Δεν χρειάζεται τη σήμερον ημέρα να είσαι δεξιός ή αριστερός ή του κέντρου ή των άκρων ή του μεταξύ τους αχταρμά για να καταλήξεις στο συμπέρασμα πώς μας κυβερνούν τυχάρπαστοι. Δεν έχει σημασία πια αν είσαι διαπλεκόμενος, αν περιμένεις τον Κυριάκο για να καπαρώσεις καμιά καλή θεσούλα, αν είσαι αστός κοκακιας και σε αντιπαθεί ο Καρανίκας, αν στην Κατοχή πλούτισες πουλώντας ρύζι με χίλια τοις εκατό καπέλο, αν επί Ανδρέα έχωσες όλη τη φαμίλια στο δημόσιο και σήμερα το παίζετε όλοι σας μπουρζουάδες με πρόωρες συντάξεις από τα βαθιά πενήντα σας .
Δεν έχει καμία σημασία πιά η πολιτική, ιδεολογική και ιστορική αντιπαράθεση με δαύτους. Ακόμα και αυτήν την, τελευταίας εσοδείας, εκλογίκευση της κυβερνητικής αχρηστίας που μας πλασάρουν οι ισαποστακηδες, μέσα από την θεωρία-παρωδία της σοσιαλδημοκρατικοποιησης του ΣΥΡΙΖΑ, την προσπερνάς με αδιαφορία. Ούτε να τους φτύσεις, ένα πράγμα, αυτούς τους Σπανομαριες του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου που τρέχουν να ακουμπήσουν την κλεψιμέικη αξιοπρέπεια τους στον αγιογδύτη Λάμπρο για τρία κατοστάρικα. Και για τρία κατοστάρικα ανακαλύπτουν μάλιστα και πολιτικά παραδείγματα του «αντί» ( βλέπε αντισυριζαίοι) χωρίς να μπορούν να αντιληφθούν οι καημένοι πως το «αντί» για να σταθεί αξιοπρεπώς προϋποθέτει το δεύτερο συνθετικό από πίσω του να διαθέτει πολιτική, ιδεολογική και ιστορική οντότητα. Και αυτοί πάνε και το κοτσάρουνε ανερυθρίαστα και χωρίς καμιά αιδώ μπροστά από τους τρείς τους: τον μωρό Ζαβίνα, τον ηλίθιο Γρυπό και έναν κάποιον Υρκανό που ούτε καν ο Καβάφης δεν καταδέχτηκε να του προσάψει ψόγο λεκτικό.
Ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε ως παρωδία πολιτικής εκπροσώπησης και κατέληξε μια γνήσια πολιτική προσβολή! Δεν είναι πιά ιδεολογικό το θέμα. Ούτε καν πολιτικό. Δεν έχει νόημα ούτε να ερμηνεύσεις κάτι, ούτε να στύψεις τη γκλάβα σου για να κατεβάσει επιχειρήματα, ούτε να μπεις στην διαδικασία να τους κάνεις αντιπολίτευση. Τι ακριβώς να αντιπολιτευτείς, δηλαδή, όταν ο ένας πανηγυρίζει για το θαύμα της Παναγίας που απελευθέρωσε τους δυο Έλληνες στρατιωτικούς, ο άλλος επικαλείται την κλιματική αλλαγή, τον νεοφιλελευθερισμό και την αυθαίρετη δόμηση για να δικαιολογήσει την κραυγαλέα ανικανότητα ενός ολόκληρου κρατικού μηχανισμού στην πρόσφατη τραγωδία στο Μάτι και ο παραλλος πιστεύει πως με κάτι διορισμούς, κάτι ΤΟΜΥ από τα Lidl και κάτι μεταμεσονύκτιες δημόσιες αναρτήσεις, χειρότερης αισθητικής και ύφους από ένα κοινό κωλοδάχτυλο, ασκεί σοβαρή πολιτική υγείας; Και να ρχεται στο καπάκι και το επικοινωνιακό επιτελείο των τυχαίων και γραφικών και να επιλέγει την Ιθάκη για την αναγγελία της εξόδου από τα Μνημόνια. Την Ιθάκη ρε φίλε. Που στο μυαλό του Καβάφη συμβολίζει το ωραίο ταξίδι, την σοφία και την πείρα που απέκτησες στον δρόμο, την αιτία για να βγεις στον δρόμο, την ευχαρίστηση και την χαρά από τους πρωτοειδωμένους λιμένας, τα ξαποστάματα στα εμπορεία τα Φοινικικά, τις διδαχές των σπουδαγμένων και στο μυαλό των Συριζαίων ένα κάποιο τέρμα. Τέρμα Κολιάτσου να τους πεις, Ιθάκη θα σου απαντήσουν.
Και κάπως έτσι στερείται κάθε νοήματος το να θέσεις σε λειτουργία όλο αυτό το εκπληκτικό δίκτυο εγκεφαλικών νευρώνων και συνάψεων που διαθέτει ο άνθρωπος για να ανοίξεις συζήτηση με τον προκαρυωτικό Πολάκη και την Αμοιβαδοπούλου. Σε μια χώρα που ψάχνει απεγνωσμένα ενα σχέδιο για το μέλλον και έναν δικαιότερο και παραγωγικότερο τρόπο οργάνωσης της πολιτείας εμείς ασχολούμαστε με την τακτική της αμοιβάδας. Πώς να καταλάβετε ή να διατηρήσετε την εξουσία με μόνο προσόν ένα μάτσο ψευδοπόδια!
Το πρόβλημα, πλέον, είναι αμιγώς ψυχoλογικό. Οι κυβερνητικοί ΣΥΡΙΖΑΙΟΙ είναι τα παιδιά που κοροϊδεύαμε μια ζωή στα πανεπιστήμια και τις παρέες μας και τώρα ήρθε η σειρά τους να ανταποδώσουν την καζούρα. Αυτά τα επιμελώς αξύριστα και ατημέλητα παιδιά που μας πλησίαζαν με τα σακίδια στον ώμο και πήγαιναν να μας πουλήσουν παραμύθια για αστούς που ρουφάνε τον ιδρώτα του εργάτη – σε μια χώρα που δεν είχε ποτέ αστούς και εργάτες- , για κομμουνιστές αντάρτες που έκαναν μόνοι τους αντίσταση – με μια ΠΕΑΝ, έναν ΕΔΕΣ, μια ΠΑΟ, μια ΕΚΚΑ, έναν Όμηρο, μια Μπουμπουλίνα και τόσες άλλες αντιστασιακές οργανώσεις να γυρεύουν μια κάποια αναγνώριση σε αυτόν τον σαπισμένο, από την αριστερή πλύση εγκεφάλου, τόπο- , για δολοφόνους των λαών Αμερικάνους – με μια αιματοβαμμένη κορνίζα του πατερούλη Στάλιν και μια άλλη, εκείνου του ψυχανώμαλου του Πολ Ποτ, πάνω από το προσκεφάλι τους.
Τα παιδιά αυτά ανέκαθεν μας μισούσαν. Δεν μας γούσταραν και δεν μας γουστάρουν. Δεν είναι ταξικό το θέμα. Προλετάριο έναντι αστικής τάξης. Αυτά τα versus είναι για τα καλοκαιρινά πανηγύρια, στα οποία διαπρέπουν αυτό το διάστημα οι πολιτευτές μας. Τα περισσότερα από αυτά ήταν καλοθρεμμένοι βουτυρομπεμπεδες ή κατ επάγγελμα τεμπελχανάδες που απλά την είδαν αριστεροί και επαναστάτες. Τότε που η επανάσταση γινόταν με δέκα κουτάκια μπύρας, έναν μπάφο να γυρίζει και ένα » μην βαράς μωρέ πατέρα, άργησα να έρθω στην οικογενειακή μας μεζονέτα γιατί κάνω επανάσταση με τον φίλο μου τον Μήτσο». Καμία σχέση με προλετάριο ο μπούλης και ο φίλος του ο Μήτσος. Να φανταστείς πως ακόμα και τον Μαρξ τον διαβάσανε από κλασικά εικονογραφημένα. Ο μπούλης. Για τον Μήτσο δεν βάζω χέρι στην φωτιά αν μπορεί να διαβάσει, έστω, κλασικά εικονογραφημένα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο βόθρος της μεταπολίτευσης που ξεχείλισε. Επιδοτούμενη τεμπελιά, αργομισθία, ρουσφέτια, καλύτερες μέρες με δανεικά, νόμιμη ανομία, μαγκιά κλανιά και ο κώλος φινιστρίνι. Και επειδή κάτι μας θύμιζαν όλα αυτά μας προέκυψε και αυτό το γελοίο ερώτημα της συριζαικής Γοργόνας, της μπουτούς, με τα λιπάκια της να λικνίζονται στα θαλασσινά χασαποσέρβικα, «γιατί οι άλλοι ήτανε καλύτεροι»; Όχι φυσικά. Δεν ήταν καθόλου καλοί. Αλλά εσένα Γοργόνα μου τι σε κόφτει; Ο υπερθετικός βαθμός στην σύγκριση απαιτεί αρμονία και κάποια ομοιότητα. Και εσύ είναι σαν να ψάχνεις την καλύτερη ομάδα μεταξύ της Κολοπετινίτσας και του Γάβρου των μερικών κάλπικων πρωταθλημάτων. Κοινώς καμία σχέση.
Αλλά ό,τι και αν είναι αυτό που έρχεται το θέμα είναι να φύγουν οι ηλίθιοι. Ανεπιστρεπτί. Να ξεκουμπιστούνε και να μην τους ξαναδούμε μπροστά μας. Να κανονικοποιηθεί επιτέλους αυτή η χώρα, να ξαναμπούνε μπροστά οι παραγωγικές της μηχανές, να ξεβρομίσουν οι θεσμοί από την κομματίλα και τον ερασιτεχνισμό, να εμπεδωθεί στον λαό μια αίσθηση πολιτικού και διοικητικού επαγγελματισμού. Να νιώσουμε κοινώς πώς δεν εξαρτάται η ζωή μας από ανθρώπους που μαθαίνουν στου Κασίδη το κεφάλι. Όχι. Δεν θα γίνουν όλα αυτά με έναν αγαθοποιό ντετερμινισμό. Ούτε θα αλλάξει ρότα αυτή η χώρα με ευσεβείς πόθους και μαγικές ονειροπαγίδες. Για να αλλάξει το κοινωνικό φαντασιακό αυτής της χώρας και να αρχίσει να γεννοβολάει μια νέα κοινωνική και θεσμική πραγματικότητα θέλει δουλειά. Πολλή δουλειά. Γι’αυτό και ο Κυριάκος είναι ίσως ο πιο γκαντέμης εν δυνάμει πρωθυπουργός της Μεταπολίτευσης – ας όψεται και αυτή η καταραμένη οικογενειακή παράδοση! Γιατί καλείται να ξαναγράψει ιστορία με μια αποχαυνωμένη κοινωνία που δεν ξέρει που πάει και που πατάει, μια διοίκηση χαμένη στους παραλογισμούς και τα κολλήματα της και έναν παλαιάς κοπής κομματικό μηχανισμό που παράγει περισσότερη ίντριγκα εξουσίας από όση μπορεί να καταναλώσει ένα χιλιόχρονο Βυζάντιο. Ας ελπίσουμε να τα καταφέρει. Γιατί ειδάλλως θα είμαστε πάλι εδώ, κατάκοποι και απογοητευμένοι, να γράφουμε για τους μεταηλίθιους και τους μετασυριζαίους. Και πιστέψτε με. Το μετά σε αυτήν την περίπτωση σε ξεφτιλίζει πιο πολύ σε σχέση με το αντί…..
Πηγή: aixmi.gr