Ο αείμνηστος λαογράφος του Πόντου, Μελανοφρύδης Παντελής, μεταξύ των απομνημονευμάτων του μας άφησε κάποια μοναδικά παιδικά αθύρματα, που πέρα από την ρυθμικότητα και την μουσικότητά τους μας καταγράφουν και τους ιδιαίτερους χαρακτήρες από τη ζωή των κατοίκων στην ύπαιθρο χώρα του Πόντου.
Καθημερινοί χαρακτήρες με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που υπερβαίνουν τους κοινωνικούς και ηθογραφικούς κανόνες της εποχής ,αποτελούν πηγή έμπνευσης και σαρκασμού για τον απλό λαϊκό στιχουργό.
Το σατιρικό τραγούδι στον Πόντο αποτελούσε ένα παρεμβατικό μέσο προκειμένου να καυτηριάσει ακραίες συμπεριφορές ανθρώπων, που διαφοροποιούνταν από το κοινά αποδεκτό. Τα καμώματά τους γίνονταν περιπαικτικό τραγούδι για τους μεγάλους και διδακτικό για τους μικρούς, που έπρεπε να μάθουν να ξεχωρίζουν το καλό από το κακό.
H λαϊκή ηθική δεν επέτρεπε στους ΄΄λάθρα βιώντες΄΄, στα κομματικά λαμόγια και στους αρχολίπαρους της εξουσίας να καταξιώνονται και να ελίσσονται οικονομικά και κοινωνικά. Αυτούς τους περιθωριοποιούσε η λαϊκή διδαχή, που εμπεριείχαν τα μνημεία του λόγου, τα τραγούδια ,οι παροιμίες , τα παραμύθια ( μεσάλια) με έναν εύθυμο σαρκαστικό μουσικό τρόπο.
Τα παιδικά λεκτικά παιχνίδια ( αθύρματα ) τραγουδιόντουσαν από τους παππούδες και τις γιαγιάδες στα μικρά παιδιά, χορεύοντάς τα στα γόνατά τους .
Πολλά από τα ευρηματικά αυτά τραγούδια χάθηκαν, γιατί δεν καταγράφηκαν από τους λαογράφους της πρώτης γενιάς. Πολλά όμως έχουν διασωθεί και θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο συνολικής έρευνας από τις έδρες των πανεπιστημίων.
Άς δούμε μερικά παιδικά αθύρματα, που διέσωσε ο λόγιος της πόλης μας, Παντελής Μελανοφρύδης.
Στο πρώτο δίστιχο περιγράφεται η φιγούρα της κουτσής αλλά κατά τα άλλα απελευθερωμένης γυναίκας, της Σιαμάλας, που ερωτοτροπεί με τον Νικόλα. Το γεγονός αυτό σχολιάζεται και καταγγέλλεται ως ηθικός ακτιβισμός.
Σιαμάλα μ’, πέραν θέμπεραν,
Νικόλα μ’, άνθεν, κάθεν.
Σιαμάλα μ’, το κοτσόν τ’ αντσί σ’,
το σκούλο σ’ τ’ εβγαλμένον..
Στο δεύτερο σκωπτικό τραγούδι ο Παντελής είναι ένας κακός και αδιάφορος ποιμένας της εποχής, που αφήνει τα ζώα ανεξέλεγκτα τόσο, που αυτά χάνονται. Ενώ ο Σειρήντς είναι ο ευσυνείδητος τσοπάνος, που με την σφυρίχτρα του τα καθοδηγεί στη βοσκή και στο τέλος τα γυρίζει όλα πίσω.
Παντελή, και πανταζά
Πάν’ τη σκύλ’ τη υιού τα ζα.
Ο Σειρήντς ας έν καλά
κρούει τη γην και κλώθ’ τα ζα.
Στο επόμενο σαρκάζεται ο Παύλος, ο τσοπάνης ,που παίζει τον αυλό του αδιαφορώντας για τα ζωντανά. Δεν εκτελεί και αυτός σωστά το ποιμενικό του καθήκον γι’ αυτό και δέχεται τις υποδείξεις των κατοίκων.
Παύλε, Παύλε, Πάγκαλε
και χειλιαυροπάγκαλε,
ντός τ’ αιγίδια πέραν κι’ αν
και τα πρόατα αφκακειάν.
Παρόμοιες παροτρύνσεις δέχονται δύο ακόμη νωθροί και οκνηροί τύποι, ο Γιάννης και ο Παναγιώτης, που παρακινούνται να γίνουν πιο εργατικοί και παραγωγικοί. Κοινώς να ξυπνήσουν.