Πριν από κάποια χρόνια στο Διεθνές Θερινό Σχολείο «Ανθρωπολογία, Εθνογραφία και Συγκριτική Λαογραφία των Βαλκανίων», που για 14 χρόνια λειτουργούσε το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, ο Δήμος Κόνιτσας και το Διεθνές Ακαδημαϊκό Δίκτυο » Border Crossings», οργανώσαμε μια βραδιά Βαλκανικού τραγουδιού στην πλατεία της Κόνιτσας, όπου ομάδες φοιτητών ή μεμονωμένα άτομα τραγούδησαν τραγούδια του τόπου τους.
Ανάμεσα σε αυτούς παρουσιάστηκε μια ομάδα που τραγούδησε «ντόπικα» τραγούδια φωνητικά. Ήταν βασικά άτομα από την ελληνική Μακεδονία και, αν θυμάμαι καλά, ένα ή δύο παιδιά από τη χώρα που τώρα ονομάζεται Βόρεια Μακεδονία ( τότε ήταν ακόμα FYROM). Ενώ η ομάδα τραγουδούσε ένα τραγούδι της αγάπης, που υμνεί την ομορφιά μιας κόρης από τη Μακεδονία και τραγουδιέται στη δική μας Δυτική Μακεδονία ( η συγκεκριμένη εκτέλεση αφορούσε τα ντόπια χωριά της Πτολεμαΐδας), με πλησιάζει ως υπεύθυνο ο αρμόδιος επί των πολιτιστικών αντιδήμαρχος και σχεδόν έντρομος και θυμωμένος μου λέει: «Μου είπε κάποιος ότι αυτό το τραγούδι είναι σκοπιανό, στη σκοπιανή γλώσσα. Αυτή η γλώσσα δεν πρέπει να ακούγεται εδώ στην Κόνιτσα…»Τον ρωτώ ποιος το είπε και μου λέει κάποιος που σπούδασε στη Γιουγκοσλαβία. Προσπάθησα ευγενικά να εξηγήσω περί τίνος επρόκειτο και ότι ο βασικός τραγουδιστής είναι από ένα χωριό της Πτολεμαΐδας, που σημαίνει ότι είναι δική μας παράδοση, της Ελλάδας, και ότι δεν πρέπει να τη βαφτίζουν «σκοπιανή» κι έτσι ουσιαστικά να τη «χαρίζουμε» σε μια άλλη χώρα. Πάντως, του είπα εμφατικά ότι πρόκειται για τραγούδι αγάπης και δεν έχει καμιά σχέση με προπαγάνδες και τέτοια. Δεν ξέρω αν τον έπεισα, ελπίζω ναι, αλλά απέτρεψα μια πιθανή διάλυση της εκδήλωσης…
Τι είναι, λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι, οι «Ντόπιοι Μακεδόνες» κατά τους ίδιους, «σλαβόφωνοι» κατά την κυρίαρχη αντίληψη και συχνά «Βούλγαροι» από γειτονικές και όχι μόνο εθνοτικές ομάδες; Είναι Μακεδόνες και με ποια έννοια; Το » Ντόπιοι» γιατί χρειάζεται; Είναι «σλαβόφωνοι Έλληνες», που ανάλογα με το πλαίσιο το «Έλληνες» φεύγει και το επίθετο γίνεται ουσιαστικό; Και το «σλαβόφωνοι» τι ακριβώς σημαίνει; Υπάρχει μια γενικά και αόριστα σλαβική γλώσσα; Είναι αυτή η γλώσσα διάλεκτός της, ιδίωμά της, τι τέλος πάντων είναι; Για πολλούς βέβαια δεν είναι γλώσσα, είναι «τεχνητό κατασκεύασμα», όπως και ο «λαός» που τη μιλάει…
Αυτά τα παιδιά, λοιπόν, από το Εμπόριο και το Φούφα Εορδαίας, όπως και άλλα από το Ξινό Νερό και τη Βεύη Φλώρινας ή από το Πόζαρ και την Αριδαία τι είναι; Και ποια είναι η μητρική τους γλώσσα, που για πολλούς δεν είναι γλώσσα; Αυτά τα παιδιά γιατί δυσκολεύονται όχι απλά να μιλήσουν τη γλώσσα της μάνας τους αλλά και να δηλώσουν σε τρίτους την εθνοτοπική τους ταυτότητα; Μάρτυρας ο γράφων σε ό,τι αφορά πολλές περιπτώσεις φοιτητών μας…
Αυτά τα παιδιά δεν είναι Έλληνες; Είναι «Σκοπιανοί»; αν υπάρχει τέτοια εθνικότητα ( Σκοπιανός προφανώς είναι ο κάτοικος της πόλης των Σκοπίων). Πώς απαντάμε σε όσους αμφισβητούν την ελληνικότητά τους, όταν διεκδικούν το ανθρώπινο δικαίωμα να μιλούν και να τραγουδούν στη μητρική τους γλώσσα; Πώς απαντάμε σε όσους ενδεχομένως καλοπροαίρετα «κρούουν κώδωνες κινδύνου» περί δημιουργίας μειονοτικού ζητήματος κ.τ.τ.;
Το ζήτημα είναι προφανώς πολιτικό, αλλά είναι πάνω από όλα βαθιά πολιτισμικό και ανθρωπιστικό. Το να κρούουμε κώδωνες κινδύνου δεν είναι απλά ένα εθνικό μας χόμπι, αλλά είναι και μια στάση προσβλητική γι’ αυτούς τους συμπολίτες μας, αφού πρόκειται για μια άμεση και σαφή αμφισβήτηση όχι μόνο της ελληνικότητάς τους ως ισότιμων πολιτών αυτής της χώρας, αλλά και του ίδιου του πατριωτισμού τους και της αφοσίωσής τους στην πατρίδα τους, την Ελλάδα. Το γεγονός της διγλωσσίας και των όποιων πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων δεν τους καθιστά λιγότερο Έλληνες από οποιαδήποτε άλλη ομάδα πληθυσμού. Επίσης, το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού τους είναι αναφαίρετο και ως εκ τούτου η ενοχοποίηση της όποιας ετερότητας προσκρούσει όχι μόνο στην πολιτική ορθότητα αλλά και στο διεθνές δίκαιο.
Στο τέλος τέλος, κάθισε κανείς αρμόδιος φορέας να εξετάσει σοβαρά και σε επιστημονική βάση το ζήτημα της ταυτότητας και της εθνικής συνείδησης αυτών των ανθρώπων;
Από πού τεκμαίρεται ότι η διεκδίκηση δικαιωμάτων που αφορούν στην πολιτισμική ιδιαιτερότητα μιας ομάδας συνιστά αντεθνική πράξη; Πώς ενοχοποιούμε άτομα και συλλογικότητες με ελληνική ταυτότητα και συνείδηση, επειδή αγωνίζονται για το αυτονόητο, δηλαδή για το σεβασμό της πολιτισμικής τους ιδιαιτερότητας; Ξεχνάμε ότι οι ετερότητες και οι ιδιαιτερότητες στους κόλπους ενός έθνους κράτους είναι πλούτος, είναι ευλογία; Γιατί συνεχίζουμε να την αντιμετωπίζουμε σαν κατάρα;
Είναι πολύ σκληρό, θαρρώ, να ζητάμε αποδείξεις εθνικοφροσύνης και δηλώσεις νομιμοφροσύνης σαν να ζούμε στις αρχές του 20ού αιώνα ή σε αυταρχικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα. Τα «ελληνόμετρα», οι φοβίες απέναντι σε ό,τι αποκλίνει από αυτό που θεωρούμε «γνήσια εθνικό», το «έθνος σκαντζόχοιρος» δεν ταιριάζει σε έναν λαό που σεμνύνεται ότι στον τόπο του γεννήθηκε η δημοκρατία. Σ’ αυτόν τον λαό δεν ταιριάζει η ξενοφοβία, ο φυλετικός εθνικισμός και η απέχθεια στο διαφορετικό.
Οι «Ντόπιοι» της Μακεδονίας χρησιμοποίησαν και χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο, σαν άμυνα στην αμφισβήτηση της «αυτοχθονίας» τους, ένα επίσης προϊόν του φυλετικού εθνικισμού, που οδηγεί σε δρόμους λαθεμένους, συχνά σε αντίστροφο ρατσισμό. Όπως και να ‘ναι, η επικρατούσα κατάσταση δεν μπορεί παρά να οδηγεί σε προβληματικές αντιλήψεις και συμπεριφορές. Κατά κανόνα, αυτός του οποίου αμφισβητείται η ελληνικότητα γίνεται «βασιλικότερος του βασιλέως» ως προς την εθνικοφροσύνη, αλλά μπορεί να συμβεί και το αντίθετο, δηλαδή η περιχαράκωση και η εχθρότητα προς το κράτος.
Καταλήγοντας, για ένα πράγμα πρέπει να είμαστε βέβαιοι. Κάτι πρέπει να αλλάξει, τόσο στην κρατική πολιτική, όσο κυρίως στον πολιτικό πολιτισμό στη δημόσια σφαίρα, τη στιγμή μάλιστα που η Συμφωνία των Πρεσπών περιλαμβάνει αποκήρυξη κάθε μορφής αλυτρωτισμό από την άλλη πλευρά.
Πηγή: https://www.in.gr/