-Χάμπο, συ είσαι;
-Γω είμαι. Γιατί, με ξέχασες Γιάγκο;
-Όχι Χάμπο, χάθηκες αλλά τελευταία. Γι’ αυτό.
– Χάθηκα γιατί δε βγαίνω πια, γι’ αυτό!
-Εεε τώρα, κατ’ είπες. Και ποιός βγαίνει σήμερα Χάμπο;
-Όχι ρε. Δεν είν’ που λέω πως περισεύ’ ο μήνας όταν τελειώνουν τα λεφτά. Γω λέω πως δε βγαίνω καν πια! Δε ξεμυτάω. Ταμπουρώθηκα στο σπιτ’!
-Άαα! Και τι φτιανς στο σπίτ’; Κάθεστε κει και κλωσσάς τ’ αυγά σ’;
-Θα σου δώσω ένα ζίλι, θα σου δώσω κι ένα γιουστράπι…
-Καλά το ζίλι. Το γιουστράπι τι είναι Χάμπο;
-Γιουστράπι είναι η ξανάστροφη!
-Και τι κάνεις στο σπίτ’ Χάμπο;
-Κάθομαι σπίτ’ και πλέκω για. Τι σε λέω;
-Όχι ρε Χάμπο. Συγνώμη δηλαδή, αλλά κι αυτό που κάνεις γίνεται;
-Γίνεται Γιάγκο. Πλέκω ας πούμε λάστιχο, πέντε καλές και πέντε ανάποδες και γίνεται το μπρος ας πούμε.
-Έεε ρε Χάμπο. Ρεζίλι πράμα να πλέκεις.
-Ρεζίλι πράμα είν’ τ’ άλλο Γιάγκο.
-Ποιο Χάμπο.
-Ρεζίλι πράμα είναι να στέκω στον καφενέ δέκα ώρες μ’ έναν καφέ και να κάνω πως έτς πρέπ’. Τάχα πως δεν κάνει να πίνω τσίπρα και πως δεν κάνει να τρώω μεζέδες. Τάχα πως η πίεση και τάχα πως η δίαιτα…Ρεζίλι είν’ αυτό λέω γω!
– Να σε πω. Δεν έχεις κι άδικο. Μα και στο σπίτι που κάθεσαι ξοδεύεις. Θες η λάμπα, θες η σόμπα…Κατ’ γλυτώνεις, κατ’ πληρώνεις.
-Άμα πλέκεις κουνιέσαι. Ζεσταίνεσαι. Κάθομαι και κοντά στο παράθυρο που φέγγει η μεγάλη η λάμπα που έβαλε ο δήμος και βλέπω! Κι έτσι κάτι γίνεται, αλλά δε βγαίνω.
-Δε βγαίνεις ντιπκαταντίπ έεε;
-Μόνο για τ’ απαραίτητα και τις Τετάρτες.
-Τις Τετάρτες γιατί;
-Γιατί Τετάρτες βγάζω τη γριά στο παζάρι να πουλάει τα πλεκτά.
-Και πουλάει τίποτα Χάμπο;
-Μπα! Όχι και τόσο.
-Και τι κάνεις για Χάμπο;
-Δε σ’ είπα βρε αχμάκη; ΔΕ ΒΓΑΙΝΩ!