Αφορμή για την έρευνά, που ακολουθεί, πήρα από ένα άρθρο της εφημερίδας των συντακτών, που δημοσιεύθηκε στις 16-17 Απριλίου με θέμα : ΄΄ Ο λευκός χρυσός
της Ελλάδας χάνει τη λάμψη του.΄΄
Στην έρευνα αυτή των Β. ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΣΤ. ΖΙΑΜΠΑΚΑ διαφάνηκε το μεγάλο πρόβλημα της παραγωγής γάλακτος στην Ελλάδα, μιας και η χώρα μας από χώρα εξαγωγής γαλακτοκομικών προϊόντων έγινε χώρα εισαγωγής αφού από το 1995 έως και το 2015 η παραγωγή γάλακτος μειώθηκε από τις 24.309 χιλιάδες τόνους στον επικίνδυνο αριθμό των 3.246 τόνων ετησίως.
Μία παραγωγική συρρίκνωση, που καθιστά τη χώρα μας εξαρτημένη από την εισαγωγή του πιο βασικού διατροφικού προϊόντος, του γάλακτος.
Ένα ακόμα αρνητικό μέγεθος, που κατόρθωσαν να πετύχουν τα αθηνοκεντρικά κόμματα εξουσίας.
Η ενθάρρυνση της αστυφιλίας και η ερήμωση της ελληνικής ορεινής υπαίθρου εξ αιτίας της κτηνοτροφικής πολιτικής ,που ακολούθησε το διπολικό κομματικό σύστημα, είχε ως συνέπεια η κατ εξοχήν κτηνοτροφική χώρα της Ευρώπης να εκλιπαρεί στα χρόνια του μνημονίου την εισαγωγή του 80% των γαλακτοκομικών της αναγκών…!
Η παραδοσιακή οικογενειακή παραγωγή φρόντιζε να διασφαλίζει τα πολυτιμότερα αγαθά για τον άνθρωπο, το γάλα και το ψωμί.
Τη διατροφική διαχείριση των γαλακτοκομικών είχε η νοικοκυρά του σπιτιού ( ΄κοδέσποινα), που έπρεπε να φροντίζει τη διατροφική επάρκεια ώστε κατά τους τελευταίους μήνες του χειμώνα να μην παρατηρηθεί καμία έλλειψη αγαθών.
Η εκτροφή των γαλακτοφόρων ζώων αποτελούσε βιωματικό υπόβαθρο για την επιβίωση και την ανάπτυξη του οποιουδήποτε πολιτισμού.
Στην ελληνική παράδοση τα γαλακτοκομικά προϊόντα αφθονούσαν λόγω του ιδανικού φυσικού περιβάλλοντος. Απέραντες ορεινοί όγκοι με αυτοφυείς χορτολιβαδικές εκτάσεις, αποτέλεσαν τη βασική αιτία των ελληνικών μεταναστεύσεων.
Ιδιαίτερα ο αποικισμός του Πόντου και της Μικράς Ασίας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις μεγάλες εκτάσεις βοσκής, που υπήρχαν στις απέραντες στέπες και στους ορεινούς βοσκότοπους (παρχάρια ή γαϊλάδες).
Τα παρχάρια των ποντιακών ορέων ήταν μοναδικά σε φυτική πολυμορφία, μοναδική στην εκτροφή κύρια βοοειδών ( γαρκά, χτήνια)και αμνοεριφίων( πρόατα).
Τα ποντιακά ακριτικά άσματα εξυμνούν αυτές τις παραδοσιακές παραγωγικές δραστηριότητες, στις οποίες προεξέχοντα ρόλο έπαιζαν οι γυναίκες κτηνοτρόφισες ( ρωμάνες ,παρχαρομάνες):
Μαρούλα επαρχάρευεν Κουντούρ ‘ς σα λειβαδία,
σου Μύρη και σου Κοβλακά και ‘ς σ’ άσπρα τα Πλακία,
σεράντα χτήνια έλμεγεν, χτήνια κωδωνωμένα
κι άλλα σεράντα ‘βόσκιζεν μουσκάρια άμον ζουρκάδια
κι άλλα σερανταδώδεκα καπίτσια γαστρωμένα.
Στο παραπάνω ακριτικό βουκολικό άσμα διαπιστώνουμε, ότι από το μήνα Φεβρουάριο και πριν ακόμα λιώσουν τα χιόνια , άρχιζαν οι κτηνοτροφικές ενασχολήσεις στα ορεινά βοσκοτόπια του Πόντου. Είναι εμφανής η οργάνωση , η έκταση και ο σεβασμός στην κτηνοτροφία και στην παραγωγή γάλακτος, όπως μαρτυρεί η συνέχεια του τραγουδιού.
Με τα κρενία κατηβάζ’ το γάλαν ‘ς σο χωρίον
κι ας ση γαλί την αθέραν λύκος εποταμίεν.
μηδέ λύκος και μαναχόν, ζευγάς με το ζευγάρι.
Χτίστεν τυρένεν εγκλησιάν ,μιντζένεν άε- βήμαν..
Οι τελευταίοι στίχοι αποκαλύπτουν την άφθονη γαλακτοκομική παραγωγή, που περιγράφεται ως συνεχής και αδιάκοπη ροή του γάλατος, που η μεγάλη του ροή, σύμφωνα με την ποιητική υπερβολή, μπορούσε να καταπνίξει όχι μόνο τον κακό λύκο αλλά και τον ζευγολάτη με το ζευγάρι του.
Στοιχεία αυτής της παραγωγής από τα βυζαντινά ακόμα χρόνια ήταν οι διευρυμένες συνεργασίες μεταξύ των κτηνοτρόφων, αυτό που σήμερα αποκαλούμε κοινή βοσκή .
Πολλές φορές αυτές οι συνεταιριστικές συνεργασίες λόγω ασυνεννοησίας και έλλειψης επαγγελματικής συνείδησης οδηγούνταν σε καταστροφικά αδιέξοδα.
Κάτι αντίστοιχο δηλαδή με την κτηνοτροφική πολιτική, που ακολούθησαν οι εκάστοτε υπουργοί γεωργίας των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων οδηγώντας την ελληνική κτηνοτροφία στη συρρίκνωση και έρμαιο των μεγάλων εμπορικών εισαγωγικών συμφερόντων.
Πολύ εύκολα την πολιτική αυτή θα μπορούσαμε να την αντιστοιχίσουμε με την περιγραφή ενός μοναδικού ακριτικού βουκολικού τραγουδιού, που μας περιγράφει την έλλειψη επαγγελματικής συνείδησης, που επέδειξαν οι οκτώ συνεργάτες του Γιάννη
του Μονόγιαννε, αφού εγκατέλειψαν τα πρόβατα και ασχολήθηκαν με αλλότριες διασκεδάσεις.
Εννέα τσοπάν ωρίαζαν, εννέα χιλιάδες πρόβας,
οι πέντ’ επήγαν σην φιλιάν κι οι τρείος σην εγάπην.
έμεινεν ο Μονόγιαννες κι ο μαναχόν ο Γιάννες…!
Σ’ εννέα ημέρες κι άλλ’ απάν έπεσεν κ’ εκοιμέθεν…!
Κι ούντες εσκώθεν την πιρνίν πουδέν πρόατα ‘κ’ εύρεν…
Αν το ζωικό κεφάλαιο του ηρωικού βουκόλου του Πόντου το κατασπάραξαν οι πεινασμένοι λύκοι , την ελληνική κτηνοτροφία τη διέλυσε η κοντόφθαλμη μεταπολιτευτική πολιτική, που άφησε το 75% της ελληνικής γης ανεκμετάλλευτη και εγκαταλειμμένη..!
Δρουβάν(ι) ξύλινο δοχείο παρασκευής βουτύρου
Η επεξεργασία του γάλατος γίνονταν με τα χειρονακτικά μέσα της εποχής .
Απαραίτητο μέσο παρασκευής του βουτύρου( βούτορον) από το γιαούρτι( ξύγαλαν)
ήταν το δρουβάν’(ι), ένα ξύλινο βαρέλι με στόμιο και κάνουλα.
Σε κάθε σπίτι υπήρχε απαραίτητα το μαγικό αυτό δοχείο, που δένονταν από τις δύο άκρες με δύο σχοινιά σε ένα ξύλο της σκεπής ( δοκ) και στη συνέχεια ωθούνταν με δύναμη πέρα δώθε μέχρι να ξεχωρίσει το βούτυρο από το αριάνι( τάν).
Και τα δύο συστατικά, που διαχωρίζονταν από την παλινδρομική φυγοκέντριση, ήταν τόσο αγαπητά σε όλους, που έσπευδαν να τα δοκιμάσουν. Το βούτυρο λόγω της μεγάλης του θρεπτικής αξίας πουλιόταν ακριβά και έμπαινε σε όλα τα φαγητά για να πάρουν νοστιμιά. Το σατυρικό ποντιακό δίστιχο μας περιγράφει αυτήν την προτίμηση:
Εντώκε ‘με η μάνα μου , κ’ εσέβα ‘ς σο δουρβάν’(ι),
αν θέλω τρώγω βούτορον , κι αν θέλω πίνω τάν(ι)
Όλη αυτή η κτηνοτροφική ενασχόληση αποτελούσε μια αδιάρρηκτη και συνεκτική
παραγωγική διεργασία, στην οποία οι ρόλοι ήσαν κατανεμημένοι με αυστηρότητα.
Το ζωικό κεφάλαιο ( το βίον) έπαιζε σημαντικό ρόλο στην κοινωνική διαβάθμιση των ανθρώπων, που σέβονταν και φρόντιζαν τα ζωντανά, ωσάν να ήταν αναπόσπαστα μέλη της οικογένειας.
Η φράση ΄΄ θα πάω τερώ τον βίον΄΄ θα φροντίσω τα ζωντανά μου, είχε τόση αποδοχή και κατανόηση από όλους, που του απαντούσαν ΄΄δέβα σο καλόν΄΄ .
Τα ζωντανά αποτελούσαν βασικό κεφάλαιο στην οικογενειακή οικονομία, γιατί η υπερπαραγωγή πουλιόταν στα παζάρια της εποχής ή γίνονταν μέσο ανταλλακτικού εμπορίου για την κάλυψη άλλων αναγκών.
Ήταν όμως και το καλύτερο γαμπριάτικο δώρο για έναν νιόγαμπρο, που έπαιρνε για προίκα πρόβατα ή γελάδια για να ξεκινήσει την καινούρια του ζωή, όπως καταγράφεται στο δημοτικό τραγούδι :
Τον νέγαμπρον χαρίζν’ ατόν πρόγατα αλμεγάδια,
ν’ αλμέει απέσ’ τα πρόγατα και να κολίζ’ τα γάλτα..
Αυτή η λογική της βιοκτημοσύνης λειτουργούσε ως ηθική αρχή δικαίου. Δεν μπορούσε κανείς να κλέψει και να αφαιρέσει το βίο από κανέναν ιδιοκτήτη. Ποτέ στις ζωντανές μαρτυρίες δεν καταγράφηκαν ζωοκλοπές στον Πόντο σε αντίθεση με άλλα μέρη της Ελλάδας.
Η λαϊκή παροιμία ήταν άκρως αναθεματική:
Τσοπάν ‘και παρχαρέτσας δίκαιον, που τρώει, παραδείσ’ πόρταν κ’ ελέπ’ .
Ακόμη και στο ακριτικό τραγούδι το Μάραντου, όταν απόδιωξαν την κακόμοιρη τη νύφη από το σπίτι της , φρόντισαν να της δώσουν πέντε πρόβατα και δεκαπέντε αρνιά, φοβούμενοι ίσως τη θεία δίκη.
Την κόρ καθίζ’νε ‘ς σο σκαμνίν κι ατέν διπλοκουράζ’νε,
δίγν’ ατέν πέντε πρόατα και δεκαπέντε αρνία…!
Πέρα όμως από την κτηνοτρόφισα γυναίκα, που συνήθως εξέτρεφε μεγάλα ζώα, βοοειδή, υπήρχε και ο τσοπάνης ( ο τσοπάνον), ένα αρχέγονο επάγγελμα των ανδρών ,που ταυτίστηκε με το διαχρονικό πολιτισμό τόσο στα ελληνικά όσο και στα ποντιακά βουνά.
Ο τσοπάνης είναι το πιο ελεύθερο, περήφανο και ερωτικό επάγγελμα στην κοινωνική ιεραρχία της εποχής. Τα ερωτικά ποντιακά τραγούδια υμνούν τον πόντιο βουκόλο με τα καλύτερα λόγια.
Τσοπάνε μ’, ντο γιοσμάς είσαι, νασάν που έει ‘σεν άντραν,
άφ’ς ατά κ’ έλα με τ’ εμέν, τα πρόατα σ’ ‘κι χάνταν..
Και η απάντηση του τσοπάνη ήταν άμεση, γεμάτη υποσχέσεις αφού θα μπορούσε να τη συντηρήσει με τα ζωτικά προϊόντα της παραγωγής του.
Έπαρ ‘με, κόρη, έπαρ ‘με, εμέν τον τσοπανίτσον,
γάλαν φά’ και γάλαν πία ,γάλαν πότσον τα παιδία..
Αυτό το αξιοπρεπές και παραγωγικό επάγγελμα το απαξίωσαν οι οικονομολόγοι της μεταπολίτευσης ισοσκελίζοντας την τιμή του γάλακτος με αυτήν του νερού.
Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν να καταστραφεί ολοσχερώς η ελληνική κτηνοτροφία και το επάγγελμα του τσοπάνη να περιπέσει σε απαξία.
Η συναισθηματική σχέση, που αναπτυσσόταν μεταξύ ζώων και ανθρώπων ήταν τόση δυνατή, που πολλές φορές ο κτηνοτρόφος βάφτιζε όλα τα ζωντανά του με εύηχα ονόματα και συνομιλούσε μαζί τους, ωσάν να ήτανε παιδιά του.
Αυτή η αγάπη του τσοπάνου προς τα πρόβατα είναι διάχυτη στο βουκολικό ποντιακό τραγούδι, όπου ο τσοπάνος εκφράζει την τελευταία του επιθυμία λίγο πριν το θάνατό του:
Ο Θεριάνον έλεεν, το καλύβι μ’ χαλάστεν,
κωδωνίστεν τα πρόατα μ’, αρ’ εμπροστά μ’ δεβάστεν…!
Οι χορτολιβαδικές εκτάσεις ήταν το φυσικό πεδίο ανάπτυξης της κτηνοτροφίας.. Από τον μήνα Μάρτιο έως και τον Φθινόπωρο τα ζώα έβοσκαν ελεύθερα τα ανθομύριστα χόρτα των παρχαριών. Για το χειμώνα φρόντιζαν οι οικείοι να αποθηκεύουν την ανάλογη ποσότητα χόρτων, που θέριζαν από τα παρχάρια, τα ξέραιναν στα ξηραντήρια και τα αποθήκευαν στις αχυρώνες( αχερώνια ).
Τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα παράγωγά τους κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος των διατροφικών αναγκών του ανθρώπου σε όλη την διάρκεια της ζωής του.
Η γαλακτοκομία στον Πόντο είναι τόσο ενδιαφέρουσα και μοναδική, που θα έπρεπε να διδάσκεται ως ξεχωριστό μάθημα στις τεχνολογικές διατροφικές σχολές.
Το γάλα των ποντιακών βουνών και ιδιαίτερα της Ματσούκας, παράγωγο των μοναδικών θυμαριών και λουλουδιών, που φύονταν στον Πόντο, έδινε υγεία και μακροζωία στους κατοίκους των ορεινών περιοχών.
Πολλοί από αυτούς υπεραιωνόβιοι ομολόγησαν, πως ένας από τους λόγους της μακροζωίας υπήρξε και η πλούσια διαστροφή σε γαλακτοκομικά προϊόντα.
(Ο υπεραιωνόβιος Παυλίδης Σάββας, από το Ανατολικό Πτολεμαΐδας, που πέθανε σε ηλικία 106 χρόνων, δήλωσε, ότι από μικρό παιδί έτρωγε ένα πιάτο γάλα με ψωμί πρωί και βράδυ.)
Το ποντιακό γιαούρτι ( Οξύ –γάλα , ‘ξύγαλαν) ήταν το βασικό φαγητό των Ποντίων. Ήταν φάρμακο για όλες τις αρρώστιες, ακόμα και για την ηλίαση.
Στραγγισμένο και αλατισμένο το γιαούρτι λέγονταν μαντζίρα ή υλιστόν, που, αφού το έπλαθαν με τα χέρια σε μεγάλους σβόλους και το ξέραναν, έκαναν τα τσιορτάνια για τον χειμώνα.
Από το τυρόγαλα έκαναν τη μιντζίθρα ( το μιντσίν) , και από τα υπολείμματα του βουτύρου έκαναν το τάν, που στραγγίζοντάς το ,έφτιαχναν το περίφημο ποντιακό πασκιτάν.
Οι γαλακτοδιατροφικές συνήθειες υποκαθιστούσαν σε μεγάλο βαθμό την κρεατοφαγία που συνηθίζονταν μόνο σε σπάνιες γιορταστικές περιπτώσεις.
Οι μικρές ρωμάνες προκαλούσαν ερωτικές περιπέτειες με τους νέους της εποχής δημιουργώντας πολλές φορές μια ειδυλλιακή ερωτική σχέση που τροφοδοτούσε αδιάκοπα την φαντασία του λαϊκού στιχοπλόκου..
Τα ερωτικά βουκολικά τραγούδια του ορεινού πόντου είναι μοναδικά σε αισθήματα, προσδοκία και πάθος.
Η κόρ’ επήγεν ‘ς σον παρχάρ να γίνεται ρομάνα
και για τ’ ατέν θα γίνομαι και κυνηγός ‘ς σ’ ορμάνια.
Στην Ελλάδα και στα χωριά, όπου εγκαταστάθηκαν κτηνοτρόφοι από τα χωριά της Ματσούκας όπως στον ( Τετράλοφο –Άγιο Δημήριο Κοζάνης ) (Κομνηνά Πτολεμαίδας)
κλ. προσπαθούν τα τελευταία χρόνια να αναβιώσουν τη ζωή των παρχαριών του Πόντου.
Είναι μια εθιμική συγκινητική προσπάθεια, που θα πρέπει να ενθαρρυνθεί από όλες τις ποντιακές οργανώσεις. Πιστεύω ότι τα μαγευτικά παραδείσια και ανθομύριστα παρχάρια του Πόντου με τα κρένερα και τα ροδάφνα, τις μυρτιές και τις αζαλέες δεν θα
αναβιώσουν τη χαρά και την ευδοκία μιας μοναδικής συνύπαρξης φύσης και ανθρώπου.
Ίσως γιατί πολύ σωστά ο γερμανός ιστορικός και φυσιοδίφης Φαλμεράγιερ
μαγεύτηκε περισσότερο από τις ποντιακές, παρά από τις αυστριακές Άλπεις της πατρίδας του, όπως με περίσσια ανιδιοτέλεια ομολόγησε …!