Αφορμή για να γραφτεί το παρόν άρθρο παρείχε η ημέρα, αφού σήμερα τελείται η Ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου, αλλά και το γεγονός πως κατά καιρούς πολλοί φοιτητές Θεολογίας, μου έχουν μεταφέρει κακές διδασκαλίες του θέματος μέσα σε πανεπιστημιακές αίθουσες. Γεγονός το οποίο έχω διαπιστώσει και σε διάφορα περιστατικά, σε συνέδρια στα οποία έχω παρευρεθεί. Αν θα έκανα μια πρώτη εκτίμηση για το ζήτημα, θα έλεγα πως παρότι η βυζαντινή εποχή έχει το κακό όνομα και η σύγχρονη θεολογία την χάρη, τελικά πολλοί εκκλησιαστικοί πατέρες και υμνογράφοι, αποδείχθηκαν πολύ πιο τολμηροί σε δυσκολότερες και πιο καχύποπτες περιόδους. Σε αντίθεση, κατά τον 20ο αιώνα ζήσαμε μια συντηρητική εσωστρέφεια απέναντι στη δαιμονοποιημένη Δύση, η οποία χαρακτήριζε την θεολογία των προηγούμενων δεκαετιών. Αντίστοιχα σήμερα βιώνουμε μια άμετρη συχνά εξωστρέφεια, παράλληλα με μια υποτίμηση του Ελληνισμού με την αρχαία έννοια, σημείο, ίσως, των καιρών και των ανοικτών συνόρων.
Οι πηγές και η έρευνα τοποθετούν ορθά το έργο του κυρίως Ακαθίστου, όχι μεταγενέστερο του 6ου αιώνα, ανεξάρτητα αν έχει συνδεθεί με την πολιορκία των Αβάρων του 626. Προϋποθέτει ορολογία μετά την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο και όχι ξεχωριστό εορτασμό Ευαγγελισμού και Χριστουγέννων. Το τελευταίο, όπως περιγράψαμε και σε προηγούμενο άρθρο μας, είναι πολύ δύσκολο να εξακριβωθεί απόλυτα, μέχρι πότε επιβιώνει. Το αργότερο, πάντως, πριν τον 7ο αιώνα, εποχή κατά την οποία υπάρχει, αναντίρρητα, ανεξάρτητη εορτή του Ευαγγελισμού, στις 25 Μαρτίου. Θεωρείται έργο του Ρωμανού του μελωδού (+556;), ενώ οι ειρμοί του μεταγενέστερου Κανόνα ο οποίος πλαισίωσε τον Ακάθιστο, αποδίδονται, πειστικά, στον Ιωάννη Δαμασκηνό (+749-753) και τα τροπάρια του ίδιου Κανόνος, στον Ιωσήφ τον υμνογράφο (+886).
Θα ξεκινήσουμε από το «Το Προσταχθέν μυστικώς λαβών εν γνώσει» το οποίο ψάλλεται, ειδικά, την ημέρα αυτή. Με δυσκολία, βέβαια, διακρίνουμε βασικά στοιχεία, υπαρκτά και στην ελληνική θεολογία. Κάθε εκ Θεού γέννηση, συνιστούσε Ιερό Γάμο, γνωστοποιούνταν σε συγκεκριμένο χώρο, αποτελώντας μυστήριο το οποίο παραδίδονταν, μόνο, στους μυημένους. Στο «Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου», η Άννα ευαγγελίζεται την σύλληψη της Θεοτόκου μέσα σε δένδρα δάφνης, μια σαφής παραπομπή όχι του τόπου, όπως κακώς εξέλαβαν ερευνητές, αλλά του χρησμικού περιβάλλοντος, παραπέμποντας στον Απόλλωνα. Εδώ ο ιερός χώρος είναι η σκηνή του Ιωσήφ. Όρος ο οποίος παραπέμπει στο προσωρινό και λευκό της μνηστείας με τον Ιωσήφ. Ως μητέρα του υψίστου Θεού, αντλεί το ελληνικό υπόβαθρο στο ότι το μονογενές παιδί της θα διωχθεί, με γνωστότερα παραδείγματα / προχριστιανικούς τύπους, τον Δία και τον Διόνυσο. Η έκβαση όμως θα είναι θριαμβευτική παρά τον απηνή διωγμό: ο ευαγγελισμός γίνεται από Άγγελο, ο οποίος στην εικονογραφία φέρει φτερά, παραπέμποντας στις αρχαίες φτερωτές νίκες: στεφάνωναν, θριάμβους οι οποίοι είχαν χρησμικά φανερωθεί πριν γίνουν (βλ. «αχειρόπλοκον στέφανον»).
Διαφορετικό περιεχόμενο έχουμε να διαπραγματευτούμε στο γνωστότερο «Τη Υπερμάχω». Εδώ η Θεοτόκος είναι η υπέρμαχος στρατηγός. Προασπίζεται τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως, κατά το πρότυπο της Αρτέμιδος, η οποία προασπίζονταν κατά τον Όμηρο τα τείχη της Τροίας ως «λέων» και «υπέρμαχος». Πιθανόν να απηχείται, επιπλέον, ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο οποίος ήθελε, αρχικά, για πρωτεύουσά του το Ίλιον. Τελικά επανοίκησε το Βυζάντιο, μεταφέροντας το άγαλμα του Απόλλωνος στη Κωνσταντινούπολη, ενώ οι ναοί οι οποίοι συνέχισαν στα χρόνια του να λειτουργούν (παρά τα θρυλούμενα του κάθε πικραμένου), ήταν του Απόλλωνος, της μυθολογικής αδερφής του Αρτέμιδος και της Αφροδίτης (μάλλον λόγω καβείριας παράδοσης).
Ασφαλώς δεν παραλείπεται το βιβλικό υπόβαθρο. «Χαίρε» έχουμε και στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, όπως και στον Ευαγγελισμό των Μυροφόρων κατά την Ανάσταση του Χριστού. Όμως τουλάχιστον ποιητικά, το «Χαίρε» ως στοιχείο ποιητικής αρετολογία απαντά σε διάφορα ελληνικά ποιήματα. Ειδικά ως προς την Εκάτη, η οποία αποκαλούνταν ή παραλληλίζονταν με την Αρτέμιδα, ως «Αρτέμιδα Φωσφόρος» ή ταυτιζόμενη σε κάποιες περιπτώσεις ως δαδούχος με την Περσεφόνη. Ένα χαρακτηριστικό του γεγονότος αυτού είναι το «Χαίροις άνασσα μητροπάρθενον κλέος», ο ειρμός της 9ης Ωδής του ιαμβικού κανόνα της Πεντηκοστής, ο οποίος αντλεί λ.χ. από το «Χαίρε άνασσα θεά λευκώλενε» των Ομηρικών ύμνων.
Μιας και μιλήσαμε για την Περσεφόνη, στον ορφισμό γεννά τον Διόνυσο, την πιο κοντινή μορφή θεότητας προς το θεανθρώπινο. Μια μορφή η οποία διώχθηκε από τη γέννηση, δολοφονήθηκε και αναστήθηκε τριήμερη, για να μην αναφερθώ στα τελούμενα της ωμοφαγίας, αλλά και της μη απόρριψης στο έδαφος των καρπών του ροδιού ως αίματος του Βάκχου. Το συνηθέστερο όνομα της Περσεφόνης είναι «Κόρη», μητέρα ούσα της θεότητας η οποία διαδέχθηκε τον Δία. Ούκ ολίγες φορές η Θεοτόκος, ως χώρα του Αχωρήτου, εκούσια και χωρίς σπορά ή αρπαγή, αποδόθηκε με το όνομα αυτό: «Φωτός κατοικητήριον Κόρη». Σημάνθηκε, επίσης, με το μυστηριακό σύμβολο του στάχεως («Στάχυν η βλαστήσασα το θείον») και του ρόδου («Ρόδον το αμάραντον»). Στοιχείων τόσο συνυφασμένων, με την ελευσίνια και καβείρια παράδοση.
Ασφαλώς η υπέροχη αυτή ακολουθία τονίζει πως η Θεοτόκος είναι εικόνα, και ως εικόνα παραπέμπει στην εσχατολογική αλήθεια, υπερέχουσα των προχριστιανικών τύπων. Ωστόσο αν μπήκα στον κόπο να γράψω κάποια από τα ελληνικά στοιχεία του ιερού αυτού κειμένου, είναι για να καταδείξω, πως ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης και έδωσε σκιώδη ή ζοφώδη, αλληγορίες των πραγμάτων τα οποία έμελλε να έρθουν και σε άλλες περιοχές και παραδόσεις και όχι μόνο σε συγκεκριμένα έθνη. Καλή συνέχεια στον πνευματικό αγώνα.