… Άρχισε να νυχτώνει. Σε λίγο βγήκε ο Στρατινάκης στην αυλή, για να δει τον σκοτωμένο Τούρκο. Επροχώρησαν στον περίβολο του σπιτιού και ο Παύλος με τον Ντίνα και τον Πέτρο. Ο Στρατινάκης κοίταζε να πάρει το όπλο του Τούρκου. Ακούσθηκε τότε ένας πυροβολισμός μονάχα. Και γύρισε ο Παύλος πίσω, λέγοντας` «στη μέση με πήρε παιδιά».
Μπήκε μέσα, εκάθισε και φώναξε τον Πύρζα` «Νίκο, πού είσαι;». Έβγαλε το σταυρό του απ` το λαιμό και είπε: «Τον σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το τουφέκι, όπως σου είπα, του Μίκη και να τους πεις ότι το καθήκον μου έκαμα». Έβγαλε το πορτοφόλι με τις φωτογραφίες των παιδιών του και ξεζώστηκε. Τότε φάνηκαν αίματα και έπεσαν λίρες κατά γης, γιατί είχε τρυπήσει το κεμέρι του η σφαίρα. Άρχισε να πονεί ο Παύλος κι έλεγε: «Σκοτώστε με παιδιά, πώς θα μ` αφήσετε στους Τούρκους;».
Όσο περνούσε η ώρα και πονούσε δυνατότερα, βογκούσε «πονώ». Ύστερα είπε με δυνατή φωνή: «Νίκο, εσύ πώς θα με αφήσεις;». Ο Πύρζας γονάτισε και τον εφίλησε στο στόμα και του είπε: «Κοντά σου είμαι, καπετάνιε` δεν σε αφήνομε». Και τα χείλη του Παύλου ήταν ψυχρά. «Πονώ, έλεγε ο Παύλος και ονόμαζε τα παιδιά του. Και πάλι έλεγε: «Σκοτώστε με». Δεν μπορούσε πια να κουνηθεί από τη θέση του. Και τα παιδιά του δεν τα ονόμαζε πια. «Πονώ», είπε σιγά και ξεψύχησε. Ήταν 13 Οκτωβρίου 1904.
Σάββας Ηλιάδης
Δάσκαλος
Κιλκίς, 13-10-2020