-Βρε, καλώς τον Χάμπο.
-Γεια σου, Γιάννε. Καφέ ήπιες;
-Όχι, σε περίμενα, Χάμπο. Πετράκη…δύο καφέδες. Μήπως ήθελες τσίπουρο;
-Ά, μπα. Είπα, λίγο, να μη πιω κάνα – δυο μέρες γιατί το παράκανα τελευταία με το ποτό.
-Έτσι! Να νοικοκυρευτούμε, Χάμπο. Να συμμαζευτούμε λίγο. Θα μου πεις, θα πάμε στη δουλειά, για μήπως θα πάμε στα καπνά, στο κίρντισμα;
-Έεε όχι, Γιάννε, αλλά έτσι, λίγο να νοικοκυρευτούμε. Τώρα, για το άλλο; Και λίγο δε δουλέψαμε, βέβαια…Τώρα, συνταξιούχοι πια.
-Αρκετά με τη δουλειά!
-Δε λέω…βέβαια…καλή είν’ η σύνταξη, αλλά και λίγη δουλειά…δε βλάπτει.
-Η εργατικότητα…
-Πάνω σ’ αυτό, Χάμπο, συγνώμη που σε διακόπτω…αλλά άμα μιλάμε για εργατικότητα μ’ έρχεται στο νου ένα παράδειγμα.
-Εδώ έγινε το περιστατικό;
-Όχι! Όχι, ήμουν φοιτητής, δεκαεννιά χρονών παιδί ακόμα, στην Παιδαγωγική Ακαδημία, αλλά έψαχνα για καμιά προσωρινή δουλειά, το καλοκαίρι, γιατί οι ανάγκες ήταν πολλές. Να βγάλω κανένα φράγκο!
-Βέβαια, Γιάννε. Όλοι φωχόπαιδα ήμασταν τότε. Καταλαβαίνω.
-Ναι, Χάμπο, φτωχόπαιδα. Ένας ξάδερφός μου λοιπόν είχε ένα μακρινό του συγγενή, υπεργολάβο δημοσίων έργων. Με σύστησε και έτσι έπιασα δουλειά. Αυτός είχε πάρει εργολαβία τα ρείθρα του δημοσίου δρόμου Θεσσαλονίκης – Έδεσσας, στην περιοχή του Άγιου Αθανάσιου.
-Ρίχνατε και άσφαλτο; Γιατί, ιδίως το καλοκαίρι, είν’ ανυπόφορη δουλειά!
-Άλλοι ρίχνανε άσφαλτο. Εγώ ήμουν με τον πατέρα του εργολάβου, ένα γερό περίπου εβδομήντα χρόνων, που ακόμα δούλευε. Ήτανε καλουπτζής.
-Μπράβο του! Εβδομήντα έεε; Το ‘ λέγε η ψυχή του. Και καλουπώνατε τα πλαϊνά τα ρείθρα για τα νερά της βροχής. Για να φεύγουν…
-Ναι, Χάμπο. Ακριβώς αυτό. Βέβαια, δούλευα και κασμά και φτυάρι, αλλά είχαμε και την τεχνική δουλειά. Το καλούπωμα. Εγώ έβαζα τις κλάπες. Μετά, ρίχναμε τα τσιμέντα.
-Και λοιπόν;
-Και λοιπόν αυτός ο γέρος, στο διάλειμμα του φαγητού, έτρωγε Τσάκα – τσάκα, κάθε μέρα τα ίδια θυμάμαι…
-Έλα, βρε Γιάννε…θυμάσαι τι έτρωγε ο γέρος;
-Θυμάμαι σαν τώρα, Χάμπο. Έτρωγε ένα κομμάτι πλαστό ψωμί, ντομάτα και ένα σκόρδο. Τα ίδια κάθε μέρα!
-Τι λες; Και στεκόταν καλά;
-Ντρέπομαι που το λέω, αλλά εμένα, δεκαεννιά χρονών, στα ντουζένια μου πάνω, μ’ αφήνε πίσω…
-Και δούλευε συνέχεια ο άνθρωπος;
-Ναι, Χάμπο. Εργατικός άνθρωπος. Όταν τελείωνε το λιτό του φαγητό…εμείς τρώγαμε ακόμα, αυτός δε μπορούσε να σταθεί. Κάτι έπρεπε να κάνει. Μάζευε, λοιπόν, τα στραβωμένα τα καρφιά απ’ τα ξεκαλουπώματα, έπαιρνε μια πλατιά πέτρα και εκεί πάνω, ένα – ένα, τσίκι – τσίκι, τα ίσιωνε τα στραβά τα καρφιά!
-Μη παν χαμένα. Κρίμα ήτανε!
-Ναι, Χάμπο. Κρίμα ήταν γι’ αυτόν να κάθεται, κρίμα και να πετιούνται τα στραβωμένα τα καρφιά!