Πατρίδα μου, αμάραντη,
χρυσή, γλυκιά πατρίδα,
στα κάλλη σου ποντάρουνε
της Τρόϊκας τα φίδια..
Δύσμοιροι χρόνοι ήρθανε
και θα σε ξεπουλήσουν,
να φάνε κι απ’ τα σπλάχνα σου
δε θα λιποψυχήσουν..
Δεθα ‘χεις σπίτι πατρικό,
χωράφι ένα στρέμμα,
σε χρέωσαν στα δάνεια
και θα σου πιούν το αίμα..
Σπίτια, αεροδρόμια,
τραίνα,συγκοινωνίες
λιμάνια, θάλασσες, νερά,
‘γίναν΄΄ομολογίες΄΄
Σαν κόρη, που κατάντησε
φτωχή κι ορφανεμένη,
στης γης το νυφοπάζαρο
σε βγάλανε κλαμένη…
Τα όμορφα στολίδια σου,
τα σπάνια προικιά σου
θέλουν να σου τα πάρουνε,
χωρίς να βγει η μιλιά σου..
Δε σε λυπούνται δεξιοί,
σόσιαλ’ πατριώτες,
τώρα σε ‘βγάλαν στο σφυρί
κι οι πρώην ΣΥΡΙΖιώτες…
Κι εσύ, μικρή και άλαλη,
πλαντάζεις μες στο κλάμα,
κανείς δεν ευσπλαχνίζεται
το ψυχικό σου δράμα…!
Και ο λαός, ανήμπορος,
κλαίει κι αναζητάει,
έναν λεβέντη αρχηγό
σταράτα να μιλάει..
Τη δόλια την πατρίδα μας
να βγάλει απ’ το χνέρι,
και σαν πατέρας στοργικός
το δίκαιο να φέρει…!
Νοικοκυρά στο σπίτι της,
πάλι να την εκάνει,
Θάλασσες, κάμπους και βουνά
ξοπίσω να τα πάρει…!
Σύγκρομη σε παράτησαν
Στον λάκο με τα φίδια.