Πέρυσι τέτοιο καιρό, η πολιτική ηγεσία γνώριζε και ανακοίνωσε το περίφημο πρωτογενές πλεόνασμα. Δεν υπήρχε αμφιβολία γιαυτό: Η δημοσιονομική κατάσταση –με τις όποιες αλχημείες και θυσίες– είχε ισορροπήσει: μόνο η δημοσιονομική. Σημαντική εξέλιξη και σημαντικό σημείο καμπής που αν δεν είχε λησμονηθεί, θα μπορούσε να είχε προκαλέσει μια αλλαγή φάσης μέσω μιας αλλαγής πολιτικής κατεύθυνσης.
Πρόκειται, καθαρά, περί πολιτικής επιλογής: ο Σαμαράς δεν ήθελε να το κάνει. Δεν μπορεί να πει κανείς ότι δεν το σκέφτηκε: είχε εισήγηση από πολλούς βουλευτές του κι ήξερε καλά την τάση του συνόλου της Χώρας. Και τι δεν ήθελε να κάνει; Δεν ήθελε να συγκρουστεί με την Τρόικα.
Αντιθέτως, συνέχισε να ακολουθεί τη «μνημονιακή» οδό ποντάροντας στο ότι κάποια στιγμή, στο μέλλον, μέσω της απόδοσης των μεταρρυθμίσεων, θα δικαιωθεί. Λίγο η μνημονιακή αδράνεια με τους μηχανισμούς της, λίγο ο κομματικός λόγος που είχε ταυτιστεί με τον μνημονιακό, λίγο τα άπειρα επικοινωνιακά επιτελεία, λίγο το ότι δεν ήθελε να στιγματιστεί ως «κωλοτούμπας» (για δεύτερη φορά!), λίγο η μεταρρυθμιστική μέθη, λίγο η ηθελημένη λήθη των δημοσκοπήσεων και των περασμένων εκλογών – όλα αυτά συνέτειναν στο ν’ ακολουθήσει το μνημονιακό μονοπάτι. Αυτή η στρατηγική, έστω κι αν του «έβγαινε», θα χρειαζόταν χρόνο για να αποδώσει. Πόσο; Μέχρι τα πλεονάσματα κι οι λοιπές «επιτυχίες» να γίνουν βίωμα πλατιών κοινωνικών μαζών. Αυτός ο χρόνος δεν υπήρχε. Και ήταν γνωστό: σοβαρά ζητήματα όπως το ασφαλιστικό και τα «κόκκινα» δάνεια ήταν έτοιμα να «σκάσουν».
Όλα αυτά στο επίπεδο το κυβερνητικό και το κοινωνικό, γιατί, στο κομματικό, συνέβαιναν ακόμη χειρότερα. Διότι, οποιοδήποτε κόμμα που θέλει να κυριαρχήσει, εστιάζει και στο κομματικό επίπεδο, δηλαδή στη σχέση κόμματος – πολιτών και τη συνολική ισχύ αυτού. Πάνω στη ορμή της αυτοσυντήρησής σου, τι να την κάνεις την όποια «μεταρρύθμιση» και τον όποιο «εξορθολογισμό» όταν βλέπεις ότι σύντομα θα χάσεις, και τότε, όλα αυτά θ’ ανατραπούν. Θα ποντάρεις στα αγελαία ένστικα του λαού όπως τώρα με την προεδρική εκλογή; Και πόσο σίγουρος είσαι ότι θα πείσεις – με «ορθολογικά» και τεχνοκρατικά επιχειρήματα – εναν πληγωμένο και προδομένο λαό;
Το μεγάλο λοιπόν στρατηγικό λάθος που έκανε η ηγεσία της ΝΔ είναι ότι επέμεινε στο δόγμα και την ιδεοληψία της «μεταρρύθμισης» αλλάζοντας όλη την εσωτερική της αξιολογία. Η μεταρρύθμιση, όμως, δεν ταυτίζεται και τόσο πολύ με την αξιολογία της κλασσικής κεντροδεξιάς, παρά μόνο, με ένα μικρό της τμήμα, το «κεντρώο». Η κεντροδεξιά για να σταθεί πρέπει να είναι πιο πολύ δεξιά παρά κέντρο. Πιο πολύ συντηρητική παρά φιλελεύθερη. Οι μνημονιακές λοιπόν πολιτικές, έστω κι απέδιδαν, θα είχαν πολύ μικρό κομματικό όφελος, καθώς, οι κεντρώοι ψηφοφόροι φλερτάρουν με 5-6 κόμματα τα οποία ιδεολογικά φτάνουν μέχρι και την κεντροαριστερά και όποια δύναμη τους θα μοιραστεί σε όλα αυτά. Ας το πούμε πιο παραστατικά: η ΝΔ μέσω των πολιτικών του μνημονίου αποδυνάμωσε τελείως τους παραδοσιακούς δεξιούς της «πυλώνες» προσπαθώντας να σταθεί σε έναν: τον κεντρώο, με αποτέλεσμα, στο τέλος, να καταρρεύσει κι αυτός.
Όταν η ΝΔ έχει αφήσει το 20% των ψηφοφόρων της στα δεξιά της, δεν είναι πλέον κεντροδεξιά, είναι κάτι άλλο. Αυτό δεν είναι απλά ενα νούμερο που χάθηκε, είναι συντριπτική αλλαγή στις αξίες, στη σημασία, την αξιολογία, τη συνείδηση και το φαντασιακό των μελών μιας παράταξης.
Όσο κι αν φαίνεται δύσπεπτο στους υπεύθυνους του στρατηγικού κομματικού σχεδιασμού, αμέσως μετά την επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος, η ΝΔ θα έπρεπε να ξαναγίνει «αντιμεταρυθμιστικό – αντιμνημονιακό» κόμμα για να μπορέσει να συσπειρώσει τα δεξιά της μέσω αντιμνημονιακού λόγου: μόνο τέτοιος υπάρχει εκεί. Τότε, κόμματα και κομματίδια στα δεξιά της δεν θα είχαν λόγο ύπαρξης και θα κατέρρεαν αμέσως. Οι κομματικές δομές ενός κυρίαρχου κόμματος χωρούν τους πάντες. Εκτός κι αν νομίζει κάποιος, ότι άτομα που μέχρι τα 40 και 50 τους ήταν λαϊκιστές, μπορούν, σε ένα βράδυ, να γίνουν «μεταρρυθμιστές» και να πείσουν γι’ αυτό.
Και πιο συγκεκριμένα, αμέσως μετά το πρωτογενές πλεόνασμα, θα έπρεπε να ενισχυθούν τα παραδοσιακά πλαίσια της δεξιάς. Να αλλάξουν οι πολιτικές προτεραιότητες και από δημοσιονομικές να γίνουν περισσότερο εθνικές. Δεν μπορεί μια συντηρητική κεντροδεξιά παράταξη να ψηφίζει και να αποδέχεται άκριτα «αντιρατσιστικά» νομοσχέδια αριστερής λογικής, έστω κι αν είναι Ευρωπαϊκής προέλευσης, έστω κι αν τα υιοθετούν κάποιες «ανεπτυγμένες» χώρες. Δεν μπορεί μια κεντροδεξιά παράταξη να κοροϊδεύει επί μια πενταετία τις Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας. Δεν μπορεί να μην ενισχύει τις δομές της Ορθοδοξίας: Ναι, έξω από τις φιλελεύθερες ή σοσιαλιστικές πλάνες, στην Ελληνική παράδοση και συνείδηση, η Εκκλησία με τον Κλήρο της και την περιουσία της είναι ανώτερη από τον ιδιώτη, είναι θεμελιακό στοιχείο του ελληνισμού. Ναι, στην ελληνική παράδοση και τη συλλογική συνείδηση, είναι πρέπον, η περιουσία της Εκκλησίας να προστατεύεται σε αντίθεση με την περιουσία μιας επιχείρησης. Στη δεύτερη, ηθικά, δικαιολογούνται περικοπές και φόροι, στην πρώτη, όχι. Υπάρχουν πολλές ακόμη αντίστοιχες πολιτικές, οι οποίες μάλιστα, μπορεί και να μην έχουν δημοσιονομικό κόστος, αλλά να ενισχύουν την εθνική ταυτότητα: μόνο σε τέτοια ζητήματα υπάρχει συλλογική μνήμη και (συν)ένωση: οι οικονομιστικές «μεταρρυθμίσεις» αναδιανέμουν και είναι εξ’ ορισμού διχαστικές.
Όλα αυτά δεν γράφονται για λόγους ιδεολογικούς ή ιδεοληπτικούς, αλλά γιατί οι κεντροδεξιές παράταξεις κυριαρχούν σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, πόσο μάλλον σε μια χώρα σαν την Ελλάδα η οποία έχει καθημερινές πιέσεις σε εθνικά ζητήματα: η ευημερία της κεντροδεξιάς παράταξης συνεπάγεται την υγεία του πολιτικού συστήματος και του κράτους.
Από την άλλη, στο απέναντι στρατόπεδο, ο ΣΥΡΙΖΑ, ενδυναμώνεται γιατί ακριβώς έχει ανοίξει διάπλατα τα όρια του: Στο εσωτερικό του συνυπάρχουν από την άκρα αριστερά μέχρι την κεντροαριστερά, το κέντρο και τους αγανακτισμένους της δεξιάς. Τεράστιο (δυνητικό) κοινό, ιδεολογικά φορτισμένο, αντιμνημονιακό και αγανακτισμένο. Συστατικά που μπορούν να του δώσουν τεράστια δυναμική, έστω πρόσκαιρα..
Δημήτρης Κ. Μίμης