Οι Έλληνες του Πόντου, ένας βαθειά θρησκευόμενος λαός, που εντυπωσίασε μάλιστα τον Φαλμεράιερ, όταν επισκέφθηκε τον Πόντο, έβρισκε τη δύναμη και το θάρρος μέσα από τα μνημεία του λόγου του να σαρκάζει τη μεγάλη εξουσία που είχε ο κλήρος στον Πόντο.
Καμία προσωπική ή κοινωνική διεργασία δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί, αν δεν είχε την έγκριση και την αποδοχή του κλήρου.
Στα χωριά κατά τις κοινωνικές συναθροίσεις την πρώτη θέση την είχε ο παπάς.
Πολλές φορές όμως μέσα στις μικρές ποντιακές κοινότητες, όπου ιερουργούσε ο παπάς, οι άνθρωποι τον έκριναν αυστηρά για κάθε του ενέργεια και συμπεριφορά με αποτέλεσμα ακόμη και να τον αδικούν : Ο οσπιτιανόν ο ποπάς δόξαν ‘κ’ έχ’.
Υπήρχε ακόμα διάχυτη η επιφύλαξη για τις αλτρουιστικές του προθέσεις και την φιλανθρωπική του διάθεση: ο ποπάς πα τα γένια τ’ πρώτα ευλογά…
Με τη ίδια περιπαικτική διάθεση τον χαρακτήριζαν τεμπέλη, γιατί η ενασχόληση του με τα ιερουργικά του καθήκοντα απαιτούσε ελάχιστο κόπο: Ο οκνέας κι ο φαγάς για ποπάς, για μυλωνάς.
Η συντηρητική και περιορισμένη ζωή των κληρικών δεν μπορούσε να συνάδει με τον εύθυμους χαρακτήρες των γλεντζέδων, που δήλωναν ευθέως:
Εγώ ποπάς ‘κι ίνουμαι ‘ς σο ιερόν ‘κ’ εμπαίνω
πάω να ψάλλω τραγωδώ, σασεύω κι απομένω!
Η οικονομικά συντηρούμενη ελληνική εκκλησία από το υστέρημα των χριστιανών πολλές φορές επιβάρυνε τους πιστούς με δυσβάσταχτους φόρους πράγμα που κατέληγε και πάλι στον παπά: ο χάρον παίρ’ τα ψύα και ο ποπάς τα παράδας.
Ακόμη καυτηριάζοντας την οικονομική του άνεση στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς έβαζαν στο στόμα του λόγια όπως : ν’ ασάν εμέν… και τον λαό μ’.
Προκειμένου να σαρκάσουν την ευνοϊκή θέση του παπά έλεγαν:
‘Σ σην ανάγκην η μαμή ! κι ο ποπάς ‘ς σο φούστορον !
Η αυστηρή ιεραρχία έδινε πολλές εξουσίες στον ανώτερο κλήρο που πολλές φορές τις καταχραζόταν σε βάρος των απλών διάκων και καλόγερων. Την κατάχρηση αυτή καταδίκαζε ο λαϊκός κριτής με το τραγούδι:
Δεσπότ’ς, ποπάς κι ο ‘γούμενον έχ’νε καλοφαϊαν,
κι οι άχαροι οι καλογέρ’ κρατούνε την νεστείαν.
Η ποντιακή λαϊκή σάτιρα αποκάλυπτε ακόμα και τις αδυναμίες του παπά μέσα στα πλαίσια της οικογένειάς του:
Η ποπαδία τη ποπά τα λόγια ‘ς σο σκοινίν κρεμάν.
ή το : ο ποπάς κι η ποπαδία , ο αλεπόν κι η ζαρκαδία.
Για το μεγάλο ανταγωνισμό, που υπήρχε μεταξύ δύο παπάδων στην ίδια ενορία και την προσπάθεια να ηγηθεί ο ένας από τους δύο, ο λαός έλεγε το εύστοχο: Ο ποπάς τον ποπάν ‘κι θέλ’…
Η λαϊκή σοφία σατίριζε ακόμα και την ερωτική ζωή του ιερωμένου ζεύγαριού με το παρακάτω δίστιχο:
Ο ποπάς κι η ποπαδία εποίκαν την αμαρτίαν,
πέντε μήνας έξ’ παιδία κι αλλ’ ατόσα ‘ς σην κοιλίαν..
Για τους νέους καλός είναι ο παπάς, που συγχωράει το προπατορικό αμάρτημα και είναι ανεκτικός στις ερωτικές ατασθαλίες τους:
Εξέρετεν, ντο είπε ‘με είνας καλός ποπάς ι;
Έμορφον ηύρες, φίλια ατέν, το κρίμαν μ’ ερωτάς ι.
Επήα ΄ς σον πνευματικόν, είπεν ξομολογώ ‘σε
έμορφον αν ‘κ’ εφίλεσες και πώς να συγχωρώ ‘σε!
Πολλές φορές οι ερωτευμένοι έπρεπε να πάνε στον πνευματικό για εξομολόγηση, και παρακαλούσαν τον πνευματικό να δείξει συγχωρητική διάθεση:
Ποπάδες και πνευματικοί, όντες ξομολογάτεν,
εμέν και το μικρόν τ’ αρνί μ’ καμίαν μ’ ερωτάτεν.
Στον παπά επίσης η προοδευτική κοινωνία επέρριπτε και την ηθική ευθύνη για τα νιόπαντρα ζευγάρια που δεν αγαπιόταν και όμως οι γονείς τους ήθελαν να τους παντρέψουν:
Η ψη την ψην όντες ‘κι θέλ’, ποπά, ντό στεφανώνεις;
Δύο μαχαίρια δίστομα φέρεις και ανταμώνεις..
Στο ακριτικό ποντιακό τραγούδι αποκαλύπτεται μια ελευθεριότητα για τους κληρικούς δίνεται άφεση αμαρτιών προς τον ιερωμένο, που υποκύπτει μπροστά στη σαγηνευτική ομορφιά των νέων κοριτσιών.
Ο αδελφό μ’ καλόγερος ‘ς σο μέγα μοναστήριν,
ελάσκουν κ’ εξαγόρευεν και τ’ έμορφους εφίλνεν.
Πέρα από το θρησκευτικό σεβασμό προς τους ρασοφόρους, που ήταν δεδομένος ,υπήρχε διάχυτη η λαϊκή αντίληψη, ότι είναι εκτεθειμένοι στην αμαρτία, γιατί είναι και αυτοί ευάλωτοι στους πειρασμούς και τα ανθρώπινα πάθη.
Εδώ συγχωρείται και η κόρη, που ερωτεύεται τον ιερωμένο:
Ποίος καλόγρια ήγιασεν ,ποίος ποπάς θ’ αγιάζει!
Η κόρ’ π’ εδέκεν φίλεμαν, κάθαν βραδύν αγιάζει…
Υπάρχει όμως και λαϊκή απόρριψη για τους αυστηρούς και πουριτανούς πνευματικούς, που σατιρίζονται ανάλογα από τους νέους:
Ποπά, ποπά, παράνομε ,ποπά κολατισμένε,
‘ξομολογάς τα κορτσόπα κι άλλο ‘κι μασχαρεύνε.!
Ποπάδες και καλόγεροι ,πολλά μη λειτουργούνε,
τον σεβταλήν, τον άνθρωπον ,πολλά πα μ’ ερωτούνε.
Ο παπάς ως μορφή πολιτικής και θεϊκής εξουσίας ήταν το πιο σαρκαζόμενο πρόσωπο της ποντιακής κοινωνίας.
Οι έχοντες ανώτερα αξίωμα στη συνείδηση του λαού πολλές φορές έπρεπε να κατέβουν στο ίδιο επίπεδο, να γίνουν ένα με τον λαό . Η συνταύτισή τους αυτή τους έκανε πιο προσιτούς και αποδεκτούς :
Ποπάδες και πνευματικοί ‘ς σ’ εμάς είν εγλεντζέδες,
διαβάζ’νε την κανόνα τουν και με τα κεμεντζέδες!
Σαρκασμός είναι η σκληρή επίκριση σε κάποιον, που κατέχει μια εξέχουσα θέση με σκοπό να θιγεί και να αποκαλυφθεί η αληθινή του πλευρά . Είναι δηλαδή το ίδιο οδυνηρός ο πόνος, όπως το δάγκωμα και το άνοιγμα της σάρκας.
Κάποτε στον Πόντο ένας παπάς, ονομαζόμενος παπα – Λευτέρης ερωτεύθηκε μια γυναίκα και πέταξε τα ράσα για να την παντρευτεί.
Ο μεν παπάς κατηγορήθηκε ως επίορκος προδότης, η δε αμαρτωλή Εύα χαρακτηρίστηκε παλιογελάδα.
Ας δούμε πώς η λαϊκή μήνη σχολιάζει το γεγονός:
‘Σ ση Σαραντάρ’ ποπά – Λευτέρτς επάτεσεν το νόμον,
εκρέμασεν την αλλαήν κ’ επούλ’τσεν τ’ Ευαγγέλιον.
Επήρεν το παλαίχτηνον, το χάμ’ τ’ αγελαδόπον.
Τα παραμύθια, οι παροιμίες και τα τραγούδια για το θέμα είταν αμέτρητα.
Η οικογένεια του παπά είχε θέση αρχοντική, η θυγατέρα του ήταν πάντα περιζήτητη νύφη . Το επιβεβαιώνει τα παρακάτω δίστιχα:
Ποπά κορίτσ’, πη αγαπά, καμίαν ‘κι κομπούται,
με τ’ έναν ΄΄Κυρ’ ελέησον΄΄ το σπαρελ’ ν α’τς γομούται.
Ακόμα και όταν επρόκειτο για την ανηψιά του:
Τη ποπά, τη ποπά, τη ποπά την ανεψιάν, θα φιλώ ατέν εγώ.
Ο ρόλος του παπά ως θεματοφύλακα της ηθικής στα χωριά ήταν καθοριστικός. Γι αυτό η συντηρητική κοινωνία προειδοποιούσε τον αδιάκριτο ερωτύλο:
Απά δα κι απάν μη πας, θα ελέπ’σεν ο ποπάς,
όσον και να λες ποπάς έν, άλλο ‘κι ξομολογά ‘σεν.
Στο παρακάτω ποντιακό τραγούδι όμως ελλοχεύει ο κίνδυνος για κάθε υποψήφιο γαμπρό, που φλερτάρει την κόρη του πνευματικού πατέρα, να δεθεί αμέσως με τα δεσμά του γάμου.
Το τραγούδι αυτό το τραγουδούσε ο Αναστάσιος Λαμπριανίδης, από το Καρυοχώρι.
Είναι από τα πιο αντιπροσωπευτικά τραγούδια, που αναφέρονται σ’ έναν περιπετειώδη έρωτα μιας παπαδοκόρης με έναν νεαρό:
Επήγα κ’ εβραδιάστα εγώ , ‘ς σ’ είνος ποπά οσπιτόπον,
είπε ‘μεν ΄΄καλώς όρισες΄΄ έμπα απές παιδόπον.
Σκύλ’ υιέ , γαϊδιάρ υιέ, να σ’κούσαι και να χάσαι!
με την κουτσή μ’, πώς έπεσες; Με τ’ ατέν πώς κοιμάσαι;
Παρακαλώ ’σεν ,νε ποπά , άφ’σ’ ‘μεν ας ξημερώνω,
και ‘ς σην κουτσής ολόερα , εγώ ξάι ‘κι σουμώνω.
Σ’κούται ο ποπάς κι αγλήγορα ‘βλογίζ’ και στεφανών’ ατς
και ‘ς σο κρεβάτ’, ντο έπεσα ν’ , εκεί βαλλ’ κι ανταμών’ ατς.
Τ’ άλλ’ την ημέραν έμαθεν τη χωρί ο λαός ι
‘ς ση ποπά, ποίος θα μονάζ’ , θα ίνεται γαμπρός ι.
Πέραν όμως του σαρκασμού και της σκωπτικής διάθεσης, που εμπεριέχουν τα μνημεία του ποντιακού λόγου, υπήρχε ταυτόχρονα και ένας μεγάλος σεβασμός προς τους ιερωμένους, που τον έδειχναν όχι μόνο με το χειροφίλημα αλλά και με την έντονα βιωματική σχέση τους με τους κληρικούς.
Είχαν τη θεολογική γνώση να ξεχωρίσουν το ράσο από τον παπά λέγοντας το αμίμητο:
Βασίλ’, τίμα τον ποπάν , αχουλούς έν ‘κ’ έν.