Σήμερα ανάβει ο Φανός Αριστοτέλης. Ένα μικρό αφιέρωμα στους ανθρώπους του Φανού , που αν και μεροκαματιάρηδες και με πολλές οικονομικές και άλλες δυσκολίες εκδήλωναν βαθειά πίστη και σεβασμό στο έθιμο και με εθελοντική προσφορά επί σειρά ετών κατάφεραν να το διατηρήσουν ζωντανό και δυνατό μέχρι το 1983, χρονιά που πέρασε υπό την αιγίδα του Δήμου.
Ο πρώτος Φανός της γειτονιάς της Τρανής Αυλής ξεκίνησε να διοργανώνεται στο σταυροδρόμι μπροστά στο σιδεράδικο του Πλάκα, (διασταύρωση 11ης Οκτωβρίου με Αρχελάου και Αριστοφάνους). Το εναρκτήριο αποκριάτικο σάλπισμα δίνονταν την Κυριακή το πρωί της Μικρής Αποκριάς από τους τοπικούς οργανοπαίχτες, Μήτρο Μπήκα (Τζιόλα) και το γιό του Νίκο που μαζί με τον Μανώλη Καλαμπούκα έπαιρναν τα νταούλια και τους ζουρνάδες και έβγαιναν στο χώρο του Φανού σηματοδοτώντας την έναρξη της Αποκριάς.
Αργότερα, στη δεκαετία του ‘60 ο Φανός μεταφέρθηκε λίγα μέτρα πιο κάτω στο άδειο οικόπεδο του ΟΤΕ ( Συγκρότημα), μπροστά από το χαμηλό κτήριο του Πυροσβεστείου. Στον ίδιο χώρο δίνονταν και το συσσίτιο μετά τον Εμφύλιο. Το οικόπεδο αυτό ανήκε στον Δήμο αλλά επί δημαρχίας Πολυζούλη πουλήθηκε στον ΟΤΕ. Ο κουρέας Μίκας Κάψας πρωτοστατούσε από παλιά στην οργάνωση του Φανού μαζί με τον Νίκο Τσιάνα και τον Γιώργο Δούρβα που ήταν και κορυφαίος τραγουδιστής του Φανού.
Το 1964, επί υφυπουργού Αμύνης Μιχάλη Παπακωνσταντίνου οι γείτονες της «Τρανής Αυλής» ήταν οι πρώτοι που κατασκεύασαν νουντά σε Φανό. Τον ονόμασαν «ου Νουντάς τς Τάτιους», προς τιμήν της Αναστασίας (Τάτιου) Καντηρλιώτη, πεθεράς του Γιώργου Δούρβα, αφού αυτή τον στόλισε με στρωσίδια και κεντήματα που έφερε από το σπίτι της. Εκείνη τη χρονιά, ο Μιχαλάκης έφερε μαζί του από την Αθήνα αρκετούς καλεσμένους, κυβερνητικά στελέχη και πολιτικούς του φίλους για να βιώσουν όλοι μαζί από κοντά το πνεύμα της Κοζανίτικης Αποκριάς. Την Κυριακή το βράδυ κάνοντας τις καθιερωμένες επισκέψεις στους Φανούς πέρασαν κι από τον Φανό Αριστοτέλη, όπου οι Αθηναίοι πολιτικοί είδαν για πρώτη φορά σε αναπαράσταση πως ήταν ένας παλιός οντάς της Κοζάνης.
Ο μπαρμπα -Γιώργος, μετά τη Μεταπολίτευση, από το 1983 και μετά, όταν η οργάνωση των Φανών πέρασε υπό την αιγίδα του Δήμου, παρέδωσε τη σκυτάλη του τραγουδιού στον ανεψιό του Θανασάκη Πάτσιο, κορυφαίο τραγουδιστή του Φανού για πολλά χρόνια ακόμη. Ο τελευταίος ξεκινούσε το Φανό με το τραγούδι «Τώρα που πιάσκα στου χουρό …..». Σε μερικά χρόνια στους κορυφαίους προστέθηκε και ο γιός του Γιώργου Δούρβα, ο Βαγγέλης . Αγαπημένο τραγούδι του Βαγγέλη με το οποίο άρχιζε να τραγουδά ήταν το «Μανά μ΄στο περιβόλι μας» αλλά και το σατυρικό «ο παππάς ο ραγκαβέλας».
Τραγουδούσαν όμως και γυναίκες στο Φανό. Ξακουστή ήταν η Βαγγελιώ η Τσιάνινα, γυναίκα του Νίκου Τσιάνα, που έβγαινε στην κορφή μαζί με το Γιώργο Δούρβα και ξεκινούσε πάντα το ακόλουθο άγνωστο τραγούδι της αγάπης :
-Πες μας αμαν κι ωχ αμάν βρε Κώστα,
ποιάν αγαπάς στον πέρα μαχαλά που πας;
-Την Ελενίτσα τη μικρή, αμάν κι ωχ αμάν
της Βαγγελιώς την αδελφή,
σύρε μανά μ’ αμάν και ωχ αμάν,
σύρε μανά μ’ και βρες την νε,
την αγαπάω πες την νε.
Παίρνει η γριά αμάν κι ωχ αμάν,
παίρνει η γριά τη ρόκα της,
πάει στέκεται στην πόρτα της.
-Κόρη μου ο γιός μου σ’ αγαπεί
και ντρέπεται να σου το πει.
– Κι αν μ’ αγαπάει δεν έρχεται,
τα λόγια τι τα στέλνετε;
Πες του να έρθει στις 8
να ανταμωθούμε και τα δυο
Πες του να έρθει στις 9
να μην το μάθει η γειτονιά.
Από τη Μεταπολίτευση και μετά, ο Φανός μεταφέρθηκε στο σημείο που ανάβει και σήμερα μέσα στην πλατεία Αριστοτέλους. Εκείνη την εποχή τον Φανό διοργάνωνε μια παρέα 25 ατόμων με επικεφαλής τον Γιάννη Καραματσούκα. Συμμετείχαν ο Γιάννης , ο Φίλιππος Καραμματσούκας, ο Θανασάκης Πάτσιος, ο Θωμάς και ο Μάρκος Γιάντσιος, ο Νίκος Διδίλης, ο Θωμάς Δούρβας, ο Δημητράκης Γιάντσιος, ο Χάτσιος (τ’ς Νταντάκους), ο Νίκος Καραδήμος, ο Βαγγέλης Δούρβας, κι από τη νεότερη γενιά από το 1983 και μετά ο Γιάννης Δούρβας, ο Γρηγόρης Λιόνας και ο Προκόπης Διδίλης.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γιάννης Καραματσούκας, εκείνα τα χρόνια, το Σάββατο της Μεγάλης Αποκριάς χόρευε και ξενυχτούσε όλη η παρέα του στο κέντρο Ολύμπιο διασκεδάζοντας μέχρι πρωίας. Την Κυριακή πρωί – πρωί, χωρίς να κοιμηθούν καθόλου αλλάζοντας μόνο ρούχα, πιάνονταν στη δουλειά για να ετοιμάσουν το Φανό. Όργανα έπαιρναν από Τσοτύλι, Καστοριά ή Εμπόριο.
(Πληροφορίες Θανασάκης Πάτσιος, Γιάννης Καραματσούκας, Βαγγέλης Δούρβας και Προκόπης Διδίλης )