‘-Γειά σου Χάμπο. Τι χαμπάρια;
-Καλά Κάκκο. Καλά.
-Ξες Χάμπο κάτι;
-Τι ‘ναι Κάκκο; Σε πείραξε κανείς;
-Όχι Χάμπο. Άλλο κατ’ είναι. Ψες, έβλεπα τηλεόραση, έβλεπα. Αυτόν τον αυτόν έβλεπα. Που είναι τέτοιος ρε στον Κορυδαλλό, που είναι…γενικός ντερβέναγας ας πούμε.
-Έ, και τι σε μέλλει εσένα μ’ αυτόν; Τι ζορ’ τραβάς; Με λες;
-Όχι Χάμπο. Δε νοιάζομαι ούτε για τις φυλακές, ούτε για τον αυτόν.
-Τοτε; Τι είν’ αλλά;
-Ειναι που είπε κάτι βρε Χάμπο και κάπως έτσι σκιάχτηκα.
-Τι είπε δηλαδή;
-Ο δημοσιογράφος τον ρώτησε “και τέλος πάντων ποιός κάνει κουμάντο στις φυλακές”;
-Και τι είπε αυτός;
-Αυτος είπε ”κουμάντο κάνει όποιος μπορεί, όποτε μπορεί”.
-Σωπα ρε! Έτς είπε αυτός Κάκκο;
-Έτς! Και λέω και γω. Μήπως φθάσαμε εκεί. Κουμάντο να κάνουν όποιος μπορεί, όποτε μπορεί! Μήπως αυτά ισχύουν κι αλλού; Μήπως ισχύουν παντού;
-Ξέρω και γω Κάκκο. Μπορεί να ισχύουν κι αλλού. Μπορεί.
-Βρε κακιά ώρα! Και γιατί ρε Χάμπο να μη κάνει κουμάντο αυτός που πρέπει, οπότε πρέπει;
-Έλα ντε! Πιο καλό είν’ αυτό. Σίγουρα.
-Ναι, γιατί στο άλλο μπορεί να κάνει κουμάντο οποίος δεν μπορεί, όταν δεν πρέπει. Όχι γι’ αυτον. Για μας αλλά. Κατάλαβες;
-Αμ δεν κατάλαβα; Πόσο μυαλό θέλει θαρρείς για να το καταλάβεις;
-Έτς με πιάνει ένα μαράζι ρε Χάμπο. Γιατί εμείς να είμαστε πάντα στο ό,τι να ‘ναι και όχι στο ό,τι πρέπει.
-Χάμπο το Νίκο Ξανθόπουλο κάνεις ρε. Γιατί εμείς δε μπορούμε ρε. Γι’ αυτό!
-Δε μπορούμε έ;
-Αμ δε μπορούμε!
-Λέω γω βρε Χάμπο…καμιά φορά που θα μπορούμε, οπότε μπορούμε, να κάνουμε κι εμείς κανα κουμάντο. Έτσι. Για το αντέτι.