Οι εφαρμογές των κινητών μπορούν πλέον να μας βοηθήσουν να καταγράψουμε τα πάντα, από την άσκηση και τις θερμίδες που καταναλώνουμε μέχρι την πίεση και το ζάχαρο του οργανισμού μας. Η πληροφορία αυτή μπορεί να μας βοηθήσει να παραμείνουμε εντός πλάνου σε ό,τι αφορά στην υγεία μας ή να διαχειριστούμε χρόνιες παθήσεις που τυχόν μας ταλαιπωρούν.
Παρ’ όλα αυτά, μία πρόσφατη δημοσκόπηση απέδειξε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι άνω των 50 ετών δεν χρησιμοποιούν αυτές τις χρήσιμες εφαρμογές στο κινητό τους. Και εκείνοι που μπορεί να επωφεληθούν περισσότερο από τους άλλους, ενώ γνωρίζουν τα οφέλη, είναι λιγότερο πιθανό να τις εγκαταστήσουν στο τηλέφωνό τους. Τα κινητά βρίσκονται παντού γύρω μας τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, αλλά αυτή τη στιγμή είναι ακόμη πιο σημαντικά εξαιτίας της έκρηξης του ίντερνετ και της τεχνολογίας.
Τα χρησιμοποιούμε για παραδοσιακή επικοινωνία με τους αγαπημένους μας, για διασκέδαση όταν επισκεπτόμαστε ένα online τραπέζι κλασικού blackjack, για να πληρώνουμε λογαριασμούς γρήγορα και με ασφάλεια, για online αγορές και πολλές ακόμη χρήσεις στην καθημερινότητά μας. Η δημοσκόπηση ανέδειξε όμως μία περίεργη σχέση κινητού και χρήστη, καθώς το 44% των ανθρώπων μεταξύ των 50 και των 80 ετών δεν έχει χρησιμοποιήσει ποτέ μία εφαρμογή υγείας στο κινητό του, στο band του, στο ρολόι του ή στο τάμπλετ του.
Η δημοσκόπηση διεξήχθη από τον Εθνικό Οργανισμό Υγιούς Γήρανσης των ΗΠΑ και όσοι είχαν κακή υγεία, όσοι είχαν χαμηλό εισόδημα και όσοι είχαν χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, είχαν αντίστοιχα λιγότερες πιθανότητες να χρησιμοποιήσουν τέτοιου είδους εφαρμογές. Οι μισοί από αυτούς που δεν έχουν χρησιμοποιήσει ποτέ μία εφαρμογή υγείας ή σταμάτησαν να τη χρησιμοποιούν, απάντησαν ότι δεν τους ενδιέφερε να την παρακολουθούν. Το ποσοστό μεγαλύτερων σε ηλικία ανθρώπων που αυτή τη στιγμή κάνουν χρήση τουλάχιστον μίας τέτοιας εφαρμογής είναι ακόμη μικρότερο, περίπου στο 28%.
Το ένα τρίτο από αυτή την ομάδα χρηστών έχει επιλέξει εφαρμογή καταγραφής της άσκησής του, ενώ μικρότερα ποσοστά διαλέγουν να καταγράψουν τον ύπνο, το βάρος, τη διατροφή, την πίεση, την ψυχική υγεία ή τα επίπεδα άγχους. Ένα τέταρτο από τους τρέχοντες χρήστες μοιράζονται με υπηρεσίες υγείας τα δεδομένα των εφαρμογών και λαμβάνουν πληροφορίες για τη βελτίωσή τους.
Μεταξύ των ενήλικων με διαβήτη, μόλις το 28% χρησιμοποιεί κάποια εφαρμογή στο κινητό του για να καταγράψει τα επίπεδα σακχάρου, ενώ μόλις το 14% το κάνει για να παρακολουθεί τη φαρμακευτική αγωγή που τυχόν ακολουθεί. Ωστόσο, σχεδόν οι μισοί από τους μεσήλικες ή ηλικιωμένους που πάσχουν από διαβήτη υποστήριξαν ότι δεν ενδιαφέρονται να εγκαταστήσουν την εφαρμογή για κανέναν από τους δύο παραπάνω σημαντικούς λόγους.
«Τώρα που οι περισσότεροι ηλικιωμένοι άνθρωποι έχουν τουλάχιστον μία φορητή συσκευή, οι εφαρμογές που σχετίζονται με την ευζωία αποτελούν μία ευκαιρία για να υποστηριχθεί η καλή υγεία ανθρώπων που αντιμετωπίζουν προβλήματα» είπε η Περλ Λι, γεροντολόγος στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν που έτρεξε τη δημοσκόπηση και ανακοίνωσε τα ευρήματα. Η Λι και οι Τζέιμς Άικενς, Καρολάιν Ρίτσαρντσον που συνεργάστηκαν για την έρευνα, υποστήριξαν ότι η προοπτική είναι εξαιρετικά σημαντική για όσους πάσχουν από διαβήτη.
Η δημοσκόπηση περιλάμβανε, επίσης, ερωτήσεις σχετικά με τις συσκευές παρακολούθησης των επιπέδων γλυκόζης, τις οποίες οι διαβητικοί μπορούν να φέρουν στο δέρμα τους για να μετρούν τα επίπεδα στο αίμα και να ξέρουν πώς να συμπεριφερθούν μακροχρόνια. Τέτοιου είδους συσκευές συνδέονται με κινητά και σχετικές εφαρμογές. Μόλις το 11% των συμμετεχόντων που έπασχαν από διαβήτη τύπου Β απάντησαν ότι κάνουν χρήση αυτής της τεχνολογίας, ωστόσο ένα άλλο 68% είχε ενημερωθεί για αυτές τις συσκευές και πάνω από τους μισούς απάντησαν ότι δυνητικά θα τους ενδιέφερε να τις χρησιμοποιήσουν.
Τα πιο πρόσφατα δεδομένα αποδεικνύουν ότι το 83% των ανθρώπων από 50 έως 64 και το 61% των ατόμων πάνω από τα 65 έτη είναι κάτοχοι ενός smartphone και λίγο λιγότεροι από τους μισούς σε κάθε ηλικιακό γκρουπ από τα παραπάνω έχει ένα τάμπλετ. Πριν μία δεκαετία το ποσοστό για την ηλικία 50-64 ήταν μόλις το 34% και για τους άνω των 65 ήταν μόλις 13% για τα κινητά. Ακόμη χαμηλότερα ήταν εκείνη την εποχή τα ποσοστά κατοχής ενός τάμπλετ.
Παρά την ολοφάνερη αύξηση πάντως, οι ανομοιότητες που εμφανίζονται στα αποτελέσματα της δημοσκόπησης είναι ολοφάνερες όταν στην εξίσωση μπαίνει το βιοτικό επίπεδο και το επίπεδο εκπαίδευσης των συμμετεχόντων. Επίσης, φαίνεται μία έλλειψη συναίσθησης ή ίσως και έλλειψη εμπιστοσύνης προς αυτές τις εφαρμογές από τους ανθρώπους μεγαλύτερων ηλικιών.