Το Αρχαίο Δίον και ο Όλυμπος, ο εμβληματικός ιερός τόπος των ολύμπιων θεοτήτων, υπήρξε ο μέγιστος Μακεδονικός ιερός τόπος των αρχαίων Ελλήνων, αλλά και ένας από τους ιερότερους πανελλήνιους. Με το όνομα «Δίον» αναφέρονται και άλλες έξι αρχαίες πόλεις, από την Εύβοια και την Μικρά Ασία έως την Συρία. Στο μακεδονικό Δίον τοποθετούσε ο Ησίοδος τον γενέθλιο τόπο του εθνικού γενάρχη Μακεδόνα. Η όλη περιοχή χαρακτηρίζεται από μια εκλεκτική συγγένεια με το Παγγαίο και τον ορφισμό, αφού αμφότεροι οι τόποι θεωρούνταν και τιμώνταν εξίσου από τους αρχαίους Έλληνες ως τόποι των Μουσών, αλλά και του θανάτου του Ορφέα. Και αν σύμφωνα με ένα απόσπασμα του Αισχύλου, ο Ορφέας δολοφονήθηκε στο Παγγαίο από τις Βασσαρίδες για την υπ΄ αυτού εγκαθίδρυση της ηλιολατρίας υποσκελίζοντας τον Διόνυσο Ζαγρέα και το ακέφαλο σώμα του κατέληξε στα κοντινά του Δίου Λείβηθρα (Πρβλ. και Στράβων, Γεωγραφικά, 7.8.17), στον Διογένη Λαέρτιο αναφέρεται μία άλλη εναλλακτική παράδοση. Σύμφωνα με αυτήν, ο Ορφέας εκτελέσθηκε με κεραυνό υπό του Διός στην περιοχή του Δίου.
Στον Παυσανία πάλι, διασώθηκε η παράδοση των κατοίκων του Δίου για τον ορφικό φόνο, από τα χέρια των αφιερωμένων γυναικών του Διονύσου. Τα οστά του Ορφέα μετά την επικατάρατη διονυσιακή καταστροφή των Λειβήθρων εναποτέθηκαν από εκεί στο Δίον (Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις, Θ΄, «Βοιωτικά», 30.7-11). Στο Δίον και την γειτνίαση με τον Όλυμπο και την Θεσσαλία, αναφέρεται ο Θουκιδίδης (Ιστορία, 4.78.6). Κατά τον Ψευδο-Σκύλακα πάλι, το Δίον ήταν η δεύτερη πόλη της Μακεδονίας όταν κατέφθανες σε αυτήν από την Θεσσαλία (Ψευδο-Σκύλαξ, Περίπλους, 66).
Η σχέση του ίδιου του Μ. Αλεξάνδρου με το Δίον μαρτυρείται τουλάχιστον τρεις φορές. Κατά την πρώτη το επισκέφθηκε ο ίδιος μετά την μάχη της Χαιρωνείας θυσιάζοντας στις Μούσες (Δίον ο Χρυσόστομος, Ρητορικοί Λόγοι, Β΄, «Περί βασιλείας», 2). Κατά την δεύτερη, βρέθηκε εκεί λίγο πριν την έναρξη της περσικής εκστρατείας, τιμώντας με θυσίες και εορτές τους Θεούς και τις Μούσες (Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, 17.16.3. Πρβλ. και Ιώσηπος, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, 11.8.5 [329]). Κατά την τρίτη μνεία, ανατέθηκαν προς το ιερό Δίον, 25 χάλκινοι αδριάντες δια χειρός Λυσίππου, προς τιμήν των 25 εταίρων οι οποίοι έπεσαν ένδοξα κατά την μάχη του Γρανικού (Αρριανός, Ανάβασις Αλεξάνδρου, 1.16.4). Στα σχέδια του Αλεξάνδρου τα οποία πρόλαβε ο θάνατός του, ήταν να χτιστεί και ιερό του Διός Υψίστου εκεί (Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, 18.4.1). Το Δίον λεηλατήθηκε περί το 219 π.Χ. από τα υπό τον Σκόπα στρατεύματα της Αιτωλικής Συμπολιτείας (Πολύβιος, Ιστορίαι, 4.62.1). Η πόλη κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους πριν την μάχη της Πύδνης, ωστόσο μεγάλη καταστροφή βίωσε από αυτούς κατά το 150-148 και την εξέγερση του Ανδρίσκου. Το αργότερο το 31 π.Χ. η μικρή πόλη του Δίου μετατράπηκε σε colonia, ρωμαϊκή αποικία. Στην παρακμή της ιεράς πόλης συνέβαλαν ιδιαίτερα οι τοπικές πλημμύρες, πρόβλημα το οποίο παρατηρείται και σήμερα, αφού συχνά τα νερά κατακλύζουν τον χώρο και τα μνημεία. Στα μεταχριστιανικά χρόνια το Δίο μαζί με άλλες πόλεις βρέθηκε για μικρό χρονικό διάστημα στην κυριαρχία των Γότθων (Jordanes, Getica, LVI [283]). Υπήρξε έδρα χριστιανικής επισκοπής, την οποία μαρτυρούν και οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές της περιοχής.
Για την λατρεία του Ολυμπίου Διός Υψίστου στο Δίον, πέρα από τις πηγές έχουμε και επιγραφικές μαρτυρίες το αργότερο από τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. Το ιερό είχε έναν ιδιαίτερο βασιλικό χαρακτήρα. Σε αυτό τοποθετούνταν στήλες με δημόσια κείμενα, ενώ έφερε και βασιλικούς αδριάντες. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο πλέον θαυμάζουμε τον ανακαλυφθέντα πριν λίγα σχετικά χρόνια ακέφαλο ένθρονο Δία των ρωμαϊκών χρόνων.
Η λατρεία της Δήμητρος και τα μυστήρια της είναι άγνωστο από πότε τιμώνταν στην καθαυτού Μακεδονία. Γνωρίζουμε πως το αργότερο τον 7ο αιώνα μ.Χ. μεταφέρθηκαν τέτοιες τελετές στα βόρεια και την Θάσο από τους Παρίους. Το παλαιότερο ίσως μακεδονικό ιερό της Δήμητρος βρίσκεται στο Δίον, με την αρχαιότερη φάση του ν΄ ανήκει στον ύστερο 6ο αιώνα π.Χ. Πολλά ανάλογα μακεδονικά ιερά γνώρισαν ανοικοδομήσεις και ανακαινίσεις στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., πιθανότατα με υπεύθυνη γι΄ αυτό την βασίλισσα Ολυμπιάδα (πεθ. 316 π.Χ.). Διασώζονται και εκτίθενται στο Μουσείο έργα εξαιρετικής πρώιμης ελληνιστικής τέχνης, όπως το αγαλμάτιο με την καθήμενη Δήμητρα επί μυστικής κύστης του 325-300 και η κεφαλή της Δήμητρος του 3ου π.Χ. αιώνα.
Το τέμενος της Ίσιδος Λοχείας ανήκει στα χρόνια των Σεβήρων (από το 193-235), οπότε και αναβίωσε ιδιαίτερα η λατρεία του Μ. Αλεξάνδρου και των θεοποιημένων μελών των Τημενιδών και Αιακιδών. Στην περιοχή η λατρεία της Ίσιδος εμφανίσθηκε όχι αργότερα από τον 2ο π.Χ. αιώνα. Η κοινή λατρεία με την Αφροδίτη (εδώ Υπολυμπιδία) και κρίνοντας από ανάλογα φαινόμενα κοινής λατρείας στην Μακεδονία, μας κάνει να πιστεύουμε πως ο ναός στην πραγματικότητα ήταν αφιερωμένος στην Μεγάλη Μητέρα, εδώ ταυτισμένης με την Ίσιδα. Εξάλλου η Μεγάλη Μητέρα αποτελούσε από τα τέλη του 3ου π.Χ. αιώνα μεγάλης σημασίας ρωμαϊκή λατρεία, σε σύνδεση με τους Δελφούς, την Πέργαμο και γενικά την Φρυγία. Την Ίσιδα από πολύ νωρίς οι Έλληνες ταύτισαν κυρίως με την Δήμητρα, αλλά και με την Περσεφόνη, ίσως ήδη από τα χρόνια του Αλεξάνδρου. Δεν αποκλείεται το πολύ γνωστό ανάγλυφο της Ίσιδος του Δίου, να παραπέμπει όχι μόνο στην Δήμητρα αλλά και την Περσεφόνη και αναμφίβολα την επάνοδο της στον κόσμο του ήλιου.
Όπως και σε άλλες μακεδονικές πόλεις (Πέλλα κ.α.) ή πόλεις με μακεδονική επιρροή κατά τα ελληνιστικά χρόνια (Δήλος κ.α.) και στο Δίον ανακαλύφθηκε μια σημαντική διονυσιακή Οικία / Έπαυλη. Χρονολογείται περί το 200 μ.Χ. και μεταξύ άλλων διακοσμήθηκε με ένα πολύ μεγάλο και εξαιρετικό ψηφιδωτό.
Στο κέντρο υπάρχει μια θριαμβική απεικόνιση του Διονύσου: απεικονίσθηκε γυμνός σε άρμα που ουσιαστικά είναι ένα μικτό τέθριππο από πάνθηρες και Κενταύρους οι οποίοι εξέρχονται από θαλάσσια επιφάνεια. Ο Διόνυσος κρατά στα δύο του χέρια ρυτό και θύρσο, ενώ στέκει μαζί του και ένας Παπποσειληνός.
Κατά την εκτίμησή μας είναι πολύ πιθανό σε αυτήν την παράσταση όχι μόνο ν΄ απεικονίζεται ο διονυσιακός θρίαμβος, αλλά και η αναγέννηση του Διονύσου στο πρόσωπο του θεοποιημένου και αναγεννημένου Αλεξάνδρου. Ο τελευταίος ταυτίσθηκε με τον Διόνυσο και τιμήθηκε ως ελευθερωτής των Ελλήνων και εκπολιτιστής των βαρβάρων. Οι τελευταίοι πιθανόν σημαίνονται με τους εξημερωμένους πλέον πάνθηρες (στην τέχνη ήδη από τα ελληνιστικά χρόνια) και τους υπηρετούντες ημίαιμους Κενταύρους και μη σεβόμενους (όπως και οι Πέρσες) την φιλοξενία. Η χρονολόγηση στα χρόνια του Καρακάλλα και η αναβίωση της λατρείας του Αλεξάνδρου την εποχή αυτή, μπορεί να συνηγορήσει προς αυτήν την άποψη, ενώ το λευκό και όχι θαλάσσιο βάθος και η παρουσία του Παπποσειληνού, παραπέμπει αντίστοιχα, σε αναγέννηση και σωτηρία διωκόμενου διογενούς. Σε κάθε περίπτωση το Δίον είναι ένας εμβληματικός αρχαιοελληνικός μακεδονικός χώρος, που αξίζει ο κάθε πολίτης να τον επισκεφτεί.