Μια χώρα μια πόλη κι ένας λαός,
ποτίζουν τη μοίρα ν’ ανοίξει ο ανθός.
Κι οι ξένοι στημένοι στο δράμα μπροστά
τα ιμάτια μας ρίχνουν, σε μία ζαριά.
Σε ξύλινο ρείθρο χαράκτες του χθες
αγένειες ‘γράψαν και ‘βάλαν φωτιές.
Κ’ εσύ ιστορία βαμμένο γυαλί,
τον ήλιο τον κρύβεις μη λάμψει πολύ..
Αμνήμονη κρίση, με μνήμη κοντή,
πομπές παρελάσεις και μέση σκυφτή.
Η δόξα του πάλαι στο τώρα γελά,
κεκρόπορτες χτίζει και νέα σκλαβιά.
Τραγούδια παιάνες δε βρίσκουν φωνή,
η λύρα τ’ Ορφέα ξεβγάζει οργή.
Θεού μοιρολόγια κι ανθρώπων κραυγές
κι οι ελπίδες, νεράιδες, γινήκαν κι αυτές .
Κρίση και φθίση στην ίδια σκηνή,
κι η φτώχια ξομπλιάζει το τρύπιο πανί.
Αγέρα μη τρέξεις το πλάνο μουντό,
βροχή μη σταλάξεις , το υφάδι αχνό.
Ντροπές του αιώνα δε θέλω να δω,
η γης ένα δάκρυ σε ποιόν να το πω .!
Γενιές προδομένες θα ζήσουν βουβές
χωρίς αμαρτίες και συνενοχές.
Κι εγώ, θυμωμένος σε κάποια γωνιά,
με λόγια φθαρμένα αλλάζω γενιά.
Σελίδες γυρίζω ,μα όλες λευκές,
ιδέες σπαρμένες σε γαίες στεγνές.
Τι κρίμα στ’ αλήθεια, που τόσοι πολλοί
περάσαν τη δύση για ανατολή.
Της νιότης το σφρίγος, χαμένη ζαριά,
τα όνειρα τζόγο τα ‘κάναν κι αυτά .
Στημένες παρτίδες μας ‘παίξαν πολλές,
γκρεμίσαν ελπίδες στο μέλλον, στο χθες.
Κι όταν ξυπνήσει της γης το θεριό,
αντίδοτο θα ‘χουν για κάθε σκοπό.
Μωρές εξουσίες, οφίκια πολλά,
στου ήλιου τη μέθη γινήκαν βορά.
Κι η μνήμη δεν καίει δε βγάζει φωτιά
σαν πόρνη γυναίκα σκορπά συμφορά…!