«Ἔτσιας ἴλιγάμι στοὺ χουργιὸ τὰ φριέσκα, τὰ μκρὰ μπακάκια. Ἦταν γιουμάτου ἰτότις μπακάκια σιαπέρα κα’ τς Μπάρις στοὺ Σταυρὸ πααίνουντας κα’ τοὺ Τρανόβαλτου. Κι οἱ Βυροὶ κάτ’ στς Μάρους κι κα’ τοὺ Καλάμ’ κι αὐτοὶ ἦταν γιουμάτ’. Ἅμα ἔπιρνι ἡ ἄνοιξ’, μό ρα, ἦταν χαρὰ Θιοῦ ν’ἀκοῦς ὅλ’ τ’νύχτα νὰ λαλοῦν κι νὰ μὴ σών’ τὰ μπακακούλια. Λαλοῦσαν κι αὐτὰ σὰν τ’ἀηδόνια. Ἅμα κινοῦσαν αὐτάϊας νὰ λαλοῦν ὅλα μαζί, ἴλιγάμι, Ἄει, ἦρθι ἡ ἄνοιξ’. Τν ἄνοιξ κιόλας γιννοῦσαν κι τ’ αὐγά τα. Ἔφκιαναν χιλιάδις αὐγά. Γιόμπζαν οἱ μπάρις κι τὰ λακκούδγια μὶ αὐγά. Τἄφκιαναν ὅλα ἱνουμένα μέσα σὰν σὶ λιανὸ ἄντιρου κι σὰν τινία. Ἔτσιας φλάγουνταν. Μπορεῖ κι μέσ’ σν τινία αὐτὴν νὰ εἶχι κι ‘μπρώτ’ ‘ντρουφὴ τα. Ἅμα ἔρχουνταν ἡ ὥρα τα, ἔβγηναν ἀποὺ ‘ντινία σὰν μκρὲς μυγοῦλις μὶ νουρὰ. Οὕλου τρουϋρνοῦσαν. Ἦταν μαυρούλια κι μκρούλια μέχρι νὰ γένουνταν τρανὰ μπακάκια, γιατιαὐτὸ κι τἄλιγάμι καλουγρίτσις, δηλαδὴς μκρὲς καλουγριοῦλις, ἔτσιας οὑλόμαυρα ἀποὺ ἦταν.
Ἦταν κι ἡ ζιάμπα, ἰκείνου τοὺ πράσινου τοὺ μπακακούλ’, ἀπ’ εἶχι γιρὸ φαρμάκ’. Αὐτὸ ἀμπδοῦσι ἀράδα κι ἀνακατώνουνταν μὶ τὰ πρασινάδγια. Ἅμα τὄτρουγαν τὰ βόδγια μὶ τὰ χουρτάργια, ἀρρώστηναν κι πάθισκναν τρανὸν μπέρκου.
25.5.2020
σὰν σήμιρα τοὺ 1998 ἡ παπαΧρήσους+
παπαδγιἈφρουδίτ’
κιἡγιόςτςἀρνιμα.