Αν ανατρέξω στις πηγές και τις προσωπικές ανθρώπων οι οποίοι βίωσαν τα μαύρα εκείνα χρόνια της 7χρονης φωτιάς, σε ένα αρνητικό σημείο των μαύρων εκείνων χρόνων θα πρέπει να σταθώ, συγκρίνοντας το σήμερα: δημιούργησε άλλοθι και ηθικά πλεονεκτήματα, τα οποία ανήγαγαν την ηθική σε ανηθικότητα. Από την μια, η δικτατορία έγινε κολυμβήθρα του Σιλωάμ, για ανθρώπους ένθεν και εκείθεν ολοκληρωτικών καθεστώτων. Σήμερα σηκώνουν τα λάβαρα της πολυπολιτισμικότητας, της αλληλεγγύης προς τους μετανάστες και του αντιφασισμού. Κάποτε στήριξαν για χρόνια ηγέτες οι οποίοι κατέλυσαν πολιτεύματα, γενοκτόνους οι οποίοι ποινικοποιούσαν κακουργηματικά πολλά θεμελιώδη δικαιώματα και φυσικά τα θρησκευτικά.
Το παραπάνω, όμως, άλλοθι, το οποίο σερβίρισε το σανό του ηθικού πλεονεκτήματος, έφερε στην επιφάνεια και έναν άλλο Ελληναρά του πληκτρολογίου. Αυτόν ο οποίος, συνήθως, επικαλείται την στρατιωτική αρετή των Ελλήνων, αλλά δεν έχει πρόβλημα να στηρίζει οπαδούς των κατακτητών της χώρας ή να αντικατοπτρίζει το ότι ο ίδιος ή οι γονείς του, πέρασαν ζάχαρη στην επταετία. Αυτόν ο οποίος παθαίνει σοκ αν χαθεί η σύνδεση του στο FB για λίγο ή τελειώσει η μπαταρία στο κινητό. Ωστόσο χαρακτηρίζει δικτατορία το τώρα, μη έχοντας ζήσει ανελεύθερος και χωρίς πολιτικά δικαιώματα, ενώ εξυψώνει την χούντα. Ας θυμίσουμε, λοιπόν, πικρές ιστορίες εκείνων των χρόνων, συνυφασμένες ποιητικά.
Μιλάμε εύκολα για την δικτατορία του σήμερα, αγνοώντας το σε πόσες χώρες επικρατούσαν αλλά και επικρατούν μοναρχικά, συνταγματικά ή δικτατορικά, καθεστώτα. Πως η ανάδειξη πολιτειακών καθεστώτων δεν είναι αυτονόητα ειρηνική. Όπως και τότε, αφού ο θεματοφύλακας του ελληνικού συντάγματος, ο ελληνικός στρατός, υφαρπάχθη για να καταλύσει το πολίτευμα την Παρασκευή 21 Απριλίου του 1967: «Στο τέλος της γιορτής να τραγουδήσει/ Παρασκευή το βράδυ του φονιά/ ( λογοκριμένο: ‘‘Αυτός που δεν εγνώρισε γενιά’’ ) και του λαού (‘‘καημού’’) την πόρτα να χτυπήσει» (Μάνου Ελευθερίου, Τα λόγια και τα χρόνια, από την «Θητεία» (Γιάννης Μαρκόπουλος, 1974). Άνθρωποι οδηγήθηκαν στις φυλακές και άλλοι έδωσαν την ζωή τους: «Μαθαίνοντας τον θάνατό σου δεν μπόρεσα να κλάψω. / Στριφογύριζα στο κρεβάτι του νοσοκομείου/ Θυμόμουνα την τελευταία μας συνάντηση. / -Δε θα τολμήσουν, έλεγες. / -Δεν έχουν άλλο δρόμο, σ΄ απαντούσα», Αλέκος Παναγούλης «Στον Νικηφόρο Μανδηλαρά» από το «Τα τραγούδια του αγώνα» (Μ. Θεοδωράκης, 1974).
Το 1968, οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις μαίνονταν παντού. Οι Αμερικάνοι βομβάρδιζαν το Βιετνάμ, οι Σοβιετικοί εισέβαλαν στη Πράγα για να καταστείλουν την «Άνοιξη», του λαού. Καθείς εγκάθετος ή ιδεοληπτικός, έβλεπε τον πόλεμο των δικών του δικτατόρων ή ιμπεριαλιστών, ως ειρηνευτική επιχείρηση. Γίνεται ο Μάης του 68΄ και μαζί η διάσπαση του ΚΚΕ: Ο Ρασούλης συμμετέχει σε ομάδες της εκεί εξέγερσης, ενώ ένας άλλος παρόντας, ο Μάνος Λοΐζος έγραψε: «Πρώτη Μαΐου/ κι απ’ τη Βαστίλη/ ξεκινάνε οι καρδιές των φοιτητών/ χίλιες σημαίες/ κόκκινες μαύρες/ ο Φρεδερίκο, η Κατρίν και η Σιμόν». Ο ίδιος χρόνια αργότερα, νοσηλευόμενος σε νοσοκομείο στελεχών του ΚΚΣΕ στη Μόσχα, θα διαπίστωνε, την ταξικότητα στο σιδηρούν παραπέτασμα και θα σχολίαζε το ανελεύθερο.
Την ίδια στιγμή η λογοκρισία και οι διώξεις αντικαθεστωτικών, γνώριζαν σκοτεινές δόξες. Η δημιουργία στο απόσπασμα, πασίγνωστοί καλλιτέχνες αντιδρούν αλλά και πασίγνωστοι στηρίζουν το καθεστώς. Άλλη πονεμένη ιστορία. Καλοκαίρι του 68΄: Στο σπίτι του στην Αθήνα ο Σταύρος Κουγιουμτζής απευθύνεται στον Μπιθικώτση: -“Γρηγόρη θέλω να μας πεις ένα τραγούδι του Μίκη που τ΄αγαπώ ιδιαίτερα. Πες το ψιθυριστά όλοι κοιμούνται” Πήρε ο Γρηγόρης την κιθάρα, έπαιξε κανα δυό ακόρντα και σταμάτησε… -“Έχετε τίποτα εσατζήδες εδώ γύρω;” και χωρίς να περιμένει απάντηση άρχισε με ψιθυριστή φωνή: “Φεγγάρι Μάγια μου έκανες/ και περπατώ στα ξένα…” (Σταύρος Κουγιουμτζής, Χρόνια σαν βροχή, Ιανός, 24-25). Κάποιοι αγωνίστηκαν για να μπορεί ο κάθε γραφικός ράπερ να βρίζει, ελεύθερα, στο μικρόφωνο, γνωρίζοντας την αποθέωση από την αρένα των «in προχώ».
Το 1969, στις 31 Ιανουαρίου, το Συμβούλιο της Ευρώπης εισηγείται την αποπομπή της Ελλάδος και εγκρίνεται με ψήφους 92 υπέρ και 11 κατά. Αίσθηση επίσης προκαλεί η καταδίκη της δικτατορίας από τον νομπελίστα ποιητή Γιώργο Σεφέρη. Την ίδια χρονιά, οι γονείς μου έχουν πια εγκατασταθεί στην Γερμανία. Χιλιάδες οι Έλληνες οι οποίοι αρνήθηκαν να υπογράψουν χαρτί κοινωνικών φρονημάτων. Αυτά φυσικά υπήρχαν και παλαιότερα. Μου έλεγε ο πενθερός μου λ.χ., πως κάποια χρόνια πριν, παρότι επιτυχών δε διορίσθηκε, γιατί ο πατέρας του δεν ψήφισε στις μεταπολιτευτικές εκλογές. Ο πατέρας μου, έχοντας «κίτρινο» το χαρτί των κοινωνικών φρονημάτων του, το καλύτερο το οποίο μπόρεσε να κάνει ήταν να μεταναστεύσει. «Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα. Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές, μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές. Που ηχούν και που τις προσκυνούμε. Ήχος στεκάμενος, κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας, ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας». Γ. Σεφέρης; «Μυθιστόρημα».
Τραίνο «Ακρόπολις», αφετηρία στο σταθμό του Μονάχου, παρηγοριά τα τραγούδια που ερμήνευαν ο Στέλιος και ο Στράτος. Γεννιέται το 1970 ο αδερφός ο Παντελής. Από ένα σημείο και μετά, να μεγαλώνει σημαντικά διαστήματα στην Ελλάδα, στον παππού και την γιαγιά, κατά το έθος της εποχής: «Μιλώ για τα παιδιά μου και ιδρώνω έχω ένα χρόνο να τα δω και λιώνω. Μου γράφει η γιαγιά τους πως ρωτάνε τα τρένα που `ναι στο σταθμό πού πάνε», Γ. Σκούρτης, «Μιλώ για τα παιδιά μου», από τους «Μετανάστες» (Γ. Μαρκόπουλος, 1974).
Το 1971 η ταινία «Παπαφλέσσας» θα νικήσει φεστιβαλικά την «Ευδοκία» του Δαμιανού, ενώ ο Λευτέρης Παπαδόπουλος θα περιγράψει: «Αχ χελιδόνι μου πώς να πετάξεις / σ΄ αυτόν το μαύρο τον ουρανό/ αίμα σταλάζει το δειλινό / και πώς να κλάψεις και πώς να κλάψεις / αχ χελιδόνι μου».
Το 1972 η μπουάτ Λήδρα βρίσκεται στα καλύτερά της, πραγματικό κέντρο πολιτισμού και δημοκρατίας. Ακούγεται και η περίφημη «Ιθαγένεια» του Γ. Μαρκόπουλου, με τον Κ. Γεωργουσόπουλο / Κ. Χ. Μύρης, να διεκτραγωδεί την χούντα, με αφορμή τα 50 χρόνια της μικρασιατικής καταστροφής: «Χίλια μύρια κύματα μακριά τ΄ Αϊβαλί/ Μέρες της αρμύρας κι ο ήλιος πάντα εκεί / με τα μακεδονίτικα πουλιά και τ΄ αρμενάκια / που ελοξοδρόμησαν και χάσανε την Μπαρμπαριά. / Πότε παραμονεύοντας τον πόρφυρα / το μαύρο ψάρι έρχεται – φεύγει μικραίνουν οι κύκλοι του». Ως προς το ίδιο το Πολυτεχνείο του 1973, ας επαναλάβω συνοπτικά πέρα από ιδεοληπτικές φαντασίες το πόρισμα Τσεβά: 27 βέβαιοι νεκροί κατά τις ταραχές εκείνων των ημερών, συν 7-8 επιπλέον πιθανοί. Από το σύνολο αυτό, των πιθανών έως και 34-35 νεκρών, οι 3 έως 11 ή 12 διαπιστώθηκαν ή μαρτυρήθηκαν βάσιμα εντός του Πολυτεχνείου, έστω και αν μεταφέρθηκαν εκεί από άλλα σημεία. Φυσικά πυρά ελεύθερων σκοπευτών, έπληξαν ακόμα και διερχόμενους απλώς από την περιοχή. Ας μην τα ισοπεδώνουμε όλα.