Ορισμένα πράγματα, ακόμη κι όταν έχουν υλοποιηθεί, παραμένουν αδιανόητα. Έτσι, ενώ η Κύπρος έχει ξεκινήσει ήδη την αξιοποίηση των υδρογονανθράκων της, στην Ελλάδα, ακόμη παραμένουμε αδρανείς και ηττοπαθείς. Μάλλον, θα πρέπει να μας ξεπεράσει η πραγματικότητα, για να συνειδητοποιήσουμε τις μεγάλες αλλαγές. Στο πλαίσιο αυτό, οι πολιτικοί υπάρχουν για να προβλέπουν το μέλλον, αλλιώς δεν μας είναι και τόσο χρήσιμοι.
Η Δυτική Μακεδονία, διαφέρει δραματικά σε σχέση με τις υπόλοιπες δώδεκα περιφέρειες: είναι η μόνη που δεν «βρέχεται» από θάλασσα. Το πρόβλημα εδώ δεν είναι η έλλειψη ακτογραμμής, αλλά το ότι τα στρατηγικά ενεργειακά αποθέματά της Xώρας, βρίσκονται στη θάλασσα, κι έτσι, οι περιφέρειες που «βρέχονται» από αυτή, δικαιούνται μέρος των εσόδων του Κράτους.
Από το 1995, σύμφωνα με το νόμο «περί υδρογονανθράκων», κάθε «περιφέρεια παραγωγός», δικαιούται το 5% των εσόδων του Κράτους, αυτό μεταφράζεται, ανάλογα με την συμφωνία, περίπου στο 4% της αξίας του κοιτάσματος και ισχύει ακόμη και για την περίοδο των ερευνών, δηλαδή, οι περιφέρειες το εισπράττουν χρόνια πριν την αξιοποίηση των κοιτασμάτων, ακόμη και κατά τη διάρκεια των ερευνών. Πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας, ότι το παραπάνω ποσοστό, κατά τη φάση της αξιοποίησης, θα πολλαπλασιαστεί με τρις (και όχι με δις) ευρώ, αν επιβεβαιωθούν οι μέχρι τώρα έρευνες.
Αντιθέτως, στη Δυτική Μακεδονία που το στρατηγικό της απόθεμα (o λιγνίτης) είναι στη γη, το ανταποδοτικό τέλος, ήταν για πολλά χρόνια στο 0,4% ενώ μετά από «τρομακτικές πολιτικές πιέσεις και διεκδικήσεις» ανήλθε στο «δυσθεώρητο» ύψος του 0,5%(ολόκληρο 0,5%! μέρος του οποίου αποδίδεται στο νομό Αρκαδίας) του κύκλου εργασιών της Δ.Ε.Η., με το αντεπιχείρημα της επιχείρησης ότι συμβάλει στην απασχόληση και τις παράπλευρες αναπτυξιακές επιπτώσεις (σημειώνω πως σε κάθε εξέδρα της Κύπρου εργάζονται περί τα 1000 άτομα). Όλα αυτά, συνοδευόμενα από μπόλικη ηθικολογία και δικαιολογίες κενές περιεχομένου σχετικά με τις περιβαλλοντικές καταστροφές (200 χιλ στρ. παραγωγικής γης) και το ότι δεν υπάρχει μεθοδολογία μέτρησης και ποσοτικοποίησης αυτών. Το ενδιαφέρον είναι ότι ούτε το τοπικό Τεχνικό Επιμελητήριο, που εννοείται ότι είναι ο τεχνικός σύμβουλος της Τοπικής και Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης, κατάφερε να τις μετρήσει. Έτσι, υπό αυτή τη «δημιουργική ασάφεια» και υπ αυτό το «σύννεφο της σκόνης από τέφρα», οι τοπικοί πολιτικοί διαχειριστές, ηττήθηκαν, υπέκυψαν και αρκέστηκαν στο απειροελάχιστο 0,5%. Δεν διέπραξαν όμως μόνο αυτό το ατόπημα.
Επιπρόσθετα, αφού υποτάχθηκαν στην παραπάνω λογική – ηθική και μη μπορώντας να ξεχωρίσουν το τι σημαίνει για την Εθνική Ενεργειακή Πολιτική, να είσαι «παραγωγός» ή να είσαι απλώς περιφέρεια «πέρασμα», υποδέχονται «με δάφνες», χρήματα αμφιβόλου ηθικής, τα οποία δίδονται στο πλαίσιο της δήθεν «Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης» ώστε να επιτραπεί να διέλθει ο αγωγός TAP από τα χώματά μας. Στην πραγματικότητα, είναι ένα αξιοπρεπώς βαφτισμένο οικονομικό αντάλλαγμα (από την εταιρεία διαχείρισης και τις χώρες συμφερόντων του TAP) ώστε να διέλθει ένας αγωγός μηδενικών τοπικών αναπτυξιακών επιπτώσεων, ο οποίος, επιπροσθέτως, άρει το μελλοντικό ελληνικό μονοπώλιο πώλησης ελληνικού φυσικού αερίου προς την κεντρική Ευρώπη. Τέτοιες επιλογές, αποδεικνύουν την μυωπική και απολύτως μικροπολιτική προσέγγιση, την υπόσταση, τη στενότητα της σκέψης και την αδυναμία διάκρισης των σημαντικών πολιτικών ζητημάτων.
Για να επανέλθουμε σ’ αυτά που θα μπορούσε να διεκδικήσει ένας σοβαρός πολιτικός και όχι ένας επικοινωνιακός διαχειριστής της αυτοδιοίκησης για τον τόπο του, μια πρώτη δίκαιη διεκδίκηση με ρήτρα περιβαλλοντικής ποινής, θα ήταν το 0,5% να αυξηθεί τουλάχιστον στον εθνικό μέσο όρο του 4% και να κατευθυνθεί μέσω του Ε.Α.Π. αποκλειστικά σε παραγωγικές επενδύσεις (μόνο επιχειρηματικότητα και μόνο στα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα) για την άρση της υπέρμετρης εξάρτησης από τη Δ.Ε.Η. Δηλαδή, τα περίπου 25 εκατομμύρια κατ έτος που δίνει η Δ.Ε.Η. στην ευρύτερη λεκάνη, να γίνουν τουλάχιστον 200 εκατομμύρια και η Δ.Ε.Η. να προσαρμόσει τη λειτουργία της σε αυτή τη θεμελιώδη παράμετρο, εκλογικεύοντας παράλληλα τις λοιπές της δαπάνες π.χ. τις τοκογλυφικές αποδόσεις και πιστώσεις που δίνει στους αντιπαραγωγικούς κηφήνες των φωτοβολταϊκών.
Είναι απαράδεκτο και εγκληματικό μια κοινωνία με τόσα προβλήματα(«πρωταθλήτρια» στην ανεργία!) και μια αυτοδιοίκηση -που αυτοπροσδιορίζεται- της «αντι-διαφθοράς» να ανέχεται, να γίνεται μια τέτοια προκλητική κλοπή και μεταφορά πλούτου -μέσω ενός νόμου και ενός άρθρου- από το κράτος σε ιδιώτες και να μην διεκδικεί την αποκέντρωση πόρων που της ανήκουν.
Δ. Κ. Μίμης