«Ίσως σε ένα μέρος του πληθυσμού, μέσα στη συσκότιση, την παραπληροφόρηση και την ομίχλη στα μυαλά, υπάρχει ένα σύνδρομο “είμαστε θυρωροί της νύχτας”, ένα “σύνδρομο της Στοκχόλμης”»
Η πρωτοφανής αυτή δήλωση έγινε από τον κ. Νίκο Ξυδάκη στον τηλεοπτικό σταθμό KONTRA Channel, στην προσπάθεια του να εξηγήσει γιατί το κόμμα του, ο ΣΥΡΙΖΑ, ηττήθηκε στις εκλογές της 21ης Μαΐου και γιατί ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων επέλεξε τη Νέα Δημοκρατία.
***
Πριν θυμίσουμε ποιος είναι ο κ. Ξυδάκης, ας θυμίσουμε τι είναι αυτά στα οποία αναφέρθηκε.
Καταρχήν «σύνδρομο “είμαστε θυρωροί της νύχτας”» δεν υπάρχει, αλλά υπάρχει η ταινία «Ο θυρωρός της νύχτας» (πρωτότυπος τίτλος: Il portiere di notte). Ιταλική ερωτική ψυχολογική δραματική ταινία του 1974 σε σκηνοθεσία και σενάριο της Λιλιάνα Καβάνι. Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι Ντερκ Μπόγκαρντ και Σαρλότ Ράμπλινγκ. Τοποθετημένη στη Βιέννη του 1957, η ταινία επικεντρώνεται στη σαδομαζοχιστική σχέση μεταξύ ενός πρώην αξιωματικού στρατοπέδου συγκέντρωσης και μίας από τους κρατούμενούς του.
Σε κάποιο πολυτελές ξενοδοχείο κοντά στην Όπερα της Βιέννης, ο Μαξ, πρώην αξιωματικός των Ες-Ες, κρύβεται κάτω από την ψεύτικη ταυτότητα του θυρωρού ενώ ακόμα διατηρεί σχέσεις με τους παλιούς συντρόφους του που πασχίζουν να εξαλείψουν κάθε ίχνος τους. Κατά σύμπτωση στο ξενοδοχείο εμφανίζεται η Λουκία, αιχμάλωτη σε στρατόπεδο συγκέντρωσης με την οποία ο Μαξ είχε μια σχέση βασισμένη στον φόβο και τον σαδισμό. Η Λουκία είναι παντρεμένη με ένα διευθυντή ορχήστρας, όμως αμέσως φουντώνει ξανά το πάθος για τον Μαξ σε ένα αξεδιάλυτο κουβάρι με ένα παρελθόν που δεν μπορεί να ξεχαστεί.
***
Ο όρος «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από έναν Σουηδό ψυχίατρο, σύμβουλο της αστυνομίας, στην προσπάθεια του να περιγράψει τη συμπεριφορά των θυμάτων μιας κατάστασης ομηρίας, απέναντι στους θύτες τους μετά τη λήξη της. Αναφέρεται δε σ’ έναν ιδιότυπο δεσμό που αναπτύσσεται μεταξύ του απαγωγέα και του θύματος, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να βλέπει θετικά τον θύτη του.
Στην προκειμένη περίπτωση, μετά τη λήξη της ομηρίας τους κατά τη διάρκεια μιας ληστείας τράπεζας που κράτησε έξι μερόνυχτα, στη Στοκχόλμη τον Αύγουστο του 1973, κάποια από τα θύματα αντιστάθηκαν στην προσπάθεια των αρχών να τους ελευθερώσουν και μετά τη σύλληψη των ληστών- απαγωγέων αρνήθηκαν να καταθέσουν εναντίον τους, ενώ ορισμένοι από αυτούς θέλησαν να στηρίξουν και οικονομικά τον δικαστικό αγώνα των δραστών όταν βρέθηκαν ενώπιον της δικαιοσύνης!
Έχουμε ακούσει και διαβάσει διάφορες ερμηνείες του πρόσφατου εκλογικού αποτελέσματος, που ξεκινάνε από το ένα άκρο και φτάνουν μέχρι το άλλο, ερμηνείες που άλλες τις λες λογικές και άλλες υπερβολικές, αλλά ομολογούμε πως η ερμηνεία του κ. Ξυδάκη είναι μια κατηγορία από μόνη της και σε μας φαίνεται, αν μη τι άλλο, απίστευτη.
***
Ας δούμε όμως τώρα ποιος είναι ο κ. Νίκος Ξυδάκης που αναφέρθηκε σ’ αυτά τα δύο σύνδρομα.
Ο Νίκος Γ. Ξυδάκης (είναι Έλληνας δημοσιογράφος και πολιτικός. Υπηρέτησε ως Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών (2015–2016) και ως Αναπληρωτής Υπουργός Πολιτισμού (2015). Διετέλεσε βουλευτής Β΄ Αθηνών με το ΣΥΡΙΖΑ (2015-2019). Απόφοιτος της Οδοντιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές ιστορίας της τέχνης στη Φιλοσοφική Σχολή του ίδιου πανεπιστημίου. Εργάστηκε ως επιμελητής εκδόσεων. Συνεργάστηκε με πολλά έντυπα ως συντάκτης, κριτικός βιβλίων και εικαστικών, σύμβουλος έκδοσης, αρχισυντάκτης και εκδότης. Από το 1992 χρημάτισε αρθρογράφος και στη συνέχεια αρχισυντάκτης της εφημερίδας Καθημερινή.
Κείμενά του έχουν δημοσιευθεί σε πολλά βιβλία, πρακτικά συνεδρίων, καταλόγους εκθέσεων. Επιμελήθηκε τις ομαδικές εκθέσεις: All Fashioned: Ζωγραφική στην Ελλάδα, σήμερα (Λάρισα-Θεσσαλονίκη, 2002), και Αναφορά στον Γύζη (Τήνος, 2004). Μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμήθηκε από το Ίδρυμα Μπότση με το Βραβείο της Βουλής των Ελλήνων ως Πολιτικός Αρθρογράφος της Χρονιάς (2009). Το διάστημα 2002-2005 υπήρξε Γενικός Γραμματέας και το 2007-2009 μέλος του Δ.Σ. της AICA-Hellas (Εταιρείας Ελλήνων Τεχνοκριτών).
***
Από το βιογραφικό του προκύπτει πως ο κ. Ξυδάκης είναι ένας άνθρωπος σκεπτόμενος (επιμελητής εκδόσεων, κριτικός βιβλίων και εικαστικών, αρθρογράφος), με μια γκάμα γνώσεων και στο κόμμα του τον θεωρούν ως ένα εκ των διανοητών του (διανοητής= αυτός που σκέφτεται με φιλοσοφικό και συγκροτημένο τρόπο). Οπότε, κατά μία ευρεία έννοια, μπορεί να καταταγεί και στην τάξη των διανοουμένων (διανοούμενος= ο λόγιος, ο πνευματικός άνθρωπος, ο στοχαστής, ο μελετητής, ο σκεπτόμενος, ο μορφωμένος, ο γνώστης, αυτός που έχει βαθιά γνώση και κριτική ικανότητα, στοχαστικός αναλυτής).
Μια τάξη για την οποία πολλές φορές έχει ακουστεί στη χώρα μας το ερώτημα «μα, γιατί δεν μιλούν οι διανοούμενοι;», σε περιόδους που προέκυψαν μεγάλα και σοβαρά θέματα, για τα οποία η κοινωνία αναζητούσε και προσδοκούσε κάποιες απαντήσεις.
Φυσικά και πρέπει να μιλούν οι διανοούμενοι, αρκεί με το λόγο τους να φωτίζουν τις καταστάσεις και όχι προκειμένου να χαϊδέψουν τ’ αυτιά ενός συγκεκριμένου, και θέλουμε να πιστεύουμε, μικρού σε αριθμό ακροατηρίου, να εκφέρουν αδιανόητα πράγματα που μόνο κακό κάνουν.