Η περιώνυμη βασίλισσα, κατάγονταν από την Πασσαρώνα της Ηπείρου. Είδε το φως της ζωής πιθανόν στις αρχές της δεκαετίας του 370΄, χωρίς να γνωρίζουμε το ακριβές έτος. Ήταν θυγατέρα του βασιλέα Νεοπτόλεμου του Β΄ των Μολοσσών της Ηπείρου. Ο Πλούταρχος διέσωσε τα τέσσερα ονόματα από τις τρεις μετονομασίες της: από Πολυξένη σε Μυρτάλη, από Μυρτάλη σε Ολυμπιάδα και από Ολυμπιάδα σε Στρατονίκη. Έχει προταθεί το ότι μετονομάσθηκε σε «Πολυξένη» κατά τον Γάμο, «Ολυμπιάς» τιμής ένεκεν της ολυμπιακής νίκης του Φιλίππου το 356 π.Χ και «Στρατονίκη» ως κατελθούσα στη Μακεδονία να πολεμήσει τον Κάσσανδρο.
Επ΄ αυτών, αυτό το οποίο μπορούμε να πούμε, είναι πως το «Ολυμπιάς» είναι συζητήσιμο, εάν προέκυψε από την πρώτη ολυμπιακή νίκη του Φιλίππου το 356. Περισσότερο θα άρμοζε, ως χρονική αναφορά στην αναφερόμενη διογενή γέννηση του Αλεξάνδρου κατά το ίδιο έτος. Το «Ολυμπιάς», λ.χ. κατά τον Λιβάνιο, μαρτυρείται πως δίδονταν ως όνομα σε ποταμούς. Η θεοσέβεια προς τους ποταμούς, ήταν ζώσα παράδοση, τόσο των Τημενιδών, όσο, κυρίως, των Αιακιδών. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος μετονόμασε έτσι πηγή της Αντιοχείας, εξισώνοντας τα εκεί νάματα με το γάλα της μητρός του. Εξάλλου οι μετονομασίες γυναικών κατά τους Γάμους τους με μέλη της αυλής, αποτελούσε μακεδονικό έθος. Κάπου εδώ, αφού γίνεται λόγος για ποταμούς, θα πρέπει να τονιστεί πως ως πρώτος γενάρχης της Ολυμπιάδος παραδίδεται ο Αιακός, προσδίδοντάς σε αυτήν τις σχετικές θεολογικές παραδόσεις του θρυλικού αυτού Οίκου.
Ο Αιακός φέρονταν ως απόγονος του ποταμού Ασωπού, αφού η μητέρα του Αίγινα, μυθολογούνταν ως μια από τις 20 θυγατέρες του (όπως ανάλογα η μητέρα της Μετώπη, ως θυγατέρα του ποταμού Λάδωνος). Μάλιστα στο μαντείο της Δωδώνης το οποίο διαχειρίζονταν ο κλάδος του Οίκου των Αιακιδών στον οποίο ανήκε η Ολυμπιάς, κατά τους χρησμούς τελούσαν και θυσία προς τον Αχελώο. Το πιθανότερο είναι πως και στο ιερό μνημείο του Καστά τελούνταν χρησμοδοσίες, προφανώς μετά από θυσία στον εκεί θεοποιημένο ποταμό Στρυμόνα, αν το ίδιο το μνημείο δεν περιελάμβανε και το ιερό του Απόλλωνος και Στρυμόνος
Η γέννηση του Αιακού παραδίδεται ως Αρπαγή της μητρός του Αιγίνης υπό του Διός σε μορφή αετού. Εξ αυτού μετονομάσθηκε η νήσος Οινώνη σε Αίγινα, όνομα το οποίο διατηρείται έως σήμερα. Ο Αιακός κατέφυγε στην Δωδώνη, όταν στην Αίγινα επέπεσε η οργή της Ήρας, ενώ τα μαντεία της Δωδώνης, και του εν Αιγύπτω Άμμωνος Διός, υπήρξαν εξ αρχής, κατά μια έννοια, «αδελφοποιημένα».
Πολύ ενδιαφέρουσα, επίσης, είναι η ταυτότητα της τιμωμένης λατρείας του δωδωναίου Διός. Επρόκειτο για μια μορφή χθόνια ή μάλλον για τον ίδιο τον Άδη, με παράλληλη λατρεία της Μητρός Γης. Η μητρώα λατρεία, η χθόνια λατρευτική έφεση των Αιακιδών, αλλά και η ταύτιση της Μητρός Γαίας με την Δήμητρα, αλλά και την Ρέα και την Ήρα, μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για την κατανόηση της παρουσίας της αρκετά σπάνιας θεματολογίας της «Αρπαγής της Περσεφόνης ή «Κόρης» στην μακεδονική αυλή στα χρόνια της Ολυμπιάδος.
Ο Αιακός σχετίσθηκε με μια, ακόμη, σπάνια παράδοση, την οποία διέσωσε λυρικά ο Πίνδαρος. Σύμφωνα με αυτήν, πέραν του Ποσειδώνος, στην οικοδόμηση των τειχών της Τροίας συμμετείχε και ο Απόλλων με τον Αιακό. Έπειτα από απολλώνιο χρησμό τον οποίο ο Έλενος αναγκάσθηκε να αποκαλύψει στον Οδυσσέα, είχε προαναγγελθεί η πτώση της Τροίας από απόγονο του Αιακού. Στον Απολλόδωρο, ονοματίσθηκε ο Νεοπτόλεμος ως ο ευλογημένος Αιακιδεύς του χρησμού αυτού. Μάλιστα ο βασιλικός Οίκος των Πριαμιδών μέσω του διασωθέντος μάντη Έλενου, συνδέθηκε μέσω ενός ιδιότυπου γάμου, με τον Οίκο των Αιακιδών στο Βουθρωτό της Βορείου Ηπείρου. Η παράδοση αυτή των ευλογημένων Αιακιδών, συνεχίστηκε με τους Αιακιδείς νικητές των Περσών Μιλτιάδη και Αλέξανδρο τον Μέγα.
Η Ολυμπιάς, είναι γνωστό πως συνάντησε πρώτη φορά τον Φίλιππο τον Β΄, σε συν-μύηση στα Καβείρια Μυστήρια της Σαμοθράκης. Ούσα ορφανή από το 362, τον μνηστεύθηκε και τελικά τον υπανδρεύθηκε, πιθανώς, περί το φθινόπωρο του 357. Λιγότερο γνωστό είναι πως σε άλλη πηγή κατονομάζεται και ως ιερατική λειτουργός στα Καβείρια της Σαμοθράκη, ιδιότητα την οποία λογικά κατείχε ως βασιλικός γόνος των Πριαμιδών της Τροίας. Πρώτιστα όμως ο Οίκος της σχετίζονταν με τις χθόνιες λατρείες και τον Διόνυσο. Ακόμα και το πρώτο όνομα του Αχελώου ήταν Θόας, ο οποίος ήταν υιός Διονύσου και ο μόνος επιζήσας από την ανδροκτονία της Λήμνου.
Η Ολυμπιάς είπε προς τον Φίλιππο πως ο Αλέξανδρος δεν ήταν υιός του, αλλά αποτέλεσμα ιερογαμίας με τον Άμμωνα Δία, τον οποίο δέχθηκε ως κεραυνό, σε μια αφήγηση που παραπέμπει στην διονυσιακή και δωδωναία παράδοση. Το πώς ο Φίλιππος αντέδρασε, αλλά και το τι έπραξε στη συνέχεια, είναι ένα ζήτημα διφορούμενο στις πηγές. Στον Πλούταρχο π.χ., ο οποίος είναι βασική πηγή, η αλήθεια αποκαλύφθηκε στον Φίλιππο αργότερα κατ΄ όναρ. Στην Επιτομή του Ιουστίνου αντίθετα, παραδίδεται πως ο Φίλιππος είχε δημόσια αρνηθεί τον Αλέξανδρο ως υιό του και πως είχε χωρίσει την Ολυμπιάδα ως ένοχη μοιχείας. Αντίθετα σε παραλλαγές του επισφαλούς ψευδο-Καλλισθένους, ο Φίλιππος υποτάχθηκε στο θείο θέλημα και κατακρίθηκε για την αρχική αμφιβολία του.
Μετά τον θάνατο του Φιλίππου, η Ολυμπιάς κάποια στιγμή αποχώρησε από την Μακεδονία, αφού δεν κατάφερε να υποσκελίσει τον Αντίπατρο. Σημειωτέον πως δεν συμπαθούσε ούτε τον Ηφαιστίωνα. Παρά την απόσταση, καθοδηγούσε με επιστολές την θεολογική τάξη, συμβουλεύοντας λ.χ. για τα βακχικά τον Αλέξανδρο ή προστατεύοντας τα δικαιώματα των Αιακιδών στην Δωδώνη από τους Αθηναίους.
Μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου το 323 π.Χ., ο στρατηγός Πολυπέρχων ως επιμελητής του Αλεξάνδρου του Δ΄, της ζήτησε να επιστρέψει στην Μακεδονία. Ο λόγος ήταν ώστε να αναλάβει, προσωπικά, την επιμέλεια του ανήλικου διαδόχου, Αλέξανδρου του Δ΄ έως ότου φθάσει σε ηλικία ανάληψης καθηκόντων. Έτσι περί το 317 η Ολυμπιάδα επανήλθε, κυρίως όμως προς αντιμετώπιση του Κασσάνδρου. Εγκαταστάθηκε στην Πύδνα, τόπο όπου υπήρχε Ναός και ίσως ο τάφος του θεοποιημένου Αμύντα, πατρός του Φιλίππου του Β΄, μαζί με την Ρωξάνη και τον Αλέξανδρο τον Δ΄. Έλεγξε για λίγο την Πέλλα και έως τέλους της ιερά πόλη της Αμφιπόλεως, αφού εκεί διοικούσε ο στενός συνεργάτης της Αριστόνους.
Υπήρξε σκληρή στη διακυβέρνηση της, αφού και εκτελέσεις ευγενών Μακεδόνων διέταξε και δρομολόγησε την εκτέλεση του βασιλικού ζεύγους Φιλίππου Γ΄ του Αρριδαίου και Ευρυδίκης το 317 π.Χ.. Μάλιστα ακόμα και σε άτομα τα οποία αξιώθηκαν θρησκευτική ταφή, προχώρησε σε βεβήλωση. Όπως την ίδια χρονιά συνέβη με τα οστά του Ιόλα, υιού του Αντιπάτρου, θεωρώντας τον δολοφόνο του Αλέξανδρου κατ΄ εντολή του πατέρα του (και κατά συνέπεια προδότη και ιερόσυλο). Στην Αρχαία Ελλάδα το άταφο στους Έλληνες θεωρούνταν βδέλυγμα, όπως και η αυτοχειρία στην οποία ανάγκασε την Ευρυδίκη: η αυτοχειρία κατά την ελληνική θεολογική θεώρηση δεν επέτρεπε την υποδοχή του αυτόχειρα στον Άδη. Πιθανότατα και αντίστοιχα ο Κάσσανδρος, έκρινε ως ιερόσυλη την Ολυμπιάδα. Αρχικά επέτρεψε σε συγγενείς θυμάτων της να την λυντσάρουν, με τον Παυσανία να μαρτυρεί λιθοβολισμό. Πριν είχαν αρνηθεί οι στρατιώτες να την εκτελέσουν μέσα στην μεγαλοπρέπειά της και σεβόμενοι τον Αλέξανδρο. Εν συνεχεία δόθηκε εντολή να μείνει άταφη, Το άταφο ήταν πανελλήνιο έθος, προς προδότες και ιερόσυλους.
Θεοποιήθηκε πιθανότατα εν ζωή από τον Αλέξανδρο, όπως εν ζωή θεοποιήθηκε και ο ίδιος, όπως και ο πατέρας του. Ο Παυσανίας μας περιγράφει πως στο κυκλικό Φιλίππειο της Ολυμπίας, μέσα στην ιερά Άλτη και ακριβώς πίσω από το ναό της Ήρας (πολιούχου του Άργους), υπήρχαν οι αδριάντες της θεοποιημένης βασιλικής οικογένειας. Τιμήθηκε σε πάρα πολλές πόλεις ειδικά στην Μικρά Ασία, την Αίγυπτο και την Θεσσαλονίκη, όπου η κόρη της βασίλευε. Ταυτίσθηκε ως Μεγάλη Μήτηρ και κυρίως ως ορφική Περσεφόνη, μήτηρ του Διονύσου – Αλεξάνδρου. Υπήρξε απόστολος των ελληνικών μυστηρίων, κάτι που είναι ευδιάκριτο σε αναρίθμητους νομισματικούς τύπους (παρότι γνωστός είναι μόνο αυτός ο οποίος αποτυπώθηκε στο μετάλλιο του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, με προέλευση το Αμπουκίρ της Αιγύπτου). Είναι βέβαιο πως ο καθοριστικός ρόλος της κατά την διάδοση του ελληνικού πολιτισμού ήταν κομβικός και δεν έχει αξιολογηθεί μέχρι σήμερα όπως πρέπει.