‘Πρώτη Φορά Αριστερά’
Το θεωρητικό πόνημα του Βασίλη Ασημακόπουλου που φέρει τον τίτλο ‘Πρώτη Φορά Αριστερά. Αντιθέσεις, αντιφάσεις, εσωτερικές συγκρούσεις στο ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1974-1990 και οι βάσεις του πολιτικού μεταμορφισμού του,’ μία ημέρα μετά την επέτειο της συμπλήρωσης 45 ετών από την ‘Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη’ που ενέγραψε πολιτικά και ιδεολογικά, τους ίδιους όρους συγκρότησης του ‘Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος,’ διαμορφωμένου από την ιστορική εμπειρία της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών’ (1967-1974), υπό το πρίσμα και της όλης πολιτικής παρουσίας του ‘Πανελληνίου Απελευθερωτικού Κινήματος’ (ΠΑΚ), σε μία περίοδο όπου το σημερινό ‘Κίνημα Αλλαγής’ με επικεφαλής την Φώφη Γεννηματά, ακολουθώντας την πολιτική στρατηγική ανα-πλαισίωσης έως πολιτικής άρνησης της ‘παλαιάς’ (‘Νέα Δημοκρατία’) και της ‘νέας’ Δεξιάς (‘Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς’/με όρους ‘νέας Δεξιάς’ προσέγγιζε την πολιτική του ‘ΣΥΡΙΖΑ’ και το κόμμα της ‘Λαϊκής Ενότητας), αναγνωρίζοντας ένα, ακόμη και αφετηριακό αντι-δεξιό πρόσημο ως θεμελιώδη όρο αυτο-προσδιορισμό στις κρισιακές συνθήκες, αδυνατεί να αντιστοιχήσει το περιεχόμενο του πολιτικού-ιδεολογικού και προγραμματικού κοινωνικού λόγου που αρθρώνει με συγκεκριμένες κοινωνικές-ταξικές απευθύνσεις, λειτουργώντας περισσότερο ως πολιτικό κόμμα που προτάσσει το εθνικό ως στρατηγικό (το συγκεκριμένο πλαίσιο απαντάται και επί προεδρίας Ευάγγελου Βενιζέλου), αφήνοντας παράλληλα να διαρρεύσει μία θεώρηση μείζονος πολιτικοϊστορικής έκφανσης που φέρει το μέλλον στο παρόν: ‘η ιστορία θα μας δικαιώσει.’
Από την αρχή του κειμένου του, από τον τίτλο ακόμη του πονήματος (‘Πρώτη Φορά Αριστερά’), αναδεικνύεται η θεωρητική προσέγγιση που εν προκειμένω, αφενός μεν, προβαίνει σε μία ‘υπόγεια’ σύγκριση μεταξύ της νίκης του ‘Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος’ στις βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου του 1981 και της αντίστοιχης του ‘Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς’ τον Ιανουάριο του 2015, με την πλάστιγγα να γέρνει υπέρ του πρώτου που καθίσταται η πολιτική, ιδεολογική, συμβολική και μη ‘Πρώτη Φορά Αριστερά, (ορθώς θεωρούμε), αφετέρου δε, περισσότερο ‘ειδικά, εντάσσει το πολιτικό-κομματικό σημαίνον ‘ΠΑΣΟΚ’ στην κατηγορία της Σοσιαλιστικής Αριστεράς, σε ένα εγκάρσιο σημείο όπου το ίδιο το κόμμα επιδιώκει την διαφοροποίηση του, πολιτικά όσο και οργανωτικά, τόσο από την Κομμουνιστική Αριστερά και το οργανωτικό μοντέλο του Λενινιστικού ‘Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού’ όσο και από τα θεωρούμενα ως ‘αστικά’ πολιτικά κόμματα, και από το μοντέλο εσωτερικής οργάνωσης που ακολουθούν, προσδιορίζοντας ‘φορτισμένα’ τον όρο ‘Κίνημα’ που δεικνύει προς την κατεύθυνση εναλλαγής μεταξύ θεσμικής ‘οδού’ εντός της νεότευκτης Μεταπολιτευτικής θέσμισης, και άμεσης κοινωνικής- κινηματικής δράσης η αναπαραγωγή της οποίας συνιστά ένα από τα ‘σημεία-κλειδιά’ για να κατανοήσουμε πολιτικά όσο και θεωρητικά-επιστημολογικά, την άρθρωση, την αναπαραγωγή και την ισχυροποίηση του ‘Κινήματος’ στους μαζικούς κοινωνικούς χώρους.
Εκκινώντας από ένα συγκεκριμένο θεωρητικό πλαίσιο, με όψεις μαρξίζουσας έως νεο-μαρξίζουσας κριτικής, ο Βασίλης Ασημακόπουλος, εξετάζει διεξοδικά τους όρους της συγκρότησης του Σοσιαλιστικού Κινήματος σε συνθήκες ενός πρώιμου και ενίοτε εντατικού Μεταπολιτευτικού κοινωνικού και πολιτικού ριζοσπαστισμού, έναν ριζοσπαστισμό αμφισβητησιακής χροιάς (κουλτούρα διαμαρτυρίας), με τον οποίο ‘συνδιαλέχθηκε’ εγκάρσια το ‘ΠΑΣΟΚ,’ και ως προς το σκέλος των διεθνών σχέσεων της χώρας (η έννοια της ‘ιμπεριαλιστικής αλυσίδας,’ έννοια ευδιάκριτη στο λόγο του Ανδρέα Παπανδρέου, δεν αφίσταται των ιστορικών παραδόσεων της μεταπολεμικής, εν ευρεία εννοία Αριστεράς, με σημείο αναφοράς το Κυπριακό ζήτημα), νοηματοδοτεί τις εσωκομματικές επι-τελέσεις που λαμβάνουν την μορφή του πολιτικού-ιδεολογικού ανταγωνισμού μεταξύ ηγεσίας και διάφορων πολιτικών ‘ρευμάτων’ και ομαδοποιήσεων (όσο και μεταξύ των τελευταίων που συμβάλλουν στην ανα-διαμόρφωση της πολιτικής πορείας και παρουσίας του κόμματος, με ορίζουσες τον ριζοσπαστισμό, ορατό στην περιεχομενικότητα ενός πολιτικού λόγου που διεκδικεί την εμβάπτιση του στα ‘νάματα’ του εθνικο-ανεξαρτησιακού και αντι-ιμπεριαλιστικού προτάγματος που ‘επικοινωνεί’ και με τις εκφάνσεις της ‘θεωρίας της εξάρτησης’ (σχήμα κέντρου-περιφέρειας), όπως και την δυνατότητα της σταδιακής ‘άμβλυνσης’ του ριζοσπαστισμού.
Άμβλυνσης του, όχι μόνο χάριν ενός διάστικτου ‘κυβερνητισμού’ (ιδίως από τις βουλευτικές εκλογές του 1977), όπως θέλει μία διαδεδομένη, περί ‘ΠΑΣΟΚ’ θεωρία, αλλά και αλλά και χάριν μετεξέλιξης του κόμματος σε λαϊκότροπο, μετωπικό σχήμα, όπως απαντάται στην απόφαση της 2ης Συνόδου της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος που έλαβε χώρα στα 1978, περί συγκρότησης της ‘Εθνικής Λαϊκής Ενότητας, σε ισότιμη (μία σχεσιακή-ταξική προσέγγιση όπως την χαρακτηρίζει ο συγγραφέας καθότι εκ-λείπει η αναφορά στην ‘πρωτοπορία’ της εργατικής τάξης), βάση-σχέση, αναγνωρίζοντας έτσι και όχι προοικονομώντας το πλαίσιο ή αλλιώς την αναπαράσταση του σχήματος των ‘μη-προνομιούχων’ ( ευρύτερη πρόσληψη του κοινωνικού γίγνεσθαι υπό το πρίσμα μίας σαφούς ιεραρχίας και διάκρισης μεταξύ ‘προνομιούχων και μη-προνομιούχων), σημασιοδοτεί εμπρόθετα την παρουσία του κόμματος σε κοινωνικούς χώρους, με την έμφαση να δίδεται στο συνδικαλιστικό τομέα (ιδιαίτερης σημασίας καθίσταται το κεφάλαιο για την συσχέτιση του ‘Κινήματος’ με το Μεταπολιτευτικό ‘Κίνημα των Εργοστασιακών σωματείων,’ συσχέτιση που την ίδια στιγμή δύναται να ανα-συστήσει το ‘ανταγωνιστικό αφήγημα’ που κομίζει το ‘Σοσιαλιστικό Κίνημα όταν ιδίως τίθεται επιτακτικά το ζήτημα της κοινωνικής ‘αυτοδιαχείρισης’ και όχι της ‘γραφειοκρατικής κρατικοποίησης/ΕΣΣΔ’), στον αγροτικό χώρο.
Ταυτόχρονα να εκ-λείπουν αναφορές στη συγκρότηση της κομματικής γραφειοκρατίας του κόμματος, που είναι και αυτή η οποία, την κυβερνητική περίοδο, θα τείνει στην αναπαραγωγή της εντός κράτους.
Σε αυτό το πλαίσιο, και με διαρκή αναφορά στη θεωρία, ο Βασίλης Ασημακόπουλος, δύναται να ‘συλλάβει’ τους επι-γενόμενους όρους του πολιτικού και ιδεολογικού μετασχηματισμού του κόμματος, επισημαίνει τις συνδηλώσεις της εξελικτικής και της παραδοσιακής Σοσιαλδημοκρατίας που εκ-διπλώνονται στο εσωτερικό του, με το υπόδειγμα, κοινωνικής-συμβολαιακής φοράς, παραδοσιακής Σοσιαλδημοκρατίας να ‘ενσαρκώνεται’ την πρώτη κυβερνητική περίοδο του, αναφέρει τα χαρακτηριστικά που προσλαμβάνει η ίδια διαδικασία της ‘κρατικοποίησης’ του κόμματος ωσάν διφυή διαδικασία μετατόπισης κομματικών στελεχών προς το κράτος (βλέπε και την συσσωμάτωση του ‘ΣΥΡΙΖΑ’), καθώς και ως ενσωμάτωση κρατικών- προταγμάτων πολιτικής σε συνάρτηση με την παρακολούθηση των κυβερνητικών πολιτικών και των εσωτερικών-διεθνών εξελίξεων, εκεί όπου η στρατηγικού τύπου, διαδικασία της ‘κρατικοποίησης’ νοείται και ως διαδικασία ‘εξευρωπαϊσμού’ και κρατικής νομιμοποίησης του κόμματος συνεπεία της όλης διαχείρισης που επιχειρεί, με τμήμα της κομματικής γραφειοκρατίας να αποκτά σχέσεις με μερίδες της αστικής τάξης.
Όσο το αναλυτικό ‘εκκρεμές’ προχωρεί τόσο περισσότερο προβαίνει στην επανάγνωση των κοινωνικών συμμαχιών του ‘ΠΑΣΟΚ,’ στη μελέτη της συγκρότησης των εσωκομματικών μερίδων εντός κόμματος την δεκαετία του 1980, στην επανεπινόηση της μνημονικής, ιστορικής και πολιτικής επι-τέλεσης του αντιδεξιού επιχειρήματος που κορυφώνεται την περίοδο της προεδρικής εκλογής το 1985 με την μη-προτίμηση στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, όσο και των όρων και των χαρακτηριστικών του μετασχηματισμού του κόμματος προς την κατεύθυνση (σε ένα ιστορικό μεταίχμιο), της νέας Σοσιαλδημοκρατίας, διαχειριστικού τύπου και πλαισίωσης (που ευρίσκεται το ‘όραμα’; ), ενώ παράλληλα εμβαθύνει, έχοντας εξετάσει την όλη περίοδο εθνικά και διεθνικά, στις διάφορες θεωρίες μελέτης του προσίδιου φαινομένου ‘ΠΑΣΟΚ,’ οι οποίες και εστιάζουν, με διάφορες παραλλαγές, στο λαϊκισμό του, στον ‘αρχηγισμό’ και στον ‘συντεχνιασμό-πελατειασμό,’ του, θεωρίες που συνδέθηκαν την περίοδο της βαθιάς οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης, με την ίδια την έλευση της και την ιστορική ‘ευθύνη’ του ‘ΠΑΣΟΚ.’
Με έναν συγκεκριμένο τρόπο, το πόνημα του Βασίλη Ασημακόπουλου, υπενθυμίζει πως το ‘ΠΑΣΟΚ’ εξέφρασε ένα σημαντικό μέρος των κοινωνικών προσδοκιών, του πολιτικού ριζοσπαστισμού της Μεταπολίτευσης, την ίδια την Μεταπολίτευση ως ‘κοινωνική διαδικασία,’ εντρυφώντας στις άλλοτε ΄βίαιες’ και άλλοτε λιγότερες ορατές κινήσεις του, αξιώνοντας το κόμμα ως ‘αυτό που είναι’: συλλογική μνήμη, εκεί όπου το φαινόμενο ‘ΠΑΣΟΚ’ συναιρείται με την περίοδο της Μεταπολίτευσης, χωρίς να συνιστά το μοναδικό σημείο αναφοράς.
Σίμος Ανδρονίδης
Υποψήφιος διδάκτωρ στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης