Ερώτημα για τις πολύ μεγάλες καθυστερήσεις και ακυρώσεις πολλές φορές δρομολογίων των τρένων στη γραμμή Φλώρινα- Θεσσαλονίκη- Φλώρινα κάτι που είναι πολύ συχνό έκανε η βουλευτής Φλώρινας Π. Πέρκα προς τον αρμόδιο υπουργό Κ. Κώστα Καραμανλή.
Το ερώτημα αυτό αναφέρει τα εξής:
« Στις 8 Φεβρουαρίου 2022 και με αφορμή τις μεγάλες καθυστερήσεις και ακυρώσεις δρομολογίων στη γραμμή Φλώρινα – Θεσσαλονίκη – Φλώρινα που αποτελούν καθημερινό φαινόμενο, αλλά και την ταλαιπωρία 700 περίπου επιβατών στο σιδηροδρομικό δίκτυο, λόγω της χιονόπτωσης, κατέθεσα ερώτηση και Αίτημα Κατάθεσης Εγγράφων (ΑΚΕ) προς τον Υπουργό Υποδομών & Μεταφορών με θέμα την εφαρμογή από την ΤΡΑΙΝΟΣΕ των ευρωπαϊκών κανονισμών για τα δικαιώματα των επιβατών.
Φαίνεται όμως πως τα αντανακλαστικά του Υπουργείου στον κοινοβουλευτικό έλεγχο είναι αντίστοιχα με εκείνα στην αντιμετώπιση της κακοκαιρίας ‘Ελπίδα’, αφού χρειάστηκε σχεδόν 3 μήνες για να απαντήσει στην εν λόγω ερώτηση. Και δυστυχώς, η απάντηση του κ. Καραμανλή τον εκθέτει περισσότερο από την όποια καθυστέρηση.
Τι μας είπε λοιπόν ο Υπουργός, στην προσπάθειά του να υποστηρίξει την ιταλικών συμφερόντων ΤΡΑΙΝΟΣΕ, αλλά και το Υπουργείο Υποδομών & Μεταφορών που το Δεκέμβριο του 2019 ενέκρινε εξαιρέσεις της εταιρίας από πολύ σοβαρές υποχρεώσεις που θεσπίζει η ευρωπαϊκή νομοθεσία για τα δικαιώματα των επιβατών: Ότι ο ίδιος ο Κανονισμός 1371/2007 δίνει τη δυνατότητα εξαιρέσεων και μάλιστα πολλά κράτη μέλη, όπως η Γερμανία, η Βουλγαρία και η Εσθονία κάνουν χρήση του δικαιώματος αυτού.
Γνωρίζουμε για τη δυνατότητα αυτή κ. Καραμανλή, άλλωστε αναφέρεται και στην ερώτηση. Εμείς όμως δε μιλήσαμε για σιδηροδρομικές επιχειρήσεις άλλων χωρών, αλλά συγκεκριμένα για τους ιταλικούς σιδηροδρόμους, που εφαρμόζουν τον Κανονισμό στο ακέραιο στην Ιταλία και μόνο για την περίπτωση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ κάνουν χρήση του δικαιώματος της εξαίρεσης. Γιατί η ίδια εταιρία δεν εφαρμόζει και στη χώρα μας τον Κανονισμό;
Στη συνέχεια κι ενώ σε μια στιγμή αυτοκριτικής διάθεσης ο Υπουργός παραδέχεται ότι πρέπει να σταματήσουν οι εξαιρέσεις, θεωρεί ότι μετριάζονται οι ευθύνες της κυβέρνησης, γιατί «φταίει» και ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού ενέκρινε το 2016 παρόμοιες εξαιρέσεις. Να θυμίσουμε στον κ. Καραμανλή – ο οποίος αν είχε διαβάσει προσεκτικά την ερώτηση, θα το ήξερε – ότι οι δύο πρώτες εξαιρέσεις στην ΤΡΑΙΝΟΣΕ δόθηκαν το 2009 και το 2014, όχι δηλαδή επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Και πάλι όμως, τότε η χώρα ήταν σε καθεστώς μνημονίων και το πιο σημαντικό, η εταιρία ήταν δημόσια. Δεν είναι δυνατόν το 2022 να μιλάμε ακόμα για εξαιρέσεις και γι’ αυτό η ΝΔ έχει ακέραια την ευθύνη.
Ο Υπουργός προχωρά έπειτα σε μια απαράδεκτη δήλωση, υποστηρίζοντας ότι «αναφορικά με το θέμα των καθυστερήσεων, αυτές δεν οφείλονται στην ΤΡΑΙΝΟΣΕ, αλλά στον ΟΣΕ, επειδή λόγω της οικονομικής κρίσης, έχουν μειωθεί στο ελάχιστο τα έργα συντήρησης του δικτύου».
Να ξεπεράσουμε το γεγονός ότι παραδέχεται ουσιαστικά πως γίνεται πλημμελής συντήρηση του δικτύου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, αφού δεν είναι το θέμα που συζητάμε σήμερα. Δεν μπορούμε όμως να μη σχολιάσουμε ότι ο κ. Καραμανλής με το συγκεκριμένο σχόλιο παρεμβαίνει σε μια υπόθεση που αφορά τη δικαιοσύνη, δικαιώνοντας την ιδιωτική ΤΡΑΙΝΟΣΕ σε βάρος του κρατικού ΟΣΕ. Πώς ξέρει ο Υπουργός ποιος ευθύνεται για τις καθυστερήσεις; Υπάρχει πόρισμα; Αν ένας έστω επιβάτης προσφύγει εναντίον της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, όπως έχει δικαίωμα, πώς ο Υπουργός λέει από τώρα στο δικαστήριο ότι φταίει ο ΟΣΕ κι όχι η ΤΡΑΙΝΟΣΕ; Με βάση αυτή τη δήλωση, η ΤΡΑΙΝΟΣΕ μπορεί να στραφεί εναντίον του ΟΣΕ και να ζητήσει αποζημιώσεις.
Στο ίδιο κλίμα, ο κ. Καραμανλής υποστηρίζει την απόφαση του Υπουργείου Υποδομών & Μεταφορών για έγκριση εξαιρέσεων στην ΤΡΑΙΝΟΣΕ, τονίζοντας ότι αν δεν υφίσταντο οι εξαιρέσεις, η ΤΡΑΙΝΟΣΕ θα είχε δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση από τον ΟΣΕ.
Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνουμε πώς προκύπτει αυτό. Στο αντικείμενο του Κανονισμού 1371/2007 (Άρθρο 1) περιλαμβάνονται μόνο οι ευθύνες των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων. Οι σχέσεις ΟΣΕ – ΤΡΑΙΝΟΣΕ καθορίζονται βάσει της Σύμβασης που υπεγράφη πρόσφατα, την οποία φυσικά δεν έχουμε δει στη Βουλή.
Κλείνοντας την απάντησή του, ο κ. Καραμανλής αναφέρεται στην «πρώτη ιστορικά φορά» που κυβέρνηση ζήτησε – και η ΤΡΑΙΝΟΣΕ δέχτηκε άμεσα (γιατί άραγε;) – την αποζημίωση όσων ταλαιπωρήθηκαν με 1.000 ευρώ, όπως έκανε και με την Αττική Οδό.
Εύλογα λοιπόν προκύπτει το ερώτημα: Γιατί να πληρώσει η ΤΡΑΙΝΟΣΕ, αφού δεν φταίει; Και πέρα από αυτό, να ρωτήσουμε ξανά, γιατί απάντηση δεν πήραμε, πώς προκύπτουν αυτά τα 1.000 ευρώ; Γιατί όχι 1500, 2000; Και το κυριότερο, για το οποίο το Υπουργείο τηρεί σιγήν ιχθύος. Γιατί ο Υπουργός έσπευσε να ανακοινώσει αποζημίωση, ενώ γνωρίζει ότι για τα Άρθρα 26-30 του Κανονισμού που αφορούν σε ευθύνη της εταιρίας στην περίπτωση θανάτου ή τραυματισμού επιβατών, ακόμα και σε περίπτωση προσβολής της ψυχικής ακεραιότητας του επιβάτη, η ΤΡΑΙΝΟΣΕ δεν έχει λάβει εξαίρεση και άρα προβλέπεται πολλαπλάσια αποζημίωση των 1.000 ευρώ; Γιατί δεν ενημέρωσαν ως όφειλαν τους επιβάτες για τα δικαιώματά τους με βάση τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς;
Δεν καταλαβαίνω επίσης γιατί στην απάντηση του Υπουργού γίνεται για πολλοστή φορά κριτική στο ΣΥΡΙΖΑ σε ό,τι αφορά την ιδιωτικοποίηση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, όταν όλοι γνωρίζουμε πως η μοίρα της σιδηροδρομικής επιχείρησης δρομολογήθηκε και επισφραγίστηκε πολλά χρόνια πριν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί η διαδικασία να ολοκληρώθηκε το 2017, αλλά έπειτα από πλήθος άγονων διαγωνισμών και με τις δεσμεύσεις της κυβέρνησης Σαμαρά. Η παραχώρηση όμως του μονοπωλίου της κρατικής επιχορήγησης στην ΤΡΑΙΝΟΣΕ για 15 χρόνια, με σύμβαση που και πάλι δεν έχουμε δει στη Βουλή, έχει την υπογραφή Καραμανλή. Όπως άλλωστε και η πλήρης απαξίωση του σιδηροδρόμου, παρά τις εξαγγελίες για προκηρύξεις νέων έργων, που γίνονται μόνο για επικοινωνιακούς λόγους.
Όσο για τη σχετική αλληλογραφία με την ΕΕ, όπου με βάση το Άρθρο 2 του Κανονισμού 1371/2007 και το Άρθρο 2 σημείο 7 του Κανονισμού 2021/782, το Υπουργείο θα έπρεπε να ενημερώσει την ΕΕ για τους λόγους που ζητείται εξαίρεση, ενώ ζητήθηκε, δεν κατατέθηκε. Να ενημερώσουμε τον κ. Υπουργό ότι θα το ζητήσουμε εκ νέου στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου, γιατί πολύ φοβόμαστε ότι τέτοιο έγγραφο δεν υπάρχει».