-Έεπ, Τασούλ. Χάθηκες!
-Γεια σου, Χάμπο. Πετράκη…έναν καφέ.
-Σε καμαρώνω, Τασούλ. Γεωπόνος, αγρότης, επιχειρηματίας. Και εις ανώτερα!
-Τι να κάνω Χάμπο. Κάτι πρέπει να κάνω κι εγώ. Λίγα φασόλια, λίγη λεβάντα, λίγο κράνμπερι…μπας και βγει το μεροκάματο.
-Βρε, Τασούλ. Βρε, Τασούλ…εσύ, δε σε φοβάμαι. Εσύ είσαι δαιμόνιος.
-Την τυφλά μου ειμαι, Χάμπο. Δουλεύω για να μειώνω τα χρέη. Τώρα, ίσα που δε μπαίνω μέσα. Τι δαιμόνιος μου λες εσύ;
-Κι όμως. Έχεις επιχειρηματικό δαιμόνιο εσύ. Ξέρω τι σου λέω. Σύντομα θα τα κονομήσεις. Θα δεις.
-Να σου πω, Χάμπο, πάνω σ’ αυτό το επιχειρηματικό δαιμόνιο…
-Έχεις κάποιο παράδειγμα. Για πε!
-Ακριβώς, Χάμπο. Ένας φίλος μου, ο Αντωνάκης, συνομιλικός μου, εικοσιεφτά χρονών, καθαρόαιμος αγρότης αυτός! Αυτός δεν έχασε χρόνια σε σπουδές. Με το που απολύθηκε απ’ το στρατό, πριν από εφτά χρόνια, ξεκίνησε τις…αγροτικές επιχειρήσεις…που λες κι εσύ.
-Και πρόκοψε ο Αντωνάκης; Τι έκανε; Για πε!
-Αυτός, που λες, Χάμπο, είχε απ’ τον πατέρα του, όλο κι όλο δέκα στρέμματα χωράφι.
-Δεν είν’ πολύ. Να πούμε την αλήθεια, δεν είν’ πολύ!
-Οχι, κάτσε να δεις όμως. Την πρώτη χρονιά, ρίσκαρε, βάζει δέκα στρέμματα λεβάντα. Παράλληλα δούλευε σερβιτόρος σε μπαράκι, για να ζει!
-Μπράβο! Βλέπεις, Τασούλ; Άμα έχεις σχέδιο και τσαγανό, όλα μπορούν να γίνουν.
-Ναι. Κάτσε να δεις, Χάμπο. Τη δεύτερη χρονιά, νοίκιασε και έβαλε ακόμα πέντε στρέμματα λεβάντα. Παράλληλα συνέχισε να δουλεύει σα σερβιτόρος. Σε μπαράκι. Έπαιρνε από εκεί το μεροκάματο, ζούσε τσίμα – τσίμα κι έριχνε και στη λεβάντα.
-Μπράβο του, του Αντωνάκη. Σχέδιο και τσαγανός.
-Ναι. Την τρίτη χρονιά κάτι πήρε απ’ τη λεβάντα. Νοίκιασε, άλλα πέντε στρέμματα χωράφι και το ‘βάλε λεβάντα. Συνέχισε, όμως, και μπάρμαν στο μπαράκι.
-Μπράβο Αντώνη! Το όλον τριάντα στρέμματα λεβάντα! Σωστά;
-Σωστά, Χάμπο. Να μη το κουράζουμε, πέρυσι πια έφτασε να έχει πενήντα στρέμματα λεβάντα. Από δω, από κει, ένα μεροκάματο έβαινε. Συνέχισε και μπάρμαν μια φορά την βδομάδα, κάθε Σάββατο.
-Μπράβο του. Εύγε του Αντωνάκη! Σταθερό σχέδιο, υπομονή, έτσι είναι τα επιχειρηματικά πλάνα, Τασούλ, τι νομίζεις;
-Ακριβώς. Και τότε, Χάμπο, που λες, του εμφανίστηκε η μεγάλη ευκαιρία!
-Αμ’ αυτό σου λέω. Άμα έχεις επιχειρηματικό δαιμόνιο κάποια στιγμή θα δικαιωθείς.
-Έτσι και ο Αντωνάκης. Δικαιώθηκε, Χάμπο. Πριν από πέντε – έξη μήνες, στο μπαρ που δούλευε τα Σάββατα, έτυχε να γνωρίσει κάποιαν!
-Κοπέλα επιχειρηματίας;
-Όχι, Χάμπο. Γνώρισε τη Θεανώ. Κοπέλα, πλούσια όσο δεν παίρνει, άσχημη αρκετά, και ανόητη.
-Και λοιπόν;
-Λοιπόν, ο Αντωνάκης, πολυενθουσιάστηκε με τον πλούτο και την ανοησία της. Δύο πλεονεκτήματα και ένα μειονέκτημα. Το ζύγισε και αποφάσισε πως την ερωτεύτηκε!
-Και λοιπόν;
-Λοιπόν, πριν ένα μήνα παντρεύτηκαν. Πήρε, ο Αντωνάκης, μία προίκα βουνό. Δεν ξέρει τι έχει ο Αντωνάκης, ο αγρότης! Είναι, Χάμπο, να το ‘χεις… το επιχειρηματικό δαιμόνιο! Αν τό ‘χεις…δε θα χαθείς…