Δεν γράφω αυτό το κείμενο ως εγγονή του. Το γράφω ως άνθρωπος που τον γνώρισε, τον έζησε, που ακόμα τον κουβαλά μέσα της – στις λέξεις, στη σιωπή, στα βράδια που πέφτουν βαριά και ζητούν δύναμη.
Για χρόνια πάλευα να αποσυνδέσω τη δική μου ταυτότητα από το επώνυμό του. Να μη με βλέπουν μόνο ως «η εγγονή του Γκέγκα», αλλά ως καλλιτέχνιδα, δημιουργό, ως Αριστέα – σκέτο. Δεν είναι εύκολο να κουβαλάς ένα βαρύ όνομα. Και όμως, μεγαλώνοντας, κατάλαβα: αυτό το όνομα δεν είναι βάρος. Είναι τιμή. Είναι ρίζα.
Γιατί ο Γιάννης Γκέγκας δεν ήταν απλώς ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας ή πρόεδρος συλλόγων. Ήταν ένας βαθιά ανθρώπινος άνθρωπος. Ένας ήρεμος πυρσός που έκαιγε σταθερά, ζεσταίνοντας όποιον τον πλησίαζε.
Ήταν εκείνος που διατηρούσε καθαρή την ψυχή του – παιδική, φωτεινή, αγνή. Που προσέφερε χωρίς αντάλλαγμα. Που πίστευε ακράδαντα πως «του παιδιού μου το παιδί είναι δύο φορές παιδί μου».
Ήταν παππούς. Δηλαδή δύο φορές πατέρας.
Ένας δρόμος που ξεκινά από το χώμα
Γεννήθηκε στο Ανθοχώρι Μετσόβου, στους πρόποδες του Λάκμωνα. Όχι σε δρόμο στρωμένο με άσφαλτο, μα σε χωμάτινο μονοπάτι, εκεί όπου η ζωή ξεκινούσε με τον ήλιο και τελείωνε με την ανάγκη.
Ήταν φτωχό παιδί, πεινασμένο, μα γεμάτο καθαρό βλέμμα και μεγάλα όνειρα. Αγαπούσε τα γράμματα — τα κοιτούσε όπως άλλοι κοιτούν τα άστρα. Δεν του δόθηκε η ευκαιρία να τα σπουδάσει όπως θα ήθελε. Όχι γιατί δεν μπορούσε, αλλά γιατί η ζωή τον πήγε σε άλλα μονοπάτια.
Σπούδασε στο πιο δύσκολο πανεπιστήμιο: της ζωής. Της σιωπηλής αντοχής, της αξιοπρέπειας, του μόχθου. Και σε αυτό δεν ήταν απλός μαθητής. Ήταν δάσκαλος. Ήταν πρύτανης.
Ήρθε στην Πτολεμαΐδα με άδεια χέρια και γεμάτη καρδιά. Έστησε από το τίποτα μια επιχείρηση πουλερικών και αυγών. Οι παλιοί την θυμούνται ακόμα — επί της Βασιλίσσης Σοφίας και Βασιλέως Κωνσταντίνου.
Η ποιότητα: αξεπέραστη. Όπως και το ήθος του.
Ένας άνθρωπος των κοινών – όχι των εντυπώσεων
Δεν ήταν άνθρωπος του θεάματος, μα της ουσίας. Ενδιαφερόταν βαθιά για την πόλη. Πονούσε την Εορδαία. Ως πρόεδρος του Συλλόγου Ηπειρωτών, οραματίστηκε και διαμόρφωσε τον χώρο στη θέση “Κουρί”, πίσω από το Μποδοσάκειο Νοσοκομείο – έναν χώρο πολιτισμού, εκδηλώσεων, ζωής. Ένα όνειρο που άγγιξε για λίγο το φως, αλλά εγκαταλείφθηκε. Όπως πολλά σπουδαία στην περιοχή αυτή.
Τη δεκαετία του ’90, στάθηκε από τους πρώτους που μίλησαν για τη μόλυνση του λιγνίτη, για τις κοινωνικές μεταβολές που έφερνε και την ανάγκη να δούμε μπροστά – στη μετά-λιγνίτη εποχή. Δημιουργήθηκε τότε η ταινία «Πτολεμαΐδα, η πόλη με τις καμινάδες», με αφήγηση του Γιάννη Φέρτη. Η ταινία, αν και μικρού μήκους, άνοιξε μεγάλους διαλόγους. Όπως άνοιγε πάντα διάλογο κι ο ίδιος — με ήρεμη φωνή και καθαρή σκέψη.
Υπηρέτησε σε επιτροπές, αγωνίστηκε για τις επιχειρήσεις, για τον πολιτισμό, για το κοινό καλό.
Ο παππούς μας. Ο φάρος μας.
Πίσω από όλα αυτά όμως, υπήρχε κάτι ακόμα σπουδαιότερο:
Ήταν πατέρας. Ήταν παππούς. Ήταν οικογένεια. Ήταν εκεί. Απίστευτα χαδιάρης με αγγελίες φιλιά , έπαιζε τραγουδούσε , μιλούσε . Έλεγε << ξυρίστηκα σήμερα για τα εγγονάκια μου , να σας δώσω ένα φιλάκι να μην σας τρυπάνε τα γένια μου >>
Με έπαιρνε τηλέφωνο πέντε λεπτά μετά από κάθε μάθημα υποκριτικής για να με ρωτήσει:
«Τι έκανες σήμερα; Πώς πήγε; Πού αισθάνθηκες δυνατότητα; Πού αδυνάμισες;»
Έλεγε την άποψή του. Άκουγε. Συμμετείχε.
Ρωτούσε την αδερφή μου για τη δουλειά της, παρακολουθούσε την πορεία όλων μας. Δεν άφηνε τίποτα στην τύχη. Είχε γνώμη για το κατάστημα, για την κοινωνία, για την τέχνη, για την εξέλιξη. Και όλα τα έλεγε με αγάπη. Όχι με έλεγχο, αλλά με φροντίδα.
Και όταν φύγαμε μακριά — εγώ και η αδελφή μου στην Αθήνα, ο ξάδερφός μας στην Κύπρο — δεν τον πίκρανε η απόσταση. Του στοίχιζε, ναι. Αλλά μας έλεγε:
«Πηγαίνετε εκεί που είναι η ζωή. Εκεί που είναι η εξέλιξη. Στον δρόμο σας θα βρείτε καλά και αγκάθια. Κόψτε τα. Τρυπηθείτε. Μάθετε. Βάλτε στα χέρια σας τα βραχιόλια της γνώσης — γιατί αυτά, κανείς δεν μπορεί να σας τα πάρει.»
Ήξερε πως οι άνθρωποι κάνουν λάθη. Αλλά πίστευε πως υπάρχουν λάθη από κακία, κι άλλα από καλοσύνη. Τα δικά του, ήταν πάντα από αγάπη.
Με τον θάνατο του Γιάννη Γκέγκα, κλείνει μια εποχή. Μα αρχίζει μια άλλη: εκείνη της μνήμης, της συνέχειας, της ευθύνης.
Γιατί είναι ευθύνη του κάθε ένα από εμάς να μην ξεχνά τις ρίζες του . Γιατί δεν είσαι τίποτα χωρίς αυτά . Όσο ψηλά και να φτάσει το προσωπικό μας δέντρο , δεν θα στηρίζεται ποτέ και δεν θα υπάρχει χωρίς την ρίζα του.
Αριστέα Αδαμίδου