Η πρόσφατη ταπεινωτική συμφωνία εγείρει έντονο τον προβληματισμό περί της πορείας και του μέλλοντός μας ως έθνους. Επιφανειακή ανάλυση οδηγεί σε εξέταση της κατάστασης με βάση τις κομματικές προτιμήσεις του λαού μας. Βαθύτερη, πλην ανεπαρκής και αυτή, επικεντρώνει την προσοχή σε ιδεολογικές διαφορές. Ας επιχειρήσουμε κάποια άλλη που θεωρούμε βαθύτερη.
Κατ’ αρχήν τί είναι έθνος; Σύμφωνα με συνήθη ορισμό, έθνος καλείται σύνολο ανθρώπων που χαρακτηρίζονται από κοινά γνωρίσματα, τα οποία καθιστούν αυτό διακριτό σε πλανητική κλίμακα. Ως κυριότερα από τα γνωρίσματα αυτά αναγνωρίζονται η φυλή, η γλώσσα, το θρήσκευμα, η κοινή ιστορία και πολιτισμός, καθώς και η αναφορά σε γεωγραφικό χώρο, την πατρίδα. Είναι ίσης αξίας τα γνωρίσματα αυτά; Θα το ερευνήσουσε. Πολλοί στον χώρο της εθνογραφίας θεωρούν ως βασικότερο στοιχείο του έθνους την εθνική συνείδηση και την κοινή πορεία στο ιστορικό γίγνεσθαι.
Ας ξεκινήσουμε από το τελευταίο. Οι αρχαίοι πρόγονοί μας είχαν μορφή εθνικής συνείδησης, αφού αναγνώριζαν ότι ανήκουν στην ίδια φυλή, την ελληνική, και είχαν κοινή θρησκεία και κοινή γλώσσα. Οπωσδήποτε όμως δεν είχαν την αίσθηση της κοινής πορείας, καθώς ο τοπικισμός είχε οδηγήσει στον σχηματισμό των πόλεων κρατών μέχρι την εποχή του Φιλίππου Β΄ και του Αλεξάνδρου. Ακόμη και μετά τη λαμπρή εκστρατεία του μεγάλου στρατηλάτη, στην οποία μετείχαν όλοι οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων, δεν επετεύχθη η κοινή ιστορική πορεία, όπως εδείχθη με τη διάσπαση του κράτους και την ατέρμονα διαμάχη των επιγόνων, χάρη στις οποίες κατέστη ευχερής η κατάληψη της χώρας μας από τους Ρωμαίους.
Οι Ρωμαίοι επέφεραν στα μέχρι τότε ισχύοντα σημαντική κοινωνική μεταβολή δίδοντας το δικαίωμα του ρωμαίου πολίτη σ’ όλους τους πολίτες της πολυεθνικής αυτοκρατορίας. Ήταν αυτό το πρώτο ισχυρό πλήγμα κατά των εθνών; Ασφαλώς όχι. Ακολούθησε η μεγάλη ανατροπή με την έλευση του Χριστού. Η διδασκαλία περί της καθολικότητας της Εκκλησίας και το «ουκ ένι Έλλην ή Ιουδαίος» μήπως ήταν το δεύτερο ισχυρό πλήγμα κατά των εθνών; Ασφαλώς όχι. Ο τίτλος του Ρωμαίου πολίτη και ο άλλος του μέλους της Εκκλησίας δεν υπήρξαν εχθρικοί προς τα έθνη, αλλά εισήγαγαν το όραμα της συνεργασίας αυτών και της ειρηνικής συνύπαρξης, διαχρονικό όραμα όλων των ανθρώπων καλής θέλησης. Στην εποχή μας επιχειρήθηκε και εξακολουθεί να επιχειρείται η επανάληψη της ρωμαϊκής κίνησης, και μάλιστα με φαινομενική ελευθερία, με έμφαση όμως στην υπέρβαση των εθνικών διακρίσεων. Η πρώτη κίνηση συνέβη στα πλαίσια του κομμουνιστικού κινήματος, το οποίο κήρυξε τον διεθνισμό του προλεταριάτου σε άκρα αντίθεση προς τον γιγαντούμενο εθνικισμό στις χώρες με αστικό καθεστώς. Καλούσαν οι κομμουνιστές τους προλετάριους, τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων του πλανήτη, να ενωθούν υπό τη σημαία του ιδεολογικού διεθνισμού. Η δεύτερη βρίσκεται σε εξέλιξη. Η λεγόμενη νέα τάξη πραγμάτων καλεί τις χώρες, μέσω των κυβερνήσεων αυτών, σε ενότητα στο όνομα της παγκοσμιοποίησης με εμφανή στόχο την εξαφάνιση των ιδιαιτεροτήτων που χαρακτηρίζουν κάθε έθνος.
Με την επικράτηση της νέας πίστης στις χώρες περί την λεκάνη της Μεσογείου είχαμε τον σε βάθος μετασχηματισμό της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, χαρακτηριστικότερο γνώρισμα του οποίου ήταν η μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη. Το ανατολικό τμήμα αυτής, το εν πολλοίς ελληνικό ή εξελληνισμένο κατάφερε παρά τις διαρκείς εξ Ανατολών βαρβαρικές επιδρομές να επιβιώσει επί χιλιετία διαρκώς όμως συρρικνούμενο, ιδιαίτερα μετά τις αραβικές, αρχικά, και τουρκικές, στα έσχατα, επιδρομές. Η φυλή, μετά το πλήθος των επιδρομών και την πληθώρα των επιμιξιών, έπαψε να αποτελεί σημαντικό στοιχείο. Σήμερα μόνο εμπαθείς εθνικιστές ασχολούνται με την καθαρότητα της φυλής. Εκείνο, που ασφαλώς προέχει σε κάθε έθνος είναι η παράδοση και ο πολιτισμός και όχι το βιολογικό υπόστρωμα των μελών του. Ενοποιός δύναμη της πολυεθνικής αρχικά αυτοκρατορίας της Ρωμανίας ήταν η κοινή πίστη, η ορθόδοξη. Βέβαια αρκετοί αυτοκράτορες στο όνομα της διατήρησης της ακεραιότητας της αυτοκρατορίας υπήρξαν διαλλακτικοί και επιχείρησαν τον συμβιβασμό των διισταμένων δογματικών θέσεων. Τελικά δεν τα κατάφεραν. Μάλιστα η ταχύτατη προέλαση των Αράβων στην Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική οφείλεται στην ευρεία διάδοση του μονοφυσιτισμού στις περιοχές αυτές. Εξ αυτού του λόγου οδηγούνται ιστορικοί και κοινωνικοί αναλυτές στην άποψη ότι η θρησκευτική πίστη μπορεί να είναι όχι συνεκτικό, αλλά διασπαστικό του έθνους γνώρισμα και ακόμη ότι η θρησκευτική πίστη δεν είναι καν κύριο γνώρισμα ενός έθνους, τουλάχιστον όπως αυτό διαμορφώθηκε κατά την νεωτερικότητα. Αλλά διασπαστικό στοιχείο της αυτοκρατορίας ήταν η απόρριψη της κεντρικής εξουσίας στα κατακτηθέντα από τους Άραβες εδάφη στη βάση εθνικών αρχικά διακρίσεων, οι οποίες οδήγησαν στη συνέχεια στον ασπασμό της αίρεσης. Αν οι αυτοκράτορες χορηγούσαν ανεξαρτησία, οι χριστιανοί θα αντιστέκονταν με ομοψυχία στην αραβική ορμή.
Στις αραβικές επιδρομές ο λαός της αυτοκρατορίας αντιστάθηκε ηρωικά και δεν επέτρεψε την είσοδο των εισβολέων στο έδαφος της Μικράς Ασίας. Στις τουρκικές, κατά περίοδο παρακμής, υπέκυψε τάχιστα. Κατά την πρώτη περίοδο εγράφη το έπος των Ακριτών. Κατά τη δεύτερη είχαμε αθρόους εκούσιους εξισλαμισμούς. Πού οφείλεται η διαφορά; Στο ότι κατά τους αιώνες της παρακμής οι οικονομικά ισχυροί είχαν αποσπάσει τη γη από τους αγρότες και εκείνοι αισθάνονταν ανέστιοι. Δεν είχαν διάθεση να πολεμήσουν για τους σφετεριστές της περιουσίας τους. Αυτό φανερώνει ότι για να υπάρχει κοινή πορεία των ανθρώπων, που αποτελούν ένα έθνος, πρέπει να υπάρχει καθεστώς ευνομίας και να επικρατεί κοινωνική δικαιοσύνη. Σ’ αυτόν τον παράγοντα δεν διδόταν η δέουσα προσοχή πριν από τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς στη Δύση. Η κοινωνική διδασκαλία του Ευαγγελίου προβάλλει βέβαια εντονότατα το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης χωρίς όμως στοιχεία μεσσιανισμού, από τον οποίο χαρακτηρίζονται στο έπακρο τα κοινωνικά κινήματα των αιώνων 19ου και 20ου. Και πρέπει να επισημάνουμε ότι η θρησκευτική πίστη αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο στον χαρακτήρα του έθνους. Η παρακμή αυτού οφείλεται στη χαλάρωση της πίστης και στην έξαρση του κακού, καθώς η πίστη είναι ο κατ’ εξοχήν εμπνευστής για αποδοχή βίου βασισμένου σε ηθικές αρχές και αξίες. Ο Νίτσε ορθά παρατήρησε ότι η ηθική είναι το τελευταίο πρόσωπο του Θεού, που πρέπει να απορρίψει ο αρνητής. Και ο Καμύ διερωτάται: Νοείται δικαιοσύνη χωρίς Θεό;
Οι προς βορράν της αυτοκρατορίας της Ρωμανίας λαοί εκχριστιανίστηκαν. Αυτή η τόσο σημαντική μεταβολή δεν απέτρεψε τις πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ αυτών και της Κωνσταντινούπολης; Αυτό μαρτυρεί έλλειψη πίστης και μη κατανόηση του πνεύματος του Ευαγγελίου από όλους τους ηγέτες, οι οποίοι διαχρονικά ρέπουν στο να θυσιάζουν τους λαούς για το προσωπικό τους μεγαλείο. Το κακό δεν οφειλόταν στην αδυναμία της αυτοκρατορίας στο να συμπεριλάβει τους νεοαφιχθέντες λαούς και να καταστεί εκ νέου πολυεθνική, αλλά στην ελλειμματική διδασκαλία του ευαγγελικού μηνύματος. Η Εκκλησία, ξαναγράφουμε, είναι μία και καθολική, όμως δεν είχε ποτέ ως στόχο τον αφανισμό των εθνών στα πλαίσια της οικουμενικότητάς της, καθώς τα έθνη είναι δημιουργήματα του Θεού. Η Εκκλησία εύχεται υπέρ της των πάντων ενώσεως και υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου. Οι αντιπαραθέσεις ομοδόξων λαών μαρτυρούν την προβληματικότητα της πίστης τους. Η αδυναμία συνεργασίας των λαών της Βαλκανικής συνετέλεσε στην εδώ ταχεία προέλαση των οθωμανών Τούρκων.
Η συνέχεια στο επόμενο άρθρο.
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»