Την πρόσβαση τρίτων στα υδροηλεκτρικά από την «πίσω πόρτα» διαπραγματεύεται η κυβέρνηση με τους θεσμούς, την ίδια στιγμή που ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Γιώργος Σταθάκης επαίρεται ότι η μεγάλη επιτυχία του σχεδίου αποεπένδυσης στους λιγνίτες ήταν ακριβώς ότι απέτρεψε την πώληση υδροηλεκτρικών μονάδων.
Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων, στο πλαίσιο της μνημονιακής δέσμευσης για αξιολόγηση των ΝΟΜΕ (δημοπρασίες ισχύος) σε σχέση με την αποτελεσματικότητα των ενδιάμεσων δεσμευτικών στόχων για τη μείωση των μεριδίων της ΔΕΗ στη λιανική αγορά, η πλευρά των θεσμών έχει ανοίξει ευθέως θέμα νερών και μάλιστα επιτακτικά, αφού αυτό είχε σε μεγάλο βαθμό προσυμφωνηθεί και αποτυπωθεί στο τελευταίο μνημόνιο. Συγκεκριμένα, το μνημόνιο προβλέπει αξιολόγηση των ΝΟΜΕ μέσα στον Φεβρουάριο του 2018, η οποία θα λάβει υπόψη της την εισαγωγή της μελλοντικής αγοράς (target model), καθώς και τα διαρθρωτικά μέτρα για τον λιγνίτη, αλλά και την πιθανή ανάγκη «να υιοθετηθούν πρόσθετα διαρθρωτικά μέτρα σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του χαρτοφυλακίου παραγωγής της ΔΕΗ», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, φωτογραφίζοντας τα υδροηλεκτρικά. Η αξιολόγηση των ΝΟΜΕ συνέπεσε χρονικά με την κατάρτιση και έγκριση από την Ε.Ε. του νομοσχεδίου για την πώληση των λιγνιτικών μονάδων, που αποτελεί το βασικό διαρθρωτικό μέτρο για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρισμού και την εναρμόνιση της χώρας με τις αποφάσεις της Επιτροπής (2008) για την πρόσβαση τρίτων στον λιγνίτη ως καύσιμο για την ηλεκτροπαραγωγή. Η συζήτηση μεταξύ των δύο πλευρών μετά και τη δρομολόγηση της πώλησης των λιγνιτικών μονάδων Φλώρινας και Μεγαλόπολης ξεκίνησε από μηδενική βάση, με την ελληνική πλευρά ωστόσο να βρίσκεται σε δυσμενή θέση διότι ο ενδιάμεσος δεσμευτικός στόχος μείωσης του μεριδίου της ΔΕΗ στο τέλος του 2017 στο 75,24% όχι μόνο δεν επετεύχθη, αλλά εμφανίζει απόκλιση κατά περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες, αφού διαμορφώθηκε στο 85,4%. Ο στόχος αποκλίνει ακόμη και σε σχέση με τα μερίδια της ΔΕΗ τον Μάρτιο, που υποχώρησαν μόλις στο 82,75%.
Οι θεσμοί φέρονται να έχουν αποδεχθεί την πρόταση της ελληνικής πλευράς να εξαιρεθεί από τις συμφωνημένες προς διάθεση ποσότητες ισχύος μέσω δημοπρασιών για τα έτη 2018 και 2019 σε ποσοστό 9%, που αντιστοιχεί στην παραγωγή των μονάδων που θα πουληθούν. Αντιπροτείνουν ωστόσο να αυξηθεί σημαντικά η διαθέσιμη ισχύς από υδροηλεκτρικά και –σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες– να υποκαταστήσει πλήρως το υπολειπόμενο ποσοστό. Μια τέτοια εξέλιξη ισοδυναμεί σε ντε φάκτο πρόσβαση τρίτων στην υδροηλεκτρική παραγωγή της ΔΕΗ, την οποία θα είναι υποχρεωμένη να διαθέσει στη χαμηλή τιμή του μεταβλητού κόστους λειτουργίας των υδροηλεκτρικών μονάδων της που έχει οριστεί από τη ΡΑΕ στα 3 ευρώ η μεγαβατώρα, έναντι της σημερινής τιμής εκκίνησης των δημοπρασιών των 37,37 ευρώ η μεγαβατώρα, που αντιστοιχεί στο μεταβλητό κόστος των λιγνιτικών μονάδων.
Η υφιστάμενη συμφωνία με τους πιστωτές προβλέπει ότι η ΔΕΗ πρέπει να διαθέσει μέσω των δημοπρασιών ποσότητες 19% της λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής της παραγωγής και το 2019 το 22%. Το εργαλείο των ΝΟΜΕ, που η κυβέρνηση επέλεξε για τη μείωση των μεριδίων της ΔΕΗ, στον σχεδόν 1,5 χρόνο εφαρμογής (Νοέμβριος 2016 έγινε η πρώτη δημοπρασία), αποδείχθηκε πως δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Τα μερίδια της ΔΕΗ δεν υποχωρούν με τους ρυθμούς που απαιτούνται για τη σταδιακή μείωσή τους στο 49,24% το 2019, ενώ από την άλλη η πώληση των λιγνιτικών μονάδων Φλώρινας και Μεγαλόπολης, στον βαθμό που ευοδωθεί, δεν πρόκειται να ενισχύσει τον ανταγωνισμό στη λιανική αγορά. Ετσι, η κυβέρνηση με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που υποχρεώθηκε να πουλήσει λιγνιτικές μονάδες, παρότι κάτι τέτοιο δεν προβλεπόταν ρητά στη συμφωνία με τους πιστωτές, πολύ γρήγορα θα υποχρεωθεί να παραχωρήσει έδαφος στους ιδιώτες και στα νερά, ακυρώνοντας στην πράξη τη βασική επιχειρηματολογία της για την κατάργηση του σχεδίου «Μικρή ΔΕΗ» και αφού στο μεταξύ έχει φορτώσει τη ΔΕΗ με πρόσθετα οικονομικά βάρη και αδιέξοδα που την υποχρεώνουν να πουλήσει περιουσιακά στοιχεία με τους χειρότερους όρους και χωρίς καν το κατώφλι εύλογου τιμήματος.
Η εξέλιξη αυτή δεν αποτελεί, προφανώς, κεραυνό εν αιθρία για την κυβέρνηση, αφού οι θεσμοί δεν έβγαλαν ποτέ από τη συζήτηση την πρόσβαση τρίτων ούτε στον λιγνίτη ούτε στα νερά. Στην πρώτη συμφωνία που διαπραγματεύτηκε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αποδέχθηκε ως μοναδικό μέτρο για το άνοιγμα της αγοράς τα ΝΟΜΕ, αλλά υπό τον όρο λήψης «εναλλακτικών δομικών μέτρων» ισοδύναμου αποτελέσματος, αν αποδειχθούν αναποτελεσματικά. Στις διαπραγματεύσεις για το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης οι θεσμοί επανέφεραν το θέμα της πώλησης υδροηλεκτρικών και έκαναν αποδεκτή την πρόταση της κυβέρνησης για την «αποεπένδυση στον λιγνίτη», υπό την προϋπόθεση της πλήρους εποπτείας της από την DGcomp. Ταυτόχρονα, μέσω του κεφαλαίου «ΝΟΜΕ» κράτησαν ανοικτό το παράθυρο επαναφοράς των υδροηλεκτρικών, δεσμεύοντας την κυβέρνηση για την υιοθέτηση πρόσθετων διαρθρωτικών μέτρων «σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του χαρτοφυλακίου παραγωγής της ΔΕΗ». Η συζήτηση αυτονόητα οδηγείται στα νερά, αφού μετά την αποεπένδυση στον λιγνίτη είναι το μοναδικό καύσιμο στο οποίο διαφοροποιείται το χαρτοφυλάκιο παραγωγής της ΔΕΗ έναντι των ιδιωτών παραγωγών.