οποία δεν σταματούσε να ομολογεί σε πάρτυ, σε διάφορες συνεντεύξεις της, στους διάσημους φίλους της ότι ο Γιώργος Λάνθιμος είναι ο αγαπημένος της σκηνοθέτης και ό,τι καλύτερο έχει συναντήσει τα τελευταία χρόνια από πλευράς συνεργασίας.
Δεν άργησαν έτσι να φτάσουν στα χολιγουντιανά πηγαδάκια οι αναφορές στον προσηνή Ελληνα με τις δικές του ιδιοσυγκρασιακές μεθόδους, ο οποίος ωστόσο αγαπάει τους ηθοποιούς και έχει το ατού να κερδίζει την εμπιστοσύνη των κριτικών, τις υποψηφιότητες, τα βραβεία και τα εξώφυλλα των περιοδικών.
Δύσκολα θα συναντήσει κανείς σκηνοθέτη που να έχει περάσει με τόση άνεση από το πρωτοποριακό στο mainstream χωρίς να έχει βλάψει κανέναν – κυρίως τη φήμη του. Ολα έγιναν με τους ιδανικούς όρους ώστε να εξασφαλιστούν τα απαραίτητα χρήματα που έκαναν τη νέα ταινία εποχής του Λάνθιμου να μοιάζει με υπερπαραγωγή: εντυπωσιακά εξωτερικά πλάνα, ιδανικοί πρωταγωνιστές, υποδειγματικά σκηνικά και κοστούμια. Η Ρέιτσελ Βάις έκανε την αρχή φέρνοντας δίπλα της την Εμα Στόουν, που είναι αυτή τη στιγμή το πιο ακριβοπληρωμένο και περιζήτητο όνομα στο Χόλιγουντ και αυτές με τις σειρά τους βρέθηκαν να συνομιλούν επί ίσοις όροις με μία ακόμα καίρια επιλογή του Λάνθιμου: την Ολίβια Κόλμαν.
Βγαλμένη από τη ραχοκοκαλιά των ποιοτικών ηθοποιών της Μεγάλης Βρετανίας ως η ιδανική τους μάλιστα βασίλισσα, αφού υποδύεται την Ελισάβετ στη συνέχεια της δημοφιλούς και πολυσυζητημένης σειράς του Netflix «Το Στέμμα», η Κόλμαν αντεπεξήλθε στις ανάγκες ενός ρόλου που ακροβατούσε ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα. Αποτέλεσμα; Αφού εξασφάλισε το βραβείο από τη Βενετία ανοίγοντας τον δρόμο στις υπόλοιπες υποψηφιότητες, τώρα κρατάει τη Χρυσή Σφαίρα θεωρούμενη η επικρατέστερη για το επόμενο Οσκαρ.
Συμβολοποιώντας τη γυναικεία δύναμη που αυτή τη στιγμή με το #MeToo φαίνεται πολύ σημαντικότερη από την ερμηνεία μιας ερωτοχτυπημένης τραγουδίστριας όπως η Lady Gaga για την ερμηνεία της στο «A star is born», η Βασίλισσα Αννα της Κόλμαν συζητήθηκε ακριβώς επειδή μεταφέρει το συμβολικό μήνυμα που το Χόλιγουντ θέλει να ακούσει. Επιπλέον, ερμηνεύει την πολύ οικεία στους Βρετανούς και άκρως παρεξηγημένη βασίλισσα, μια γυναίκα που μπορεί να μην είχε την εμφάνιση ή τον δυναμισμό, αλλά κατέληγε να είναι συμπαθής μέσα στην αμηχανία των αντιδράσεών της.
Ως γνωστόν, ο Λάνθιμος ξέρει να ρίχνει φως σε αυτό που οι υπόλοιποι αγνοούν, στους δευτερεύοντες χαρακτήρες που μπορούν, όπως και ο ίδιος κάποια στιγμή, να μεταμορφωθούν σε πρωταγωνιστές, σε αυτούς τους καρατερίστες ή τις ασήμαντες παρουσίες της Ιστορίας που ο καιρός τούς θέλει, για διαφορετικούς λόγους, να έρχονται στην πρώτη γραμμή.
Παραπάνω λοιπόν από την πρόθεσή του να τονίσει οτιδήποτε περιθωριοποιημένο και σκοτεινό, όπως οι περισσότεροι σκηνοθέτες της γενιάς του, αυτό που θέλει να καταδείξει είναι η σπάνια γοητεία της ασημαντότητας και μιας ευαισθησίας που οι περισσότεροι τείνουν να αποκαλούν κυνισμό. Το καλό είναι ότι δεν το κάνει με θόρυβο περνώντας τα δικά του μηνύματα για τη βία, τα εσωτερικά αδιέξοδα και τη μοναξιά, στοιχεία που οι στρατευμένου τύπου ταινίες θέλουν να ξεχνούν. Το τελευταίο, όμως, που θα μπορούσε να απασχολεί τον Λάνθιμο είναι η πολιτική, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν φροντίζει να προβάλει τις δικές του ευαισθησίες.
Η θέση του απέναντι στη γυναικεία αυτοπραγμάτωση είναι γνωστή, έχοντας μάλιστα στο πλευρό του μια σύντροφο, την ηθοποιό Αριάν Λαμπέντ, που φιγουράρει όχι μόνο ως το δυναμικό μοντέλο του αρώματος Chloe, αλλά ως η υποδειγματική γυναίκα του 21ου αιώνα, σεμνή και δυναμική, ανεξάρτητη και τρυφερή. Δεν είναι τυχαίο ότι οι γυναίκες σταρ θέλουν να συνεργαστούν με τον Λάνθιμο με πιο χαρακτηριστική περίπτωση την Κέιτ Γουίσλετ, η οποία προστέθηκε στον κύκλο των γυναικών που αναζητούν έναν ρόλο υπό τις σκηνοθετικές του οδηγίες.
Αυστραλός σεναριογράφος για μια ταινία -βρετανικής- εποχής
Μια ταινία, όμως, τόσο απαιτητική όσο το «The Favourite», γυρισμένη μάλιστα από έναν Ελληνα ο οποίος κατάφερε να βολιδοσκοπήσει τα απωθημένα της Αγγλίας αλλά κρατώντας τους δικούς του συμβολισμούς, απαιτεί ένα στιβαρό σενάριο που να συνοψίζει αυτές τις αντιθέσεις. Οπως έγραφαν στο πρόσφατο αποθεωτικό κείμενό τους οι «New York Times»: «Ο Λάνθιμος είναι γνωστός για τη δημιουργία σκοτεινά σουρεαλιστικών και αμήχανα ξεκαρδιστικών κινηματογραφικών κόσμων που αντικατοπτρίζουν την καθημερινότητά μας υπό ένα παραμορφωτικό φως».
Οσο δύσκολο όμως είναι να διακρίνει κανείς αυτό το φως άλλο τόσο εύκολο είναι να εντοπίσει το βραδυφλεγές αλλά πολύ έντονο χιούμορ που διέπει τις ταινίες του. Σίγουρα μια ιστορία αγάπης με τον τίτλο «Αστακός» δεν θα μπορούσε παρά να κρύβει όχι μόνο ρίσκο και τόλμη, αλλά και χιούμορ σε ισομερείς δόσεις, που αυτός κατ’ εξαίρεση, όπως λένε και οι κριτικοί που πλέον πίνουν νερό στο όνομά του, διαθέτει.
Σε αντίθεση όμως με τα ευφάνταστα, κωμικοτραγικά σενάρια του Ευθύμη Φιλίππου, του πλέον στενού συνεργάτη του Γιώργου Λάνθιμου, η περίπτωση της «Ευνοούμενης» απαιτούσε ένα εξαρχής αγγλόφωνο σενάριο που να αντιλαμβάνεται αυτές τις αντιθέσεις, αλλά να έχει εντρυφήσει βαθιά στη βρετανική ιστορία: εν προκειμένω, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η συνεργασία του Γιώργου Λάνθιμου με τον Αυστραλό σεναριογράφο Τόνι Μακναμάρα, ο οποίος αντιλήφθηκε τη σάτιρα που θέλει να αποπνέει μια αυστηρή ταινία εποχής. Οι ιστορικές λεπτομέρειες και το κλίμα που περιέγραφε το αρχικό σενάριο τής κατά τα άλλα έμπειρης Ντέμπορα Ντέιβις δεν φάνηκαν αρκετά για τον Λάνθιμο, που ήθελε να προσθέσει τη δική του σφραγίδα αποδόμησης.
Και εδώ ακριβώς έγκειται το τεράστιο -και ας λένε οι περισσότεροι ό,τι θέλουν- ταλέντο του Ελληνα: ότι δεν αρκέστηκε στην πρόταση μιας έμπειρης σεναριογράφου που κερδίζει τις Χρυσές Σφαίρεςόπως η Ντέιβις, αλλά αναζήτησε τη λεπτή εκείνη πινελιά που θα έκανε την ταινία να μην είναι μόνο εποχής αλλά και να φέρει τη σφραγίδα «Λάνθιμος». Ανάμεσα σε μια μεγάλη αναζήτηση σκέφτηκε ότι πιο κοντά στη δική του ιδιοσυγκρασία είναι ο Μακναμάρα με μια μικρή λεπτομέρεια: ότι ο τελευταίος ζούσε στην Αυστραλία, κάτι που ωστόσο δεν φάνηκε να πτοεί τον Ελληνα σκηνοθέτη.
Εγιναν οι απαραίτητες συνεννοήσεις, ανταλλάχθηκαν τηλέφωνα, σερβιρίστηκαν κάποιες μακαρονάδες σε τρατορίες της Ρώμης και κατέληξαν αμφότεροι σε συμφωνία με τον τρόπο που ο Λάνθιμος ξέρει καλύτερα από τον καθένα: της φιλίας και της διαπροσωπικής σχέσης. Τότε ακόμα, πριν από οκτώ χρόνια δηλαδή, που ξεκίνησαν οι συνεννοήσεις με τον Μακναμάρα -με τον οποίο θα συνεργαστεί και στην επόμενη ταινία- ο Λάνθιμος δεν ήταν παρά ένας -σχεδόν- ανερχόμενος στο διεθνές στερέωμα σκηνοθέτης, ο οποίος είχε μόλις ολοκληρώσει τις άγνωστες ακόμα «Αλπεις» και δήλωνε με περίσσιο θάρρος -ή μήπως θράσος;-στον Αυστραλό συνομιλητή του ότι θέλει να κάνει «τη μεγάλη ταινία», μια βρετανική ταινία εποχής. Και τον έπεισε.
Το λανθιμικό στόρι που σαρώνει
Για επτά ολόκληρα χρόνια δούλευαν μαζί το σενάριο αφαιρώντας και προσθέτοντας σκηνές και μιλώντας γι’ αυτούς τους ατελείωτους περιπάτους των βασιλομητόρων και των βασιλιάδων στην εξοχή τον 18ο αιώνα, όπου άνθιζαν το κυνήγι, οι αγώνες πάπιας και οι αστείες ψυχαγωγικές συνήθειες. Σε αυτό το παράδοξο ντεκόρ ταίριαζε γάντι η ιστορία της παράξενης και παράδοξα ευαίσθητης Βασίλισσας Αννας (Ολίβια Κόλμαν), η οποία επειδή ακριβώς αδυνατεί να φέρει εις πέρας τα καθήκοντά της φαίνεται να καθοδηγείται από τη στενή της φίλη Σάρα (Ρέιτσελ Βάις) που κινεί τα νήματα και κατ’ ουσίαν είναι εκείνη που κυβερνά. Οταν όμως μια νέα υπηρέτρια καταφτάνει στο παλάτι, η Αμπιγκέιλ (Εμα Στόουν), τα πράγματα φαίνονται να περιπλέκονται ακόμα περισσότερο, αφού η τελευταία γίνεται η protégée της οιονεί βασίλισσας και στη συνέχεια της πραγματικής. Και αυτό το σχεδόν λεσβιακό, σχεδόν ερωτικό, άκρως θεατρικό τρίο αναδεικνύει όλες τις πλευρές του λανθιμικού χιούμορ, αλλά και της δυνατότητάς του να μετατρέπει τις τρεις βασίλισσες του, σαν μια ατελείωτη παρτίδα σκάκι, σε πιόνια προς τη βέβαιη επιτυχία μπλέκοντας για μία ακόμα φορά τα πανέμορφα πλάνα με τα μεγάλα ερωτήματα για τα όρια της ανθρώπινης αντιδραστικότητας.
Αυτό σημαίνει ότι ο Λάνθιμος, όσο ψηλά κι αν έχει φτάσει, ουσιαστικά δεν έχει αλλάξει, γνωρίζοντας πως αν δεν διαμορφώσεις δική σου σφραγίδα, δεν μπορείς να επιβάλεις όχι μόνο ταινία, αλλά ούτε καν άποψη. Το όραμά του είναι τελικά αυτό που έκανε τον Λάνθιμο να ξεχωρίζει. Αντί να παρασύρεται από τις τάσεις της εποχής, πλέον τις διαμορφώνει. Σαν να διέβλεψε το τέλος των sci-fi ταινιών καταθέτοντας το κύκνειο άσμα τους με τον «Αστακό», ενώ προφήτευσε τον νεο-φεμινισμό πριν από τον καθένα. Το «The Favourite» είναι ακριβώς ό,τι χρειάζεται το κουρασμένο από τις περιπέτειες Χόλιγουντ, το οποίο τα τελευταία χρόνια δείχνει να στρέφεται με ενδιαφέρον προς την ευρωπαϊκή ήπειρο και τους δημιουργούς της. Απόδειξη η μετάκληση σπουδαίων Ευρωπαίων σκηνοθετών αλλά και άπειρων Βρετανών ηθοποιών στο Χόλιγουντ, που δεν σταματά ποτέ να διψά για νέο αίμα. Και η νέα ανακάλυψή του είναι ο Γιώργος Λάνθιμος, φερμένος ως ένα εξωτικό ελληνικό προϊόν, αλλά με βαθιά κατανόηση της «βρετανικότητας» ως μόνιμος κάτοικος πλέον του Λονδίνου.
Χορεύοντας με τον σκηνοθέτη: Η αλλόκοτη μέθοδος της επιτυχίας
Το παράξενο είναι ότι ο ίδιος ο Λάνθιμος δεν φοβήθηκε να εφαρμόσει τη μέθοδό του σε ηθοποιούς πρώτου μεγέθους, που δεν είναι μαθημένοι στις εναλλακτικές, απελευθερωτικές προσεγγίσεις του αλλόκοτου Ελληνα. «Ενώ κοινό και κριτικοί ήθελαν εναγωνίως να κατηγοριοποιήσουν τις ταινίες του», τονίζει άλλο ένα προφίλ του περίφημου «Variety» αφιερωμένο στον Ελληνα δημιουργό, «εκείνος το μόνο που κάνει είναι να υιοθετεί τη μέθοδο της τρέλας».
Οι ίδιοι οι ηθοποιοί του παραδέχτηκαν ότι δεν τους είχε τύχει να γίνονται οι πρόβες με την ενσωμάτωση μουσικής και χορευτικών όπου ο Λάνθιμος, θυμίζοντας σκηνή από «Κυνόδοντα», τους έβαζε να τραγουδάνε και να χορεύουν ό,τι πιο παλαβό τούς ερχόταν στο κεφάλι. Προτού ακόμα αρχίσουν τα γυρίσματα του «The Favourite», συγκεντρώνονταν όλοι σε κύκλους όπου αντάλλαζαν ρόλους, αυτοσχεδίαζαν, κόπιαραν ο ένας τα λόγια του άλλου – και κυρίως χόρευαν. Προκειμένου μάλιστα να ενισχύσει αυτό το άδηλο, πολλές φορές σε έναν κινηματογραφικό δημιουργό ή ακόμα και θεατή στοιχείο του χορού ο Λάνθιμος προσέλαβε την Αργεντίνα χορογράφο Κοστάντζα Μάκρας, αφού, όπως έλεγε εκείνη την περίοδο, ήταν συγκεκριμένος ο τρόπος που ειδικά οι άνθρωποι της Αυλής και της αριστοκρατίας κινούσαν το σώμα τους και εκφράζονταν – και αυτό έπρεπε να μεταφερθεί με ενάργεια στους ηθοποιούς του.
Πώς κατέκτησε τα μεγάλα στούντιο
Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στην κεντρική εταιρεία που χρηματοδοτεί το όραμα του Λάνθιμου για να δει ότι η συγκυρία υπήρξε ιδανική για τον Ελληνα σκηνοθέτη. Ενώ οι ανεξάρτητες εταιρείες στην Αμερική, αυτές που προωθούν τις «φεστιβαλικές» ταινίες και τα παράξενα σενάρια και που έδειξαν να ενδιαφέρονται εν πρώτοις για τον Λάνθιμο, ενδεχομένως να βοηθούσαν να φτάσει ο Ελληνας δημιουργός στην αμερικανική αγορά, σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν ούτε κόκκινα χαλιά ούτε βραβεία. Κυρίως όμως δεν θα του εξασφάλιζαν ευρεία διανομή και άμεση πρόσβαση στο Χόλιγουντ, αφού όσες το κατάφεραν, απλώς εξαγοράστηκαν ή απορροφήθηκαν από μεγαλύτερες όπως την εναλλακτική Miramax του Χάρβεϊ Γουάινσταϊν. Η μόνη που φαίνεται ακόμα να οσμίζεται το εναλλακτικό σενάριο μπορεί να κάνει τη διαφορά που οδηγεί κατευθείαν στο Dolby Theatre, όπου γίνεται η απονομή των Οσκαρ, είναι η Fox Searchlight που ανήκει στην πανίσχυρη 20th Century Fox.
Γνωρίζοντας πως για να μπορέσει να προσεγγίσει μια τόσο πανίσχυρη εταιρεία ο Λάνθιμος χρειαζόταν γερό σενάριο, γνωριμίες και δυνατά ονόματα, έκανε ακριβώς τα βήματα που χρειαζόταν: ο πολυσυλλεκτικός, από άποψη παραγωγής, «Αστακός» (ιρλανδο-ολλανδο-βρετανο-ελληνική παραγωγή με περιορισμένη ωστόσο διανομή στις ΗΠΑ) τού έδωσε αυτό ακριβώς που χρειαζόταν ώστε να καπαρώσει μια καλή θέση στα υπόψη των μεγάλων παραγωγών, αφού απέσπασε πολλές καλές κριτικές και φεστιβαλικά βραβεία και είχε πρωταγωνιστές πρώτης γραμμής. Ακολούθησε το εντυπωσιακό «Ιερό Ελάφι» του, που όσο και αν ξένισε με το σκληρό του θέμα, έδειξε ότι η συμμετοχή του Κόλιν Φερθ και της Νικόλ Κίντμαν απλώς επικυρώνει την άποψη ότι ο Ελληνας είναι ό,τι πιο φρέσκο, ανατρεπτικό και καινοτόμο έχει να δείξει η παγκόσμια κινηματογραφική βιομηχανία.
Σε μια εποχή που οι auteurs αναζητούν τα ασπρόμαυρα -λέγε με Βαρλικόφσκι- πλάνα και απαρνούνται την καταγωγή τους, ο Λάνθιμος, που ανέκαθεν γνώριζε σε βάθος την ποπ κουλτούρα και είχε δουλέψει στη διαφήμιση, ήξερε πως δεν πρέπει να αγνοεί τους όρους της βιομηχανίας. Την ίδια στιγμή όμως δεν έδειξε να απαρνείται την ταυτότητά του κάνοντας τη Fox Searchlight να επιχορηγήσει γενναία το όραμά του. Μια εταιρεία που ανέδειξε ανατρεπτικές ταινίες όπως το «Slumdog Millionaire» ή τις πρόσφατες «Πινακίδες του Μιζούρι» ήξερε πώς να αναζητάει την ποιότητα μαζί με το πιασάρικο σενάριο που ενδιέφερε το μεγάλο κοινό. Αυτό ακριβώς διαθέτει η σφιχτά δεμένη «Ευνοούμενη» του Γιώργου Λάνθιμου συνδυάζοντας το εξαιρετικό καστ με τις οσκαρικές ερμηνείες και το ανατρεπτικό σενάριο με τις χωροχρονικές προδιαγραφές.
Ο «γάμος» έγινε και ο Λάνθιμος πλέον θεωρείται το όνομα που όλοι έχουν ανάγκη-απόδειξη οι πρωτοφανείς, στα ελληνικά χρονικά, δέκα υποψηφιότητες για Όσκαρ. Οι διθυραμβικές κριτικές δεν άργησαν να έρθουν ακόμα και από ανθρώπους που δεν ασπάζονται τη νεορομαντική του αγωνία για τις σχέσεις, ούτε τα παράδοξά του σύμπαντα.
Τα πρόσφατα μεγάλα αφιερώματα -στον «Guardian» και τους «New York Times»- δείχνουν να αναζητούν με πραγματική περιέργεια την αιτία της απρόσμενης επιτυχίας ενός Ελληνόπουλου που στην εφηβεία του έπαιζε μπασκετ, άκουγε ποπ και το δωμάτιο του στόλιζαν αφίσες του Μπρους Λι. Η απάντηση μάλλον έρχεται από τη σεμνή, επίμονη και άκρως κοπιαστική επιμονή του Ελληνα δημιουργού στο όραμά του, ο οποίος προτιμάει να απαντάει στις αντιδράσεις με μια ακόμα καλοδουλεμένη ταινία και να αποδεικνύει πως απέναντι στο πολύχρωμο και επιφανειακό χολιγουντιανό κόσμο του «La La Land» μπορεί να αντιταχθεί το κάπως δυστοπικό, καταθλιπτικό, αλλά γεμάτο χιούμορ και δημιουργικότητα σύμπαν του. Και όπως φαίνεται, δεν το πιστεύει μόνο ο ίδιος αλλά οι αλλόκοτοι οπαδοί του – ακόμα πλέον και οι εχθροί του χρίζοντάς τον επάξια τον απόλυτο «Ευνοούμενο» του Χόλιγουντ.