Να είμαστε λέει σε μια ταβέρνα από αυτές τις παλιές, με την κληματαριά και τα βαρέλια στην αυλή. Να έχουμε ήδη πιει πολύ , όταν η ορχήστρα παίξει το αγαπημένο σου ζεϊμπέκικο.
Ν’ απλώσεις τα χέρια σου και να φτάσουν από την μια άκρη του κόσμου στην άλλη.
Να σηκωθείς να χορέψεις για μένα και για σένα.
Μα εγώ δε ζω γονατιστός,
είμαι της γερακίνας γιος
Τι κι αν μ’ ανοίγουνε πληγές
εγώ αντέχω τις φωτιές
Μάνα μη λυπάσαι, μάνα μη με κλαις
Εγώ να σου χτυπάω παλαμάκια και να γονατίζω τον εγωισμό μου, μπροστά στο αρσενικό με τα απλωμένα χέρια… να κάνεις τις σβούρες σου και το βλέμμα σου, να μην χάνει ποτέ τα μάτια μου.
Το μεράκι σου να λιώσει όλη η πίκρα που έχω μέσα μου.
Να χτυπάς με το χέρι σου το πάτωμα και να σπας το πριν και το μετά , να στροβιλίζεσαι σε ένα απέραντο τώρα.
Να γονατίζεις μπροστά μου και να ζητάς συγνώμη για τις πληγές μου και μετά μ´ένα άλμα σου να φτάνεις στο Θεό, και εγώ να σηκώνω το κεφάλι μου για να σε δω.
Ένα ρούχο ματωμένο στρώνω για να ξαποσταίνω στο υγρό τσιμέντο,
ωχ, μανούλα μου
Στο κελί το διπλανό μου
φέραν κάποιον αδελφό μου πόσο θα τραβήξει,
ωχ, μανούλα μου
Μα εγώ δε ζω γονατιστός…
3 χρόνια μετά
Κρυσταλλίδου Πίστη