Η απολιγνιτοποίηση δεν είναι πρόβλημα μόνο για την Ελλάδα, λυμένο …. πλέον στη Χώρα μας. Είναι κεντρικό θέμα και σε κραταιές βιομηχανικές χώρες. Ας δούμε πως το αντιμετωπίζουν. Καιρός είναι να προσέξουν τις πρωτοβουλίες μας χάριν ….. της κλιματικής αλλαγής, κάποιοι που περιμένουν τη λύση από …. θεσμικά όργανα.
Όπως έλεγε ο Κλεμανσώ για τον πόλεμο και τους στρατιωτικούς, μήπως η ενέργεια είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την εμπιστευθούν στους υπουργούς τους; Στην Ελλάδα ευτυχώς έχουμε χαρισματικούς πολιτικούς που χαράσσουν ενεργειακή πολιτική με χρησμούς, όπως «ο λιγνίτης έγινε βαρίδι» και αυτό αρκεί. Όταν όμως η ευθύνη είναι μεγάλη βάζουν «προσωπικά στοιχήματα» και με την εναλλαγή υπουργών άνετα αντιστρέφεται η ενεργειακή πολιτική με μια απλή υπεύθυνη δήλωση όπως: «Ο λιγνίτης είναι το πιο ακριβό καύσιμο σήμερα στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής της χώρας και για αυτό πρέπει να αποσυρθεί». Με χαρισματικούς πολιτικούς που το παίρνουν επάνω τους και με την εκκωφαντική σιωπή στην ακρίβεια του ρεύματος ή στο λαθρεμπόριο καυσίμων, που έφθασε και στο γειτονικό πρατήριο βενζίνης, δεν χρειαζόμαστε θεσμικά όργανα. Μπελάς θα ήταν μόνο! Έχουμε Συμβούλους.
Ο άνθρακας θεωρείται ως το ορυκτό καύσιμο με τη μεγαλύτερη μόλυνση περιβάλλοντος, δεδομένου ότι το 2022 συμμετείχε στη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας κατά 36%. Ποσοστό που θα πρέπει να περιοριστεί σε 4% το 2030 και να μηδενιστεί το 2040 για να μη ξεπεράσει η θέρμανση του πλανήτη τον ενάμιση βαθμό Κελσίου, το στόχο της Συμφωνίας των Παρισίων.
Με το ίδιο κλιματικό μοντέλο θα πρέπει η αύξηση της συμμετοχής του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή να σταματήσει τώρα, να μειωθεί σε 5-7% το 2030 και σε 1% το 2040. Δυστυχώ, η επίτευξη των στόχων αυτών σε παγκόσμιο επίπεδο είναι αμφίβολη και ειδικότερα για τον άνθρακα είναι αδύνατη, δεδομένου ότι η Κίνα και η Ινδία που καταναλώνουν τα 2/3 του άνθρακα σε παγκόσμια κλίμακα, συνεχίζουν να κατασκευάζουν νέες μονάδες. Και όχι μόνο. Γιατί και στην Ιαπωνία μπήκαν οκτώ νέες μονάδες άνθρακα σε λειτουργία από το Σεπτέμβρη 2020, οπότε την 1η Απριλίου 2024 λειτουργούν 169 μονάδες άνθρακα ισχύος 55,9 GW. Αλλά και στη Γερμανία προβλέπεται ουσιαστική συμμετοχή του άνθρακα μέχρι το 2030 και έχει νομοθετηθεί απόσυρση μέχρι το 2038, αλλά γίνονται προσπάθειες για επίσπευση.
Στη σύνοδο της Ομάδας των χωρών G7 το Απρίλη 2023 ο Καναδάς και το Ηνωμένο Βασίλειο πρότειναν το 2030 για την απόσυρση του άνθρακα, η Γαλλία συμφώνησε, αλλά αντέδρασαν η Ιαπωνία, οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένα χρόνο μετά συμφώνησαν για απόσυρση του άνθρακα από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι το 2035 με μια επιφύλαξη. Η απόσυρση αφορά τις μονάδες στις οποίες δεν δεσμεύεται το διοξείδιο του άνθρακα.
Στον αντίποδα, η Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο πέτυχαν εθελοντικά συντομότερες μειώσεις της ενέργειας από άνθρακα, με ρυθμούς ταχύτερους από ό,τι χρειάζεται παγκοσμίως. Έτσι, Ελλάδα μείωσε την ενέργεια από άνθρακα γρηγορότερα από οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο σε διάστημα οκτώ ετών, από 51% το 2014 σε 10% το 2022, αντικαθιστώντας την με συνδυασμό αερίου και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Εντούτοις, αυτό που παρουσιάζεται ως πρωτοποριακή διάκριση ήταν στην πραγματικότητα λύση ανάγκης σε περίοδο λιτότητας, με αδυναμία επένδυσης σε λιγνιτικές μονάδες νεότερης τεχνολογίας. Στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες η μείωση έγινε με το κλείσιμο παλαιών μονάδων, ηλικίας άνω των τριάντα πέντε ετών.
Επιχειρήματα άλλων χωρών για τη διατήρηση των μονάδων άνθρακα.
Η Ιαπωνία και η Γερμανία είναι δύο προηγμένες βιομηχανικές χώρες οι οποίες σχεδιάζουν τη διατήρηση του άνθρακα στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής για μια δεκαετία ακόμη. Παρόλα αυτά και οι δύο χώρες δεσμεύονται για το μηδενισμό των αερίων θερμοκηπίου μέχρι το 2050, ίσως και ενωρίτερα, ενώ η Ελλάδα με τα πλούσια αποθέματα λιγνίτη σπεύδει να απαλλαγεί το συντομότερο. Η Ιαπωνία μάλιστα προγραμματίζει ισχυρή συμμετοχή του λιγνίτη το 2030, με ποσοστό 19%, και κάνει έρευνες για την δέσμευση ή μείωση του διοξειδίου του άνθρακα, και αν τα καταφέρει, χωρίς να παραβεί τη πρόσφατη συμφωνία των G7, θα μπορεί να συνεχίσει να αξιοποιεί τα πλούσια αποθέματα άνθρακα της Αυστραλίας.
Ένας κρίσιμος συντελεστής στην ενεργειακή πολιτική της Ιαπωνίας είναι ο συντελεστής αυτάρκειας που ήταν 8% περίπου στην Ιαπωνία το 2016. Την «αινιγματική» στάση της Ιαπωνίας επεξηγεί άρθρο στο οποίο επισημαίνεται ότι ο άνθρακας στους μοντέρνους σταθμούς εξασφαλίζει ασφάλεια, μειωμένες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και ανταγωνιστικό κόστος. Επιπλέον, ο συντελεστής φόρτισης είναι 80% στους ανθρακικούς σταθμός έναντι 22% για τις ανεμογεννήτριες στην Ιαπωνία, ενώ το κόστος των ΑΠΕ προσαυξάνεται από την ανάγκη αποθήκευσης που με τα σημερινά δεδομένα είναι σημαντικό. Μάλιστα, στις ενάλιες ανεμογεννήτριες ο συντελεστής φόρτισης μπορεί να είναι υψηλότερος, αλλά το κόστος είναι 2.5 φορές μεγαλύτερο από τις χερσαίες. Επιπλέον, κατά τις ώρες ηλιοφάνειας η τιμή των ΑΠΕ στα χρηματιστήρια ενέργειας κινείται σε πολύ χαμηλά επίπεδα ή μηδενίζεται.
Σε μεγάλο βαθμό η ενεργειακή πολιτική της Ιαπωνίας διαμορφώνεται από το Κέντρο Πληροφόρησης για την Ηλεκτρική Ενέργεια – Japan Electric Power Information Center, (JEPIC) – που ιδρύθηκε το 1958 από τις εταιρίες ηλεκτρικής ενέργειας. Για το 2030 προβλέπεται στην Ιαπωνία συμμετοχή του άνθρακα στην ηλεκτροπαραγωγή κατά 19%.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η σύγκριση της μεθοδολογίας που ακολουθήθηκε στη Γερμανία και στην Ελλάδα για την αντιμετώπιση ενός κοινού προβλήματος, της απολιγνιτοποίησης. Στη Γερμανία μετά από μελέτες και μακρές διαβουλεύσεις με τους εμπλεκόμενους φορείς και με Καγκελάριο την Άγκελα Μέρκελ – στο θέμα της απολιγνιτοποίησης και της κατάργησης των πυρηνικών αντιδραστήρων η συμβολή της ήταν καταλυτική – ψηφίστηκε νόμος που προβλέπει μεταξύ άλλων τα βήματα απολιγνιτοποίησης μέχρι το 2038 και περιοδικές εκθέσεις του Υπουργείου Οικονομίας για τις επιπτώσεις της απόσυρσης του άνθρακα στην ενεργειακή επάρκεια και ασφάλεια, στις τιμές του ρεύματος και στους κλιματικούς στόχους. Καθυστέρηση στην υποβολή προβλεπόμενης από το νόμο έκθεσης καταγγέλθηκε από τον τύπο ως παραβίαση του νόμου από τον Υπουργό Οικονομίας.
Παράλληλα, με το νόμο του 2019 για την κλιματική αλλαγή θεσμοθετήθηκε ανεξάρτητο πενταμελές Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων που εξετάζει σε ετήσια βάση τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίων και αξιολογεί τα κυβερνητικά προγράμματα και την επιτυχία των περιβαλλοντικών στόχων για το μηδενισμό των εκπομπών μέχρι το 2045 και τη μείωση μέχρι το 2030 κατά 65% σε σχέση με το 1990. Και έχει συμβεί καταγγελίες του Συμβουλίου για αποκλίσεις από τους στόχους να φθάσουν στο Συνταγματικό Δικαστήριο.
Υπάρχουν βέβαια και αντιρρήσεις για την απόσυρση του άνθρακα και μάλιστα στην ίδια τη Γερμανική Κυβέρνηση. Ο Γερμανός ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομικών Christian Lindner (Federal Minister of Finance) κατέστησε σαφή την αντίθεσή του για σταδιακή κατάργηση του άνθρακα έως το 2030 σε συνέντευξή το Νοέμβρη 2023. «Αυτή η ημερομηνία δεν κάνει τίποτα για το κλίμα ούτως ή άλλως, καθώς οι εκπομπές CO2 που εξοικονομούνται στη Γερμανία επιτρέπεται να συγκεντρωθούν επιπλέον στην Πολωνία, για παράδειγμα, λόγω των ευρωπαϊκών κανόνων». Και προσέθεσε: «Εφόσον δεν είναι ξεκάθαρο ότι η ενέργεια θα είναι διαθέσιμη και προσιτή, θα πρέπει να τερματίσουμε τα όνειρα της σταδιακής κατάργησης της ενέργειας με καύση άνθρακα το 2030». Αυτό που υπαινίσσεται ανοιχτά ο Lindner, σχολιάζει η εφημερίδα, είναι η αποτυχία ενός από τα πιο διάσημα έργα της ΕΕ για το κλίμα – της εμπορίας δικαιωμάτων EU ETS. Αυτό ακριβώς που καταδίκασε τους λιγνιτικούς σταθμούς της ΔΕΗ.
Η Κίνα εξακολουθεί να κατασκευάζει περισσότερους σταθμούς άνθρακα, αλλά, όπως υποστηρίζεται σε άρθρο του Φεβρουαρίου 2024. φαίνεται πως καίγεται λιγότερος άνθρακας, διότι τα τελευταία χρόνια μειώνεται ο συντελεστής φόρτισης και η τεχνολογία των σταθμών είναι βελτιωμένη. Στις ζώνες αιχμής, αντί για φυσικό αέριο, όπως συνηθίζεται σε άλλες χώρες, χρησιμοποιείται άνθρακας. Ιδιαίτερα το 2023 η μειωμένη απόδοση των υδροηλεκτρικών λόγω ξηρασίας αναπληρώθηκε από σταθμούς άνθρακα. Βέβαια η μαζική κατασκευή σταθμών άνθρακα ξεκίνησε νωρίτερα παράλληλα με τις μεγάλες επενδύσεις σε ΑΠΕ και φαίνεται πως συνδέεται με την αποκέντρωση αδειοδότησης και την μεταβίβαση της απόφασης προς τις τοπικές κυβερνήσεις στο τέλος του 2014. Στα μάτια των Κινέζων τα μέτρα αυτά είναι βήματα στη κατεύθυνση απολιγνιτοποίησης.
Λιγνίτης: το ενεργειακό καταφύγιο της Ελλάδας
Στην Ελλάδα ο λιγνίτης ήταν το καταφύγιο σε περιόδους υψηλής ζήτησης και ενεργειακής κρίσης, όπως το 2022 με συμμετοχή 24%.
Ενεργειακό μείγμα και ηλεκτροπαραγωγή της ΔΕΗ κατά το 2022.
Τη περίοδο υψηλών θερμοκρασιών που διανύουμε θυμήθηκαν τον λιγνίτη τη τελευταία στιγμή με συμβολική συμμετοχή 5%, οπότε μοιραία το φυσικό αέριο οδηγεί την κούρσα των τιμών στο χρηματιστήριο ενέργειας.