Κατά παράδοση αναφέρομαι τέτοιες ημέρες με άρθρο μου σε κάποιο στοιχείο της εικόνας της Γεννήσεως του Χριστού. Εφέτος θα αναπτύξω λοιπόν την παρουσία των ποιμένων. Ήδη από την αρχαιότητα, η σχέση ποιμένα και ποιμνίου δεν νοούνταν ως χειραγωγική σχέση «τυράννου» προς «πρόβατα». Οι όροι «ποιμήν», «ποίμνιο» και «πρόβατα» χρησιμοποιήθηκαν αλληγορικά ήδη στα ομηρικά έπη για να υποδηλώσουν την σχέση σωτήριας μέσω της χρηστής καθοδήγησης ενός ηγέτη προς τον λαό του που βρίσκεται σε κίνηση, όπως π.χ. τα εκστρατευτικά σώματα (Ὅμηρος, Ἰλιὰς, 2.263). Έως τους κλασικούς χρόνους εξέλαβε επίσης την έννοια του διαχειριστή ιερών χώρων, τόπων όπου απαντά το θείο. Στην βιβλική θεολογία, ο λαός του Θεού καθοδηγείται από τον αληθή αρχιποίμενα προς την εκπλήρωση της θείας οικονομίας στα έσχατα. Αντίστοιχα, κατεξοχήν αχειροποίητος ναός του Θεού είναι η Εκκλησία, αλλά και οι ίδιοι οι άνθρωποι που καθίστανται βαπτισματικά ναοί του Αγίου Πνεύματος. Επίσης αχειροποίητος ναός είναι η Θεοτόκος, η οποία το αργότερο ελάχιστα μετά την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο (431 μ.Χ.) αναπαραστάθηκε ως προσωποποίηση της Εκκλησίας, αφού εντός της ενοίκησε ο ενανθρωπήσας Υιός (βλ. ψηφιδωτή παράσταση της Προσκυνήσεως των Μάγων στην St. Maria Maggiore της Ρώμης (432-440 μ.Χ.).
Κατά την Γέννηση του Χριστού, μαρτυρείται η παρουσία ποιμένων. Ευαγγελίζονται από έναν άγγελο πως θα βιώσουν μία χαρά που θα είναι μεγάλη για τον λαό, δηλαδή τον Μεσσία και Κύριο που θα έβρισκαν σπαργανωμένο εντός φάτνης σε περιοχή της Βηθλεέμ. Ακολούθησε η δοξολόγηση του Θεού από στρατιά Αγγέλων (Κατά Λουκάν, 2:10-14). Σε αντίθεση με τους Μάγους, οι οποίοι προσκύνησαν ορισμένες ημέρες μετά και εντός οικίας, οι ποιμένες προσκύνησαν εντός της φάτνης, όπου ήδη παρευρίσκονταν εκεί η Θεοτόκος, το θείο Βρέφος και ο τυπικά μνήστωρ Ιωσήφ (2:15-16). Η δοξολογία των Αγγέλων αντικατοπτρίζει παράλληλα την ιερά λατρεία και υμνολογία σε ουρανό και γη, ενώ σημαίνει τη Γέννηση του Χριστού ως ορόσημο οικουμενικής ειρήνης.
Κατά τους χρόνους του Αυγούστου Οκταβιανού όπου γεννήθηκε ο Χριστός (27 π.Χ. – 14 μ.Χ.) παύθηκε η πολυαρχία που έως τότε επικρατούσε. Το έργο του Αυγούστου χαρακτηρίσθηκε ως «ευαγγελισμός» και του αναγνωρίσθηκε πως εγκαθίδρυσε «οικουμενική ειρήνη». Ως οικουμένη εννοούνταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ενώ οι τόποι πέραν αυτής θεωρούνταν «βαρβαρικοί», κατά την ιδεολογία περί της αποστολής της Ρώμης ως εκπολιτιστή των εθνών. Σπανίως οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες επισκέπτονταν αρκετές επαρχίες της αυτοκρατορίας τους. Ο Αύγουστος ήταν η εξαίρεση και αυτό ίσως επέδρασε σε ύμνους όπως το «Επεσκέψατο ημάς εξ ύψους ο Σωτήρ ημών». Είναι δεδομένη μία διαλεκτική ανάμεσα στον Αύγουστο και τον Χριστό στον Λουκά, αλλά και σε υμνολογικά κείμενα της εορτής των Χριστουγέννων όπως το δοξαστικό του Εσπερινού «Αυγούστου μοναρχήσαντος επί της γης, η πολυαρχία των ανθρώπων επαύσατο». Η πολυαρχία απηχεί βιβλικά την διασπαστική των εθνών αφήγηση για τον πύργο της Βαβέλ, στον αντίποδα της οποίας βρίσκεται ο υπό του Μεσσία φωτισμός των εθνών που προαναγγέλλεται στον Ησαΐα (Ης 9:2). Αυτός εκπληρώνεται με την ενανθρώπηση του Υιού, την έλευση του Αγίου Πνεύματος και τον φωτισμό των ανθρώπων με το βάπτισμα, αποκτώντας την εκκλησιολογική υπόστασή τους. Σημειώνεται επίσης πως ο Χριστός είναι η κεφαλή της Εκκλησίας, ο οικιστής αυτής. Ο Αύγουστος υπήρξε ο δεύτερος οικιστής της Ρώμης, η οποία κατά τον ιδρυτικό της μύθο συνδέθηκε με τους Ρώμο και Ρωμύλο, τους οποίους ανακάλυψε επίσης ένας ποιμένας, ο Φαύστουλος (S. Hijmans, «Ο Αύγουστος και η χρυσή εποχή της Ρώμης», Αρχαιολογία και Τέχνες 74 (2000): 44-45 και 48, εικ. 6.).
Η οικουμενική απογραφή για την οποία ο Ιωσήφ προσήλθε στην Βηθλεέμ (ως πατρώο τόπο του Οίκου Δαυίδ από τον οποίο κατάγονταν) πραγματοποιήθηκε μεταξύ του 2 π.Χ. και 2 μ.Χ. Ο Χριστός γεννήθηκε λίγο πριν ή λίγο μετά από τις 9/10 Ιανουαρίου του 1 π.Χ., καθώς τότε είναι αστρονομικά εξακριβωμένο πως συντελέσθηκε η έκλειψη σελήνης ορατής στην Παλαιστίνη, μετά από την οποία πέθανε ο Ηρώδης ο Α΄ και όχι το 4 π.Χ. όπως λανθασμένα γράφει ο Ιώσηπος.
Η εικόνα της Γεννήσεως αποτελεί σύνθεση δύο παλαιότερων εικόνων, οι οποίες απεικόνισαν τις αφηγήσεις του Ματθαίου (Προσκύνηση των Μάγων) και του Λουκά (Βρέφος εν φάτνη, δοξολογία αγγέλων, προσκύνηση ποιμένων). Οι ποιμένες εμφανίσθηκαν ως μορφές της εικόνας το αργότερο κατά τον 6ο αι. (π.χ. εγκόλπιο ένθρονης Θεοτόκου του Dumbarton Oaks Museum). Από μεταγενέστερα έργα αναφέρουμε ενδεικτικά την ποιμενική παρουσία στη Γέννηση από το Ψαλτήριο Chludov (850-875), στα ψηφιδωτά των Μονών Οσίου Λουκά και Δαφνίου (11ος αι.) και τις τοιχογραφίες στην Όμορφη Εκκλησία της Αιγίνης (1282), όπου μάλιστα υπομνηματίζονται ως «ΗΠΙΜΕΝEC». Η έρευνα έδειξε πως όταν δεν επαρκούσε η επιφάνεια που θα φιλοτεχνούνταν η Γέννηση, συνήθως παραλείπονταν οι ποιμένες.
Οι ποιμένες μπορεί να απεικονίζονται ως ζεύγος με διακριτά χαρακτηριστικά ή να υπάρχει και ένας τρίτος με αυλό ξεχωριστά από αυτούς. όπως στο Eski Gumus Monastery παρά τη Νίγδη (τέλος 10ου ή αρχές 11ου αιώνα). Το αν η αρχαία εθνική μητρώα παράδοση της Μικράς Ασίας όπου τα πνευστά όργανα είχαν σημαντικό ρόλο και μυθολογούμενο εκτελεστή της σύριγγος τον Πάνα επέδρασε εδώ, είναι ένα θεολογούμενο. Ο Ζωναράς μάλιστα χαρακτηρίζει ως «σύριγγα» τον ποιμενικό αυλό. Σε κάθε περίπτωση, η γενίκευση των ποιμένων στην εικόνα γενικεύθηκε το αργότερο από την υστεροκομνήνεια τέχνη (12ος αι.). Ποιμήν – αυλητής υπάρχει π.χ. στους ναούς των Αγίου Γεωργίου του Kurbinovo (περί το 1180), Παναγία του Άρακος στην Κύπρο (1192), Αγίου Αχιλλείου Arilje (1296/97) και το Καθολικό της Μονής Βατοπαιδίου (1312). Αντίθετα δεν απαντούν στο Καθολικό της Αγίας Τριάδος στη Sopocani (1260-65) και σε ναούς που τοιχογραφεί ο «Πανσέληνος» και οι Αστραπάδες, όπως το Πρωτάτο του Αγίου Όρους (περί το 1290), η Περίβλεπτος Αχρίδος (1294/5) και η Μονή της Studenica (περί το 1314). Στην περίπτωση της Μονής της Χώρας (1315-1321) απεικονίσθηκαν οι τρεις ποιμενικές μορφές, αλλά χωρίς να εκτελούν μουσικό όργανο. Επίσης, στον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό Θεσσαλονίκης (1310-1320) απαντούν δύο ποιμένες και ο ένας κρατά σύριγγα ή αυλό κωνικό, τον οποίο δεν εκτελεί αφού συντελείται ο ευαγγελισμός τους από τον άγγελο. Συχνά πάντως οι μελετητές θεωρούν τον αυλητή αναφορά στην υμνολογία (G. Vlachos, «A Theological approach to understanding the Byzantine icon of the Nativity of Jesus Christ», Pharos Journal of Theology 98 (2017): 14).
Εγώ θα τονίσω εδώ, πως η παρουσία του αυλού αν και σχετίζεται με όλα τα παραπάνω, ίσως είναι στοιχείο που αλληγορεί την ομολογία του Θεού: Στην αρχαία τέχνη, η κίνηση – χορός και το παίξιμο οργάνων από μία μορφή σε τελετουργική εικονογραφία δήλωναν την συμμετοχή του στην λατρεία ενός Θεού (ιδίως του Διονύσου που η γέννησή του σχετίσθηκε με το χειμερινό ηλιοστάσιο).
Στα ψηφιδωτά των Αγίων Αποστόλων Θεσσαλονίκης, υπάρχουν τρεις ποιμενικές μορφές, αλλά η μία ανήκει στον ποιμένα που πειράζει – δοκιμάζει τον Ιωσήφ, ένα στοιχείο που απαντά σε απόκρυφες διηγήσεις. Οι άλλοι δύο ποιμένες προσλαμβάνονται από την βιβλική διήγηση κια είναι ενδεδυμένοι με διαφορετικά μεταξύ τους ενδύματα. Ο ένας φέρει φυτικό κάλυμμα παραπέμποντας σε διονυσιακό θύρσο, ενώ ο άλλος είναι ακάλυπτος με μηλωτή. Θαυμάζουν έντρομοι και έχουν κίνηση, στοιχείο που φανερώνει πιθανές ελληνιστικές επιρροές, αλλά και ένα παιδικό χαρακτήρα, ο οποίος απαντά σε αφηγηματικές σκηνές της παλαιολόγειας ζωγραφικής.
Το σημαινόμενο των ποιμένων είναι πρώτιστα ο ευσεβής και πιστός ιουδαϊκός λαός ή το πρώτο εξ Ιουδαίων εκκλησιαστικό ποίμνιο. Ο ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί πως ως πιστοί αξιώθηκαν να διδαχθούν άμεσα την αποκάλυψη των μυστηρίων, σε αντιδιαστολή με τους εθνικούς Μάγους (Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Ματθαῖον τὸν εὐαγγελιστὴν, PG 57, 13-PG 58, 65). Επιπλέον, ο Μ. Αθανάσιος καθώς οι άγγελοι καλούν το τεχθέν «Κύριο», τονίζει την ποιμενική παρουσία ως δογματικής σημασίας αφού σημαίνουν την μητέρα Του ως Σωτηριοτόκο και Θεοτόκο (Εἰς τὴν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ, PG 29, 965C).
Ο Ouspensky τόνιζε πως οι ποιμένες αξιώθηκαν του γεγονότος ως καθαροί στην καρδιά, εννοώντας τον αντίστοιχο μακαρισμό (Κατά Ματθαίον 5:8. Βλ. και L. Ouspensky, Η εικόνα στο φως της ορθόδοξης παράδοσης, σ. 125). Πρέπει επίσης να τονισθεί, πως η εποπτεία θεοτήτων μέσω μυήσεων και η παρακολούθηση ιερογαμικών τελουμένων, αποτελούσε το επίκεντρο των αρχαίων μυητικών τελετουργιών, καθιστώντας τον υποψήφιο από «μύστη» σε «επόπτη» (Σουΐδας, Λεξικὸν, στο Ι. Bekker (επιμ.), Suidae lexicon ex recognitione, Ι. Berlin: Reimer G., 1854, σ. 415). Προσωπικά θεωρώ πιθανό το να συνιστά συνάμα η παρουσία τους μομφή κατά της σοφίας των γραμματέων και φαρισαίων με βάση το Ησαΐας, 29:13-14. Φαίνεται επίσης πως αποτελούν προσωποποίηση των βαπτισμένων, καθώς η βάπτιση και άρα η ορθή ομολογία του Θεού είναι προϋπόθεση της θείας αποκάλυψης και ένωσης (Α΄ Κορ 2:7-10). Εξαιρετική είναι επίσης η παρατήρηση του Σ. Φωτίου, πως οι ποιμένες αξιώθηκαν να γίνουν πρώτοι μάρτυρες του ιερού γεγονότος, όταν τα δικαστήρια της εποχής συχνά δεν έκαναν αποδεκτή την μαρτυρία τους (Σ. Φωτίου, «Η καθολική συνύπαρξη – Η εικόνα της γέννησης του Χριστού», Εικονοστάσιον 4 (2013): 145).
Οι ποιμένες αποτελούν έναν τύπο των χρηστών επισκόπων. Ο P. Eudokimov τους συνδέει με την ιωάννεια παραβολή του Καλού Ποιμένος. Σε αυτήν, ο Χριστός αποκαλεί εαυτόν «Καλό Ποιμένα» και «Θύρα των Προβάτων». Τα πρόβατα έχουν διαφορετική κοινωνικότητα από άλλα ζώα. Αναγνωρίζουν τον ποιμένα και τη φωνή του και έτσι μόνο αυτόν ακολουθούν. Η παραβολή περιλαμβάνει επίσης και την ιδέα της αναγέννησης: Στην εικόνα συνυφαίνονται η ενανθρώπιση με τη σταυρική θυσία. Ο Καλός Ποιμήν θυσιάζεται εκούσια υπέρ των προβάτων Του, όντας Κύριος της ζωής και του θανάτου και με τον Πατέρα να αποδίδει προς Αυτόν πατρώα αγάπη (Κατά Ιωάννην, 10:1-20. Βλ. και P. Eudokimov, Η τέχνη της εικόνας. Θεολογία της ωραιότητας, σ. 211). Κατά τον Χρυσόστομο πάλι, η «θύρα» ταυτίζεται και με τις ιερές Γραφές, σε αντιδιαστολή με τους ληστές, οι οποίοι αντιστοιχούν στους κάθε εποχής αντιχρίστους και αιρετικούς. Ο Χριστός γίνεται «θύρα» όταν μας οδηγεί στον Πατέρα και «Ποιμήν», όταν μεριμνά και μας φροντίζει (Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τὸν ἀπόστολον καὶ εὐαγγελιστήν, ΝΘ΄, PG 59, 324).
Σε ορισμένες εικόνες οι ποιμένες συνδέονται με το στοιχείο της σιωπής. Κατά τον ποιητή Σιμωνίδη, η εικαστική αποτελεί σιωπώσα δημιουργία (Σιμωνίδης, απ. 190b). Ωστόσο, η σιωπή από τους πυθαγόρειους κύκλους, έως ορισμένους πατέρες όπως ο Γρηγόριος ο Θεολόγος διδάχθηκε ως αρμοστή πρακτική προς μερική κατανόηση της θείας δημιουργίας, των μυστηρίων και των θεολογικών ερωτημάτων. Δεν αποκλείεται πάντως να είναι μία επίδραση από το «Πρωτευαγγέλιο του ψευδο-Ιακώβου», κατά το οποίο ο Ιωσήφ παρατήρησε πως κατά την ώρα της Γεννήσεως τα πάντα σταμάτησαν και σίγησαν, στρέφοντας ψηλά το βλέμμα τους (Πρωτευαγγέλιο, 18, 2.).
Τέλος, ως προς τα ζώα που ενίοτε πλαισιώνουν τους ποιμένες, ενδεικτικά επισημαίνεται η παρουσία προβάτων και κριών στην πρώιμη φορητή κοπτική σιναϊτική εικόνα της Μονής Σινά (6ος-7ος αι.). Το στοιχείο αυτά ίσως παραπέμπει στο Ησαΐα και ίσως απηχεί την συμπερίληψη των εθνών στην εποχή της Καινής Διαθήκης (Ης 60:7). Χριστός γεννάται δοξάσατε!


































