Τον 4ο π.Χ. αιώνα, μια εποχή που ο ελληνισμός βίωνε μια αξιοσημείωτη φιλοσοφική και πνευματική άνθιση, ο Αριστοτέλης μέσω του έργου του «Πολιτικά»,παρουσίασε την πολιτική αρετή που θα πρέπει να διακατέχει κάθε μέλος της κοινωνίας της εκάστοτε πόλης-κράτους. Το μοντέλο αυτό, πέρα από ότι αποτέλεσε την απαρχή διάφορων πολιτικών και φιλοσοφικών διατριβών, θεωρείται άκρως επίκαιρο και γεννά εύλογα ερωτήματα. Επαληθεύει άραγε ο σύγχρονος Έλληνας τα κριτήρια που όρισε ο Αριστοτέλης; Διαθέτει την κατάλληλη πολιτική αρετή; Ή μήπως απέχει παρασάγκας από αυτό τον ορισμό έχοντας μάλιστα τη ψευδαίσθηση πολιτικοποίησης;
Συμπληρώνονται, περίπου τέσσερις μήνες, όπου στην Ελλάδα κυριαρχεί μια κατάσταση παρατεταμένου «πολιτικού παροξυσμού». Αφετηρία ήταν η έντονη παραφιλολογία που ξέσπασε με αφορμή την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας ενώ σειρά είχαν οι «ομηρικές» διαβουλεύσεις στη Βουλή, οι καταγγελίες χρηματισμού, οι πλεκτάνες και φιλονικίες στα «τηλεπαράθυρα». Αποκορύφωμα αυτής της κατάστασης ήταν η προκήρυξη εκλογών και τα όσα επακολούθησαν, από τηλεοπτικά σποτ με τρενάκια μέχρι και ποδοσφαιρικές πάσες μεταξύ μικρών παιδιών και του πρώην Πρωθυπουργού. Οι εκλογές τελικώς πραγματοποιήθηκαν, η χώρα άλλαξε κυβέρνηση, νέα κόμματα εισήλθαν στον πολιτικό χάρτη, άλλα εξαφανίστηκαν, άλλα συρρίκνωσαν τη δυναμική τους, κινήματα απέτυχαν, νέα πρόσωπα συστήθηκαν στο ελληνικό κοινό ενώ πρόσφατα μάθαμε και καινούριους τρόπους ορθογραφίας όπως παραδείγματος χάρη ότι ο Γιάννης γράφεται και ως Γιάνης! Ωστόσο τα παραπάνω εύλογα ερωτήματα συνεχίζουν να παραμένουν άλυτα. Είναι το παραπάνω είδος ενασχόλησης με την πολιτική , η συγκεκριμένη αρετή που έθεσε ο Αριστοτέλης; Ή μήπως αποτελεί μια τελείως λανθασμένη αντιμετώπιση των πραγμάτων , μια προσέγγιση δηλαδή εφάμιλλη της χρόνιας και επιφανειακής νοοτροπίας που δείχνουν οι Έλληνες σε καίρια ζητήματα; Δυστυχώς όλα οδηγούν στο δεύτερο ενδεχόμενο.
Πιο αναλυτικά, αυτού του είδους αντίληψης των πολιτικών γεγονότων δεν διαφέρει καθόλου από μια «καφενειακή» αθλητική συζήτηση, ή από μια αντιμετώπιση που θα είχε για ένα ζήτημα μια «μεσημεριανή» εκπομπή. Είναι τελείως διαφορετικό δηλαδή, να εκφέρει κάποιος την πολιτική του άποψη και τοποθέτηση του, επιχειρηματολογώντας ,και διαφορετικό αυτό το φαινόμενο που επικρατεί όλον αυτό τον καιρό, όπου ο καθένας διαδραματίζει πολλαπλούς ρόλους, επιδεικνύοντας μάλιστα και εκ βάθους γνώση των πραγμάτων. Μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο αρκεί για να αντιληφθεί κανείς την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Θα παρατηρήσει πολύ εύκολα , βαθυστόχαστες οικονομικές αναλύσεις που θα ζήλευαν επαγγελματίες οικονομολόγοι, στρατηγικές τοποθετήσεις , δικαστικές και συνταγματικές αναλύσεις και όλα αυτά με τόσο επιπόλαιο και ημιμαθή τρόπο. Επίσης διακρίνουμε μια ανεξέλεγκτη διάδοση ειδήσεων κυρίως εντυπωσιασμού και υπερβολής που φέρουν άμεσης ανταπόκρισης χωρίς να υφίστανται κανένα έλεγχο και χωρίς να αναζητείται η πηγή τους. Κάτι τέτοιο ωστόσο εμποδίζει την πολιτική , την πολιτιστική και συνεπώς την οικονομική εξέλιξη της χώρα και πρέπει να υπάρξει άμεσα μια ενδελεχής αναζήτηση των παραγόντων που συντελούν σε αυτήν την κοινωνική δυσλειτουργία.
Αρχικά , όπως προαναφέρθηκε, η αδυναμία του σύγχρονου Έλληνα είναι η επιπόλαια και ημιμαθείς νοοτροπία που επιδεικνύει. Μια νοοτροπία που είναι απόρροια της προβληματικής παροχής Παιδείας τόσο από την εκπαίδευση όσο και από την κοινωνία, σε συνδυασμό πάντα με την κρίση αξιών και την προβολή λάθος προτύπων. Θα μπορούσαμε εύκολα να περιγράψουμε τον μέσο (νέο) Έλληνα ως ένα άτομο με υπερβολική αυτοπεποίθηση, κριτή των πάντων, ο οποίος έχει απομακρυνθεί από τις παραδοσιακές αξίες που διαχρονικά όριζε η ελληνική κοινωνία και πλανιέται σε διάφορες τάσεις με σκοπό να βρει την χαμένη του ταυτότητα. Ένα άτομο που δεν διαθέτει τις απαραίτητες ψυχικές και πνευματικές ρίζες και μετατρέπεται σε έρμαιο του καταναλωτισμού, του ελάσσονος κόπου και της ψευτοκαλοπέρασης. Ένα άτομο που στρέφεται εναντίον μεγαλύτερων χωρών κατηγορώντας αυτές για την εγχώρια οικονομική κατήφεια ενώ παράλληλα το 95% των υλικών του(ντύσιμο,τεχνολογία) προέρχονται από εκείνες τις χώρες, διότι έτσι το επιτάσσει η μόδα. Ένα άτομο τέλος που αναζητεί συνεχώς πολιτικούς μεσσίες και από μηχανής θεούς, για να λύσει τα υπάρχοντα προβλήματα.
Ένα τεράστιο μερίδιο ευθύνης για αυτήν την «παραπολιτική» προσέγγιση που επικρατεί, πέρα από τιη ρίζα του προβλήματος που όπως είπαμε είναι η Παιδεία, αναλογεί επίσης και στα ίδια τα κόμματα διότι , αυτά υποχρεούνταν να διαμορφώσουν την κατάλληλη πολιτική συνείδηση. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη ποτέ, διότι οι διάφοροι πολιτικοί χώροι επιδόθηκαν στην δημιουργία «κομματικού στρατού» για μικροπολιτικά συμφέροντα σε αντίθεση με την Ευρώπη που προήχθη μέσω της πολιτική ο εθελοντισμός και ο όρος του κοινωνικά ενεργού πολιτικοποιημένου και όχι κομματοποιημένου πολίτη.
Συνοψίζοντας, η πολιτική αρετή που πιθανώς να ονειρεύονταν ο Αριστοτέλης ότι θα διακατέχει τους απογόνους του δεν υφίστανται. Δυστυχώς έχει μετατραπεί σε μια πολιτική αυθάδεια η οποία έχει ριζώσει βαθιά στο πεπρωμένο της ελληνικής κοινωνίας και απαιτείται κοινωνική και πολιτική βούληση για να αποκοπεί. Συνεπώς για να ξεπεράσει η χώρα την οικονομική δίνη που έχει περιέλθει είναι μονόδρομος η πολιτιστική της και πολιτική μεταστροφή. Όταν αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι και απαλλαχτούμε από την ταμπέλα του «νεοΈλληνα» μόνο τότε θα διεκδικήσουμε αυτά που αναλογούν στην Ιστορία αυτής της χώρας και μόνο έτσι θα επέλθει πρόοδος ανεξάρτητα με το αν εφαρμοστούν συντηρητικές, φιλελεύθερες, σοσιαλιστικές, ή ριζοσπαστικές πολιτικές…